Ζώντας σε μια δυστοπική εποχή που σηματοδοτείται από την άνοδο της ακροδεξιάς, του εθνικισμού, των αυταρχικών καθεστώτων, την εδραίωση του «δίκαιου του ισχυρού» ως σημείο αναφοράς των διεθνών σχέσεων, το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα θέτει στη δημόσια συζήτηση ένα ερώτημα αλλά και ζητούμενο ζωτικής σημασίας. Εάν μπορεί να χτιστεί ένα κίνημα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουν, καταθέτοντας τους προβληματισμούς και τις προτάσεις τους εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες κατά την 3η Θεματική Ενότητα της 2ης Διεθνούς Διάσκεψης για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη που διοργανώσει το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα στις 10 Ιουνίου στην αίθουσα Σκαλκώτα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Bernie Sanders
Στην εποχή των πολιτικών συμβιβασμών και της «βελούδινης» ρητορικής, ο Bernie Sanders στέκεται ως το διαφορετικό παράδειγμα: ακλόνητος, σταθερά υπέρ των αδυνάμων και αιώνια ενοχλητικός για τις ελίτ. Ο γερουσιαστής από το Βερμόντ δεν είναι απλώς ένας πολιτικός· είναι σύμβολο ενός άλλου τρόπου σκέψης, μιας άλλης Αμερικής, της Αμερικής της ισότητας, της αξιοπρέπειας και της αλληλεγγύης.
Συμμετείχε ενεργά στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, ήδη από φοιτητής και ήταν από τους πρώτους λευκούς που συνελήφθησαν για διαμαρτυρίες κατά του φυλετικού διαχωρισμού στις φοιτητικές εστίες.
Το 1981 εκλέχθηκε δήμαρχος του Μπέρλινγκτον και παρά τις προβλέψεις και τις δυσκολίες, κατόρθωσε να αναβαθμίσει την πόλη, να ενισχύσει τις κοινωνικές υπηρεσίες και να καθιερώσει συμμετοχικές διαδικασίες, ενώ παράλληλα προώθησε πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και συμμετοχικής διακυβέρνησης
Το 1990 εισέρχεται στο Κογκρέσο ως ο πρώτος ανεξάρτητος βουλευτής τα τελευταία 40 χρόνια, και το 2006 εκλέχθηκε γερουσιαστής του Βερμόντ. Παρόλο που συνεργάζεται με τους Δημοκρατικούς, ποτέ δεν εντάχθηκε επισήμως στο κόμμα.
Ο Sanders έχει καταθέσει πάνω από 500 τροπολογίες κατά τη διάρκεια της θητείας του, με ποσοστό επιτυχίας περίπου 20%. Το 2001, πέτυχε την ψήφιση τροπολογίας που απαγορεύει την εισαγωγή προϊόντων που κατασκευάζονται με παιδική εργασία.
Επιπλέον, το 2011 πρότεινε τη συνταγματική τροπολογία “Saving American Democracy Amendment”, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής των εταιρειών στις πολιτικές εκστρατείες.
Μέσα από τα βιβλία που έχει γράψει («Our Revolution», «Where We Go from Here», «It’s OK to Be Angry About Capitalism») κατακεραυνώνει τον ρόλο των πολυεθνικών, των media και των λόμπι, ενώ ταυτόχρονα προτείνει ένα πλάνο για μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Ines Schwerdtner
Η Ines Schwerdtner είναι μια από τις πιο δυναμικές και ανερχόμενες προσωπικότητες της γερμανικής Αριστεράς, συνδυάζοντας δημοσιογραφική οξυδέρκεια, πολιτικό ακτιβισμό και οργανωτική ικανότητα. Ως συμπρόεδρος του κόμματος Die Linke από τον Οκτώβριο του 2024 και βουλευτής του Bundestag από τον Μάρτιο του 2025, ενσαρκώνει μια νέα γενιά πολιτικών που επιδιώκουν να επανασυνδέσουν την Αριστερά με τις λαϊκές τάξεις και τα κοινωνικά κινήματα.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Αγγλική Φιλολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και κατά τη διάρκεια των σπουδών της, δραστηριοποιήθηκε σε πολιτικές πρωτοβουλίες και υπηρέτησε ως εκπρόσωπος της Ένωσης Εκπαίδευσης και Επιστήμης (GEW). Από το 2014 έως το 2019, ήταν συντονίστρια του μαρξιστικού περιοδικού «DasArgument»και το 2020, ίδρυσε την γερμανόφωνη έκδοση του σοσιαλιστικού περιοδικού Jacobin. Συμμετείχε ενεργά σε κοινωνικές πρωτοβουλίες, όπως η «Deutsche Wohnen & Co. enteignen» που προωθεί την απαλλοτρίωση μεγάλων εταιρειών ακινήτων στο Βερολίνο, και η καμπάνια «Genugist Genug» που ξεκίνησε το 2022 ως αντίδραση στην αύξηση των τιμών και την ανεπαρκή κυβερνητική στήριξη των ευάλωτων ομάδων.
Τον Αύγουστο του 2023 εντάχθηκε στο κόμμα Die Linke και τον Οκτώβριο του 2024 εξελέγη συμπρόεδρος του κόμματος μαζί με τον Janvan Aken. «Το DieLinke πρέπει να πείσει το εκλογικό σώμα ότι είναι το κόμμα της εργατικής τάξης» έχει πει χαρακτηριστικά. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του Φεβρουαρίου 2025, το κόμμα σημείωσε σημαντική άνοδο, φτάνοντας το 8,8% των ψήφων, και η ίδια εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια του Βερολίνου-Λίχτενμπεργκ, νικώντας την υποψήφια του ακροδεξιού AfD.
Enrico Letta
Ο Enrico Letta αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, συνδυάζοντας την εμπειρία του ως πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας με τη βαθιά του αφοσίωση στο ευρωπαϊκό όραμα. Η πορεία του χαρακτηρίζεται από μια σταθερή δέσμευση για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την προώθηση κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Η πολιτική του σταδιοδρομία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας. Το 1998, σε ηλικία μόλις 32 ετών, διορίστηκε υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και στη συνέχεια τοποθετήθηκε υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου (1999–2001) και υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ (2006–2008).
Το 2013, ανέλαβε την πρωθυπουργία της Ιταλίας, ηγούμενος μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Κατά τη θητεία του, επικεντρώθηκε στην οικονομική ανάκαμψη, προωθώντας μέτρα για τη μείωση της ανεργίας των νέων και την κατάργηση των κρατικών επιδοτήσεων στα πολιτικά κόμματα.
Μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία, ο Λέττα συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ευρωπαϊκή πολιτική. Το 2014, ανέλαβε τη θέση του Κοσμήτορα στη Σχολή Διεθνών Υποθέσεων του SciencesPo στο Παρίσι.
Το 2023, του ανατέθηκε από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα η σύνταξη έκθεσης για το μέλλον της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ, με τίτλο «Much More than a Market». Στην έκθεση ο Λέττα υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο ενοποιημένη και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία, προτείνοντας τη δημιουργία μιας «πέμπτης ελευθερίας» που θα επικεντρώνεται στην έρευνα, την καινοτομία και τις δεξιότητες.
«Στην Ευρώπη έχουμε δύο τύπους χωρών: μικρές και εκείνες που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι είναι μικρές. Ουσιαστικά η παγκοσμιοποίηση είναι η βροχή και η Ευρώπη είναι η ομπρέλα. Ωστόσο πρέπει να θυμόμαστε ότι είτε θα υπάρξει πλήρης ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, είτε θα εξαφανιστούμε» έχει δηλώσει χαρακτηριστικά.
François Ruffin
Μέσα σε έναν κόσμο όπου η πολιτική συχνά χάνει την επαφή της με την κοινωνία, ο François Ruffin ξεχωρίζει ως μια φιγούρα που συνδυάζει την οργή του δρόμου, την ευαισθησία της δημοσιογραφίας και τη δημιουργική δύναμη του κινηματογράφου. Δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και βουλευτής, ο Ruffin αποτελεί σήμερα μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της γαλλικής Αριστεράς και μια ιδιαίτερη περίπτωση πολιτικού που αρνείται να συμμορφωθεί με τα «πρέπει» του κατεστημένου.
Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία και δημοσιογραφία και ίδρυσε το σατιρικό περιοδικό Fakir, μέσα από το οποίο έδωσε βήμα σε κοινωνικές φωνές που δεν είχαν χώρο στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Η πορεία του στη δημοσιογραφία περιλάμβανε συνεργασίες με τη ριζοσπαστική εκπομπή Là-bas si j‘y suis στο France Inter και το Le Monde diplomatique, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση Acrimed, που κριτικάρει τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ. Ο Ρυφέν δεν ήταν απλώς παρατηρητής των γεγονότων· ήταν συμμέτοχος.
Το 2016 ο Ρυφέν έκανε το άλμα στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας το ντοκιμαντέρ «Merci Patron!» μια καυστική σάτιρα πάνω στην ανισότητα και την αποβιομηχάνιση της Γαλλίας, με επίκεντρο τον όμιλο LVMH του Μπερνάρ Αρνό.
Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο César και θεωρείται καταλύτης για την ανάδυση του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων κάνοντας το σινεμά πολιτική πράξη. Ακολούθησαν άλλα δύο πολιτικά ντοκιμαντέρ: το J’veux du soleil (2019), μια περιήγηση στα βάθη της Γαλλίας των Κίτρινων Γιλέκων, και το Debout les femmes! (2021), που ανέδειξε την αόρατη εργασία των γυναικών στον τομέα της φροντίδας.
Το 2017, με την υποστήριξη της Ανυπότακτης Γαλλίας (La France Insoumise), ο Ruffin εξελέγη βουλευτής. Το 2024 πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Νέου Λαϊκού Μετώπου (Nouveau Front Populaire), μιας προσπάθειας να ενωθεί εκ νέου η γαλλική Αριστερά. Σε μια κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα, κάλεσε σε συσπείρωση γύρω από κοινές αρχές όπως: κοινωνική δικαιοσύνη, εργασιακά δικαιώματα και οικολογική μετάβαση.
Elly Schlein
Η Elly Schlein σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ξεκίνησε την πολιτική της δράση ως εθελόντρια στις προεκλογικές εκστρατείες του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 και το 2012.
Το 2013 πρωτοστάτησε στο κίνημα #OccupyPD, διαμαρτυρόμενη για την κατεύθυνση του Δημοκρατικού Κόμματος υπό τον Ματέο Ρέντσι. Από το 2014 έως το 2019 εξελέγη ευρωβουλευτής με το PD. Ως εισηγήτρια για την αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου, πρότεινε την κατάργηση του κριτηρίου της πρώτης χώρας εισόδου και την αντικατάστασή του με μηχανισμό δίκαιης κατανομής των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών-μελών. Το 2020 εξελέγη αντιπρόεδρος της περιφέρειας Εμίλια-Ρομάνια και το 2022 εξελέγη βουλευτής με το PD ως ανεξάρτητη υποψήφια.
Ένα χρόνο μετά, το 2023, εξελέγη γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος, με 53,75% των ψήφων, ανατρέποντας τα προγνωστικά και περνώντας στην ιστορία ως η πρώτη ανοιχτά LGBTQ+ ηγέτιδα του κόμματος.
Από το προοδευτικό περιθώριο στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, η Elly Schlein επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει αριστερή πολιτική στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Αντιπροσωπεύει μια νέα γενιά πολιτικών που συνδυάζουν τοπική δράση με διεθνή εμπειρία. Με έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κλιματική δράση, φιλοδοξεί να ανανεώσει την ιταλική αριστερά και να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Στην πολιτική της ατζέντα δεσπόζουν ο κατώτατος μισθός, η θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των LGBTQ+ πολιτών, η αντιμετώπιση της επισφαλούς εργασίας, και μια Ευρώπη που προστατεύει τα δικαιώματα και τις ζωές, όχι τα σύνορα.
Γιολάντα Ντίαζ: Η Γυναίκα που Έδωσε Ξανά Νόημα στην Εργασία στην Ισπανία
«Δεν είμαι εδώ για να εξυπηρετώ συμφέροντα. Είμαι εδώ για να επιστρέψουμε την πολιτική στους ανθρώπους»
Αν υπάρχει μια πολιτικός στην Ιβηρική που κατάφερε να δώσει στη λέξη «εργασία» ξανά νόημα ελπίδας, αυτή είναι η Yolanda Diaz. Στην εποχή των ψηφιακών πλατφορμών, της μερικής απασχόλησης και των γενεών χωρίς σταθερότητα, η Ντίαζ δεν υποσχέθηκε απλώς αλλαγή, τη νομοθέτησε. Και το έκανε με ήρεμη αποφασιστικότητα, χτίζοντας γύρω της ένα κύμα εμπιστοσύνης από εργαζόμενους, μικρομεσαίους και προοδευτικούς πολίτες.
Σπούδασε νομικά και ειδικεύτηκε στο εργατικό δίκαιο, ξεκινώντας την καριέρα της ως εργατολόγος σε συνδικάτα και δικηγόρος υπεράσπισης εργατικών δικαιωμάτων.
Η πολιτική της πορεία ξεκίνησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλικίας και συνεχίστηκε με το EsquerdaUnida, το αντίστοιχο της Ενωμένης Αριστεράς. Το 2012 εξελέγη στο τοπικό κοινοβούλιο της Γαλικίας, αλλά η εθνική της άνοδος ήρθε το 2016, όταν εξελέγη στο ισπανικό κοινοβούλιο ως σύμμαχος του Podemos.
Η μεγάλη της στιγμή ήρθε το 2020, όταν ανέλαβε το υπουργείο Εργασίας στην κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ. Και εκεί, ξεκίνησε μία αθόρυβη επανάσταση: Aναμόρφωσε τον εργατικό κώδικα, περιορίζοντας τις προσωρινές συμβάσεις και ενισχύοντας τη σταθερή απασχόληση. Αύξησε τον κατώτατο μισθό σταδιακά, φτάνοντάς τον στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Eθεσε φρένο στην επισφάλεια σε delivery apps και ψηφιακές πλατφόρμες, καθιστώντας τους εργάτες ψηφιακής οικονομίας επίσημους υπαλλήλους.
Την χαρακτηρίζουν ως την «ήρεμη δύναμη»της ισπανικής αριστεράς, μιας αριστεράς που μπορεί να είναι και ρεαλιστική και μεταρρυθμιστική, χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές της.