Η πρώτη απειλή για τη δημοκρατία άρχισε να διαφαίνεται από τη δεκαετία του ’90 με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση επεσήμανε ο Michael Sandel, κατά την παρέμβασή του στη 2η Διεθνή Διάσκεψη που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα με θέμα «Δημοκρατία και Κοινωνική Δικαιοσύνη» στις 10 Ιουνίου 2025 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Harvard University, σημείωσε ότι η υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης οδήγησε στο να βαθύνει το χάσμα των ανισοτήτων γιατί “λόγω της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης την οποία ασπάσθηκαν τα συμβατικά, τα κλασικά κόμματα ” υπήρξαν “περιθώρια να εμφανιστούν άνθρωποι όπως ο Τραμπ”.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Harvard, οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου έφεραν κατάργηση θέσεων εργασίας και βεβαίως ξεκίνησε μια ανεξέλεγκτη ροή κεφαλαίων διασυνοριακή, που οδήγησε σε τρομακτική εμβάθυνση των ανισοτήτων. «Η περίοδος της παγκοσμιοποίησης όντως οδήγησε ή έφερε τεράστια οφέλη, όμως η αύξηση του ΑΕΠ τελικώς κατέληξε στα χέρια εκείνων που ήταν στο 20% των πιο πλουσίων στις ΗΠΑ και ο μέσος εργαζόμενος από τη μέση και κάτω στην πυραμίδα δεν κέρδισε τίποτα παρά την αύξηση του ΑΕΠ επί 40-50 χρόνια. Σε πραγματικούς όρους, οι εργαζόμενοι επί 50 χρόνια δεν είδαν καμία εισοδηματική άνοδο».
Ο Michael Sandel έθεσε κατά την παρέμβασή του και έναν ακόμα καίριο παράγοντα που εξηγεί την άνοδο του Τραμπ στις ΗΠΑ και όχι μόνον. Όπως εξήγησε εκτός από την ενίσχυση των ανισοτήτων σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο τρόπος που αλλάζει ο κόσμος αντίληψη και στάση απέναντι στην επιτυχία, τρόπος που ενίσχυσε το χάσμα.
«Εκείνοι που έχουν φτάσει στην κορυφή, την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, κατέληξαν να πιστεύουν ότι η δική τους επιτυχία ήταν αποκλειστικά δικό τους κατόρθωμα», σημείωσε ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Harvard και συνέχισε επισημαίνοντας:
«Δεν είμαστε πραγματικά ισότιμοι στις κοινωνίες μας, είναι η αλήθεια. Όμως, το πρόβλημα δεν θα μπορούσε να λυθεί προσπαθώντας να τελειοποιήσουμε το πλαίσιο της αξιοκρατίας. Γιατί, ακόμα κι αν έχουμε αξιοκρατία πλήρους φάσματος στην πράξη, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουν ακριβώς ίσες ευκαιρίες για όλους».
Ο Michael Sandel, επεσήμανε ότι η αξιοκρατική στάση απέναντι στην επιτυχία αποτελεί ύβρη και το γεγονός ότι οι ελίτ βλέπουν τους λιγότερο ευνοημένους ως κάτι λιγότερο σημαντικό, όλα αυτά λειτουργούν αρνητικά και ενισχύουν ακόμα περισσότερο τις οικονομικές ανισότητες.
«Και αυτό με τη σειρά του έρχεται να εξηγήσει την πολιτική της ύβρεως και της ταπείνωσης που ακολουθεί ο Τραμπ και άλλοι αντίστοιχοι ακροδεξιοί. Ο Τραμπ είπε ότι θα εκδικούνταν, θα εκδικούνταν εκ μέρους εκείνων που αισθάνονται ότι έχουν παραβλεφθεί. Και βλέπουμε τα αποτελέσματα», κατέληξε στην παρέμβασή του ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Harvard.
Αναλυτικά η παρέμβαση του Michael Sandel
Δ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Πάμε λοιπόν να καλώς ορίσουμε τον Michael Sandel. Καλώς ήρθατε καθηγητά. Είμαστε ιδιαιτέρως ευτυχείς που σας έχουμε μαζί μας διαδικτυακά.
Μ. SANDEL: Και δική μου χαρά να είμαι μαζί σας.
Δ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε καθηγητά, σε αυτή τη διάσκεψη προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η δημοκρατία λόγω της ανόδου των απολυταρχικών ή μάλλον των λαϊκίστικων και των αυταρχικών πολιτικών κομμάτων.
Πριν από 30 χρόνια στο κλασικό σας βιβλίο «Democracy is discontent» ήδη προειδοποιήσατε για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Προβλέψατε ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε σε αντιδράσεις. Αντιδράσεις οι οποίοι θα ήθελαν να διακρίνονται έσω εκ των έξω και βεβαίως θα ήθελαν να έχουν την κυριαρχία να έχουν και πάλι τη χώρα τους στα χέρια τους.
Το θέμα είναι εσείς βλέπετε ότι αυτή η σκοτεινή πρόβλεψή σας αποδεικνύεται; Τι εξηγεί την άνοδο του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και τι εξηγεί την άνοδο άλλων πολιτικών οι οποίοι είναι αυταρχικοί ή και κομμάτων.
Μ. SANDEL: Σας ευχαριστώ για την ερώτηση. Δεν με παρηγορεί, ξέρετε, το γεγονός ότι οι ανησυχίες μου ήδη τη δεκαετία του 90, στα μέσα της δεκαετίας του 90 έγιναν πραγματικότητα και υφίσταται απειλές στη στιγμή που μιλάμε η δημοκρατία.
Ο καπιταλισμός της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αυτό που βλέπουμε και σήμερα, τότε οι σχολιαστές έκαναν λόγο για το τέλος της ιστορίας. Όμως υπήρχε βεβαίως αυτή η αίσθηση του θριάμβου σχεδόν στα όρια της ύβρεως. Όμως ακόμη και τότε μπορούσε κανείς να διαγνώσει ότι υπάρχει και κάποια δυσαρέσκεια απέναντι στη δημοκρατία.
Υπήρχε και μια αίσθηση αποδυνάμωσης διαρκής γιατί οι πολίτες αισθάνονταν ήδη από τότε ότι έχαναν τον έλεγχο των δυνάμεων, που είχαν τον έλεγχο των ζωών τους. Θεωρούσαν οι πολίτες ότι δεν ακούγονταν η φωνή τους.
Και επίσης υπήρχαν προβληματισμοί και ανησυχίες για την αίσθηση του ανήκειν, την αίσθηση της κοινότητας. Η παγκοσμιοποίηση τότε επηρέαζε δύο τάσεις από την μια τα φυσικά σύνορα οπότε υπήρχε απρόσκοπτη ροή ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και τα εθνικά σύνορα και η έννοια του ανήκειν, η εθνική, η περηφάνια για το έθνος ήταν χαρακτηριστικά που άλλαζαν.
Εκείνες οι ανησυχίες για την απουσία ή την απώλεια της αυτοδιακυβέρνησης και της αλλαγής της αντιμετώπισης της αίσθησης του ανήκειν, όλα αυτά ξεκίνησαν τότε και ξεκίνησαν στις επόμενες δεκαετίες και υπήρχε ήδη μια δυσαρέσκεια εκείνη την εποχή και εν το μεταξύ αυτή έγινε πολύ έντονη και οδήγησε σε έντονη πόλωση πια.
Σε μεγάλο βαθμό αυτό συνέβη γιατί οι ανισότητες διαρκώς αυξάνονταν. Λόγω της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης την οποία ασπάσθηκαν τα κόμματα της κέντρο-αριστεράς και της κέντρο-δεξιάς, τα συμβατικά, τα κλασικά κόμματα και ως ένα βαθμό εκεί έχουμε και την αστοχία ή την κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης ή του εγχειρήματος παγκοσμιοποίησης της νεοφιλελεύθερης.
Γιατί έτσι άφησε περιθώρια να εμφανιστούν άνθρωποι όπως ο Τραμπ ενώπιον εκείνων που αισθάνονταν ότι έμειναν πίσω ή έμειναν εκτός, γιατί εν το μεταξύ έφυγαν και θέσεις εργασίας και βιομηχανίες στο εξωτερικό, έχουμε και τις αλλαγές περιβαλλοντικές, όμως ιδίως τα προοδευτικά κόμματα τελικώς είδαν ότι αποξένωσαν τους εργαζόμενους κυρίως της εργατικής τάξης τους ψηφοφόρους τους αυτούς.
Δ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Και όπως είπατε 30, 40, 50 χρόνια αυτό το αισθάνονταν οι άνθρωποι και είναι μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι πολύς καιρός. Γιατί τώρα τα κέντρο-αριστερά κόμματα όπως το κόμμα των δημοκρατικών στις ΗΠΑ δυσκολεύονται τόσο πολύ να αποκριθούν με τρόπο θετικό στη δυσαρέσκεια και στην οργή των ανθρώπων, των πολιτών; Γιατί φαίνεται ότι άλλαξαν ή μεταστράφηκαν και οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι τους.
Μ. SANDEL: Έχει σημασία για τα προοδευτικά κόμματα και τα κέντρο-αριστερά να βρουν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα που μόλις έθεσες Δώρα. Η αρχή της εν λόγω απάντησης συνδέεται με την εποχή της Θάτσερ και του Ρέιγκαν. Εκείνοι προέβαλαν συγκεκριμένα επιχειρήματα ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ και έλεγαν ότι η κυβέρνηση είναι πρόβλημα και ότι η λύση στο πρόβλημα είναι οι αγορές.
Εκείνοι οι δύο στήριξαν την αγορά και ακόμα και όταν τα κατάφεραν οι κέντρο-αριστερές πολιτικές δυνάμεις και οι πολιτικοί στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Μπλερ αλλά και στη Γερμανία αντιστοίχως, είδαμε ότι στρογγύλεψαν τις άκρες. Τις τραχιές άκρες του αμιγούς Laissez-faire που προσυπέγραφαν η Θάτσερ και ο Ρέιγκαν δεν αμφισβήτησαν ένα βασικό θεμέλιο την πίστη στην αγορά. Την υπόθεση ότι οι μηχανισμοί της αγοράς είναι τα πρωταρχικά εργαλεία για να φτάσεις στο δημόσιο αγαθό να το βρεις, να το πετύχεις, να αποκτήσεις υπόσταση.
Και έτσι και τα κεντροαριστερά κόμματα όπως το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ το Δημοκρατικό, χωρίς καμία κρίση και επίκριση δέχτηκαν ότι η αγορά είναι λύση και έτσι βάθυνε το χάσμα και το βάραθρο του νέου φιλελευθερισμού.
Η πολιτική της κεντροαριστεράς μαζί με τους κεντροδεξιούς σκέφτομαι τώρα τα δύο κόμματα, τα μεγάλα στις ΗΠΑ Ρεπουμπλικανικό και Δημοκρατικό και οι δύο στήριξαν τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, στήριξαν την κατάργηση θέσεων εργασίας, στήριξαν τη μεταφορά τους σε άλλες χώρες και βεβαίως ξεκίνησε μια ανεξέλεγκτη ροή κεφαλαίων διασυνοριακή.
Όλα αυτά έγιναν στο όνομα της ενίσχυσης του ΑΕΠ. Είναι γεγονός, εκείνη η περίοδος της παγκοσμιοποίησης όντως οδήγησε ή έφερε τεράστια οφέλη, όμως η αύξηση του ΑΕΠ τελικώς κατέληξε στα χέρια εκείνων που ήταν στο 20% των πιο πλουσίων στις ΗΠΑ και ο μέσος εργαζόμενος από τη μέση και κάτω στην πυραμίδα δεν κέρδισε τίποτα παρά την αύξηση του ΑΕΠ επί 40-50 χρόνια.
Σε πραγματικούς όρους, οι εργαζόμενοι 50 χρόνια δεν είδαν καμία εισοδηματική άνοδο παρότι διαρκώς αυξάνονταν η παραγωγικότητα στο πλαίσιο της Αμερικάνικης οικονομίας εν τω συνόλω της. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι μια που μιλάμε για στασιμότητα στις αποδοχές επί 50 χρόνια και εν τω μεταξύ η αίσθηση της κοινότητας της εργατικής τάξης διαρκώς βάθαινε και χανόταν.
Δεν υπάρχει λοιπόν έκπληξη στο γεγονός ότι τόσα χρόνια μετά φτάσαμε εδώ και το 2016 αυτοί οι άνθρωποι σε μεγάλο ποσοστό ψήφισαν τον Τραμπ.
Δ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Εξαιρετική η απάντηση σας. Τώρα, χάρη στη δική σας απάντηση, καταλαβαίνουμε καλύτερα τι συνέβη. Στην τυραννία της αξίας ή Τyranny of Merit, διαβάσαμε ότι πολλοί βλέπουν τους επαγγελματίες, τους υποβλέπουν και υπάρχουν elite. Τι είναι εκείνο που εξηγεί την άνοδο των λαϊκιστών και το γεγονός ότι επιτίθενται στην elite, μεταξύ αυτών επιτίθενται και σε πανεπιστήμια της elite.
Μ.SANDEL: Δώρα, έχουμε ήδη εξηγήσει για το χάσμα των ανισοτήτων. Και προφανώς αυτό δεν είναι όλη η ιστορία, το πλήρες αφήγημα, γιατί εν μέρει μόνο αποτυπώνει την ενόχληση, τη δυσφορία που γεννάται όταν ο κόσμος αισθάνεται ότι η κυβέρνηση δεν τον βοηθά. Και αυτό συμβαίνει καιρό τώρα και εξηγείται και μέσω των οικονομικών ανισοτήτων. Τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες, το χάσμα που χωρίζει τους χαμένους από τους νικητές ή τους κερδισμένους, διαρκώς βαθαίνει.
Ενισχύονται διαρκώς οι ανισότητες. Το αναφέραμε και πριν αυτό. Σε έναν βαθμό συνδέεται με την ενίσχυση των ανισοτήτων, ως έναν άλλο βαθμό επίσης συνδέεται με τον τρόπο που αλλάζει ο κόσμος αντίληψη και στάση απέναντι στην επιτυχία.
Ενισχύεται λοιπόν το χάσμα. Εκείνοι που έχουν φτάσει στην κορυφή, την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, κατέληξαν να πιστεύουν ότι η δική τους επιτυχία ήταν αποκλειστικά δικό τους κατόρθωμα. Ουσιαστικά αποτύπωνε τη δική τους αξία.
Και θεωρούν ότι, θεώρησαν ότι, ό,τι τους προσέφερε η αγορά το δικαιούνταν εν τω συνόλω. Και άρα, συνεκδοχικά, εκείνοι που δεν είχαν φτάσει ψηλά, εκείνοι που έμειναν πίσω, έβλεπαν τι συμβαίνει και πώς άλλαζε η αντίληψη για την επιτυχία. Και φτάσαμε στο ιδεώδες της αξιοκρατίας, εκείνη την αρχή που λέει ότι παρότι είμαστε ισότιμοι, κάποιοι έχουν κερδίσει, έχουν πάει μπροστά και κερδίζουν ή δικαιούνται αυτά που κέρδισαν.
Δεν είμαστε πραγματικά ισότιμοι στις κοινωνίες μας, είναι η αλήθεια. Όμως, το πρόβλημα δεν θα μπορούσε να λυθεί προσπαθώντας να τελειοποιήσουμε το πλαίσιο της αξιοκρατίας. Γιατί, ακόμα κι αν έχουμε αξιοκρατία πλήρους φάσματος στην πράξη, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουν ακριβώς ίσες ευκαιρίες για όλους.
Ακόμα κι αν υπήρχαν, σε αυτό το επίπεδο και αξιοκρατία η τέλεια, και πάλι θα είχε ελαττώματα, και πάλι θα είχε μια σκοτεινή πλευρά, και η σκοτεινή πλευρά θα ήταν η εξής. Θα διάβρωνε, θα διαβρώσει το κοινό καλό. Έχουμε τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι αυτά που κατάφεραν, τα κατάφεραν μόνοι τους.
Και τελικά αυτοί ξεχνούν τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι λιγότερο τυχεροί. Και δεν είναι ευγνώμονες απέναντι σε εκείνους που τους βοήθησαν να φτάσουν στην επιτυχία. Οπότε δημιουργείται μια αίσθηση πένθους, μια αίσθηση παραμέλησης, μια αίσθηση παράβλεψης, και ως έναν βαθμό αυτό συνδέεται με τις οικονομικές ανισότητες.
Η αξιοκρατική στάση απέναντι στην επιτυχία, η ίδια η ύβρις, οι ελίτ αυτές, το γεγονός ότι οι υπόλοιποι οι ελίτ βλέπουν τους λιγότερο ευνοημένους ως κάτι λιγότερο σημαντικό τους υποβλέπουν, όλα αυτά λειτουργούν αρνητικά και ενισχύουν έτι περαιτέρω τις οικονομικές ανισότητες.
Και αυτό με τη σειρά του έρχεται να εξηγήσει την πολιτική της ύβρεως και της ταπείνωσης που ακολουθεί ο Τραμπ και άλλοι αντίστοιχοι ακροδεξιοί. Ο Τραμπ είπε ότι θα εκδικούνταν, θα εκδικούνταν εκ μέρους εκείνων που αισθάνονται ότι έχουν παραβλεφθεί. Και βλέπουμε τα αποτελέσματα.
Δ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Καθηγητά, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήσασταν εδώ μαζί μας σήμερα. Σας ευχαριστούμε εκ μέρους και του Ινστιτούτου και ευχαριστούμε για τη συζήτηση που μόλις κάναμε.
Μ. SANDEL: Ευχαριστώ και εγώ Δώρα.