Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη συζήτηση επί του σχεδίου νόμου για την ψήφο των αποδήμων στην Ολομέλεια της Βουλής
.
Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε
Λυπάμαι που σε μια συνεδρίαση, την οποία ο κ. Μητσοτάκης νωρίτερα την χαρακτήρισε ιστορική, ο ίδιος δεν βρίσκει τον χρόνο να καθίσει να ακούσει την ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά το γεγονός ότι γνωρίζει, και γι’ αυτό άλλωστε μιλάει για ιστορική συνεδρίαση, ότι θα ψηφίσουμε επί της αρχής τουλάχιστον υπέρ του νομοσχεδίου.
Βεβαίως κατανοώ, διότι έχω διατελέσει στη θέση αυτή, δεν το κάνει ενδεχομένως εξ επί τούτου, όμως είναι μία αρνητική στιγμή και οφείλω να το επισημάνω,
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Σήμερα συζητάμε για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν αλλά και του εκλέγεσθαι από τους απόδημους Έλληνες, ένα θέμα εκκρεμές επί 45 ολόκληρα χρόνια.
Και όχι τυχαία εκκρεμές.
Είπε ο κ. Μητσοτάκης, 40 χρόνια και ήρθε κατόπιν η Ν.Δ. Άραγε όλα τα προηγούμενα 40 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε και δεν μπορούσε αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία να γίνει πράξη;
Και μάλιστα μέχρι το 2001, επί 27 ολόκληρα χρόνια, χρειαζόταν μια απλή πλειοψηφία για να γίνει νόμος του κράτους. Δεν είχε αλλάξει το Σύνταγμα, που να θέλει τα 2/3 των βουλευτών.
Άρα λοιπόν δεν ήταν τυχαία εκκρεμές το ζήτημα αυτό. Ένα θέμα που βεβαίως το Σύνταγμα απαιτεί ευρεία συναίνεση. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν βρέθηκε ποτέ αυτή η συναίνεση από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Ούτε επίσης είναι τυχαίο ότι ο δρόμος για την επίλυση του ζητήματος αυτού άνοιξε όταν εμείς ήρθαμε στη διακυβέρνηση. Με την αναθεώρηση του άρθρου 54 του Συντάγματος, αλλά και μέσω της διαμόρφωσης μιας αναλυτικής πρότασης νόμου για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας. Και βεβαίως δεν είναι και τυχαίο αυτό που συμβαίνει σήμερα, η ψήφιση αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας, με μεγάλη πλειοψηφία, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Δηλαδή σε μια θέση όπου τα κόμματα του παλιού δικομματισμού, όταν βρισκόντουσαν εκεί, συνήθιζαν να λένε όχι. Και στα θέματα στα οποία διαφωνούσαν σωστά έλεγαν όχι, αλλά και στα θέματα στα οποία πιθανώς να συμφωνούσαν.
Όπως ακριβώς έκανε και η δική σας κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης, ως αρχηγός της Αντιπολίτευσης, από τότε που εξελέγη πρόεδρος της Ν.Δ., επί τρεισήμισι έτη.
Και δεν το κάνατε μόνο στην οικονομία ή στο θέμα που σήμερα τείνουμε να επιλύσουμε, το θέμα των Αποδήμων.
Για το οποίο να σας θυμίσω ότι ήσασταν το μόνο κόμμα που καταψηφίσατε πριν από έναν χρόνο την πρόταση νόμου που προέβλεπε τη σύσταση της ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων, για να φέρει πρόταση για την ψήφο των αποδήμων. Όλα τα άλλα κόμματα υπερψήφισαν.
Αλλά αυτή τη στάση της καθολικής άρνησης, όσο ήσασταν εσείς στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον κ. Μητσοτάκη, ιδίως, στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την επιλέγατε κυρίως θα έλεγα κατά κόρον και για τα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής.
Και επειδή θεωρώ ότι οι στιγμές είναι κρίσιμες όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις εξελίξεις στην περιοχή μας, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ ειδικότερα σε αυτό το θέμα.
Και επειδή έλειπα στο εξωτερικό, αλλά έμαθα ότι ο πρωθυπουργός ήρθε στη Βουλή μετά τη συνάντησή του με τον κ. Ερντογάν και μου επιτέθηκε προσωπικά, επειδή άσκησα κριτική στην Κυβέρνηση για τις αντιφάσεις, για την αμηχανία της στη διαχείριση της έντασης των σχέσεων με την Τουρκία. Και επειδή σας ακούω και σας ξανακούω να μιλάτε διαρκώς για τον λαϊκισμό, θέλω κατ’ αρχάς να σας καθησυχάσω, κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης.
Και θα μιλήσω και σε προσωπικό τόνο στον κ. Μητσοτάκη, παρότι δεν είναι εδώ –νομίζω ότι θα ακούσει την ομιλία μου.
Θέλω να τον καθησυχάσω, να μην ανησυχεί. Και να σας διαβεβαιώσω όλες και όλους και κυρίως τον ελληνικό λαό ότι, ειδικότερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, εγώ δεν θα κάνω αυτά που έκανε ο κ. Μητσοτάκης όταν ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ασφαλώς και θα σας ασκήσουμε κριτική.
Ασφαλώς και θα επισημάνουμε τις αστοχίες, τις αρρυθμίες, τις αντιφάσεις.
Είναι υποχρέωση, θα έλεγα καθήκον πατριωτικό να το πράξουμε.
Αλλά αυτό που κάνατε εσείς, δηλαδή να διχάσετε τον ελληνικό λαό για μια Συμφωνία που τώρα θέλετε, όχι απλά να την τηρήσετε αλλά και να την τιμήσετε, και να μετατρέψετε τα εθνικά μας θέματα σε κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης προς άγραν ψήφων, εμείς δεν θα το κάνουμε.
Αλλά πάει πολύ να μιλάει και από πάνω ο κ. Μητσοτάκης για λαϊκισμό, ειδικά στα εθνικά θέματα. Διότι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι ήταν αυτός που βασίστηκε κατεξοχήν στην κινητοποίηση και συσπείρωση του ακροατηρίου που ήταν στα δεξιά του κόμματός του προκειμένου να εκλεγεί. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι, όταν βρισκόταν εδώ, όταν ήρθε ο Τούρκος Πρόεδρος εδώ σε πρώτη επίσημη επίσκεψη μετά από 65 χρόνια Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα, η Ν.Δ. κραύγαζε ότι δώσαμε στον Τούρκο Πρόεδρο βήμα για να εκφράσει τον αναθεωρητισμό του. Όταν, τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και εγώ, σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων και απαντήσαμε, δεν μασήσαμε τα λόγια μας, δημόσια.
Και βεβαίως δεν μπορούμε να ξεχάσουμε όταν στελέχη της τότε αντιπολίτευσης, της Ν.Δ., επιτίθονταν προσωπικά σε μένα και στην κυβέρνησή μου κάθε φορά που ανοίγαμε έναν δίαυλο επικοινωνίας με τη γείτονα χώρα. Ή που έφτασαν κάποιοι στο σημείο –δεν είναι σήμερα βουλευτές, αλλά βολεύονται σε άλλες θέσεις κρατικές, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων απ’ ό,τι έμαθα- που έσπευσαν να πουν, εμπιστευόμαστε περισσότερο τον Ερντογάν απ’ ό,τι τον Έλληνα πρωθυπουργό, για το θέμα των 8 Τούρκων αξιωματικών, αν δεν κάνω λάθος.
Και βεβαίως δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι ήταν ο κ. Μητσοτάκης αυτός που χωρίς ντροπή με κατηγόρησε δημόσια ότι πούλησα τη Μακεδονία για να πάρω τη μη περικοπή των συντάξεων.
Άρα λοιπόν πάει πολύ σήμερα να μας εγκαλείτε για λαϊκισμό, ιδίως σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.
Εγώ όμως δεν θα ακολουθήσω αυτό το παράδειγμα. Όχι μόνο γιατί είναι παράδειγμά προς αποφυγή. Όχι μόνο γιατί είναι ο ορισμός του λαϊκισμού και της πολιτικής υποκρισίας. Όχι μόνο γιατί είναι επιζήμιο για τον τόπο. Αλλά γιατί αυτή η επιλογή έχει και κοντά ποδάρια. Θα έλεγα ότι είναι αυτοκαταστροφική. Και πολύ γρήγορα θα βρείτε μπροστά σας, αν δεν τις έχετε ήδη βρει, τις αντιφάσεις της προεκλογικής σας ρητορικής σε σχέση με τις μετεκλογικές σας πράξεις.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται η διαφορά μας.
Εμείς δεν θα συνεχίσουμε αυτά τα χνάρια σας. Θα ασκήσουμε αντιπολίτευση με πατριωτική ευθύνη. Με στήριξη εκεί που συμφωνούμε και με εποικοδομητική κριτική εκεί που διαφωνούμε. Και δεν πρόκειται να σιωπήσουμε, επειδή εσείς τώρα αρχίζετε να αντιμετωπίζετε, να θερίζετε, τις συνέπειες όλης αυτής της εθνικιστικής έξαρσης που σπείρατε τα προηγούμενα χρόνια κι όλης αυτής της πατριδοκαπηλίας.
Σας λέω λοιπόν τώρα, ξεκάθαρα, ότι στηρίζουμε την πολιτική των ανοιχτών διαύλων.
Καλά κάνατε και συναντήσατε και συναντάτε τον κ. Ερντογάν.
Σας λέω ξεκάθαρα ότι στηρίζουμε την επανεκκίνηση του διαλόγου για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που συμφωνήσατε και σωστά.
Και κακώς είχαν παγώσει τόσους μήνες.
Ευτυχώς συνεννοηθήκατε εντέλει με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και σταματήσατε αυτές τις αντικρουόμενες διαρροές, που έκαναν κακό στην εικόνα της χώρας.
Και σας λέω επίσης ότι στηρίζουμε τη διεθνοποίηση του ζητήματος της παράνομης και άκυρης Συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης.
Και είναι θετικό και σημαντικό ότι υπήρξαν δηλώσεις υποστήριξης από την ΕΕ, το State Department και τους εταίρους μας.
Αλλά ας είμαστε απολύτως σαφείς:
Οι εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις των τελευταίων ημερών δεν έπρεπε να σας έχουν αιφνιδιάσει.
Η στρατηγική της Τουρκίας δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία.
Θα έλεγα ότι αποτελεί το τίμημα της επιτυχίας της χώρας μας τα τελευταία χρόνια. Της αναβάθμισης του γεωπολιτικού της ρόλου, ιδίως με συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο, συμμαχίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, αλλά και με την καθιέρωση του στρατηγικού διαλόγου με τις ΗΠΑ.
Το τίμημα της επιτυχίας που προωθήσαμε τον αγωγό EastMed, έναντι ενδεχομένως κάποιου άλλου αγωγού που θα πήγαινε στην Τουρκία, ενός πρότζεκτ που αλλάζει τις ισορροπίες για τον ενεργειακό χάρτη της περιοχής. Και ειδικότερα της επιτυχίας να προχωρήσει αυτό το σχέδιο και με την στήριξη των ΗΠΑ, μετά τη δημιουργία του σχήματος 3+1.
Η κλιμάκωση των απαράδεκτων ενεργειών βέβαια της Τουρκίας στην Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο έρχονται – ήρθαν μάλλον- μετά από έναν ανίερο διακανονισμό με τις ΗΠΑ στο Συριακό και ενδεχομένως και στη Λιβύη.
Αλλά έρχονται δυστυχώς και μετά από την εφαρμογή μιας απολύτως λανθασμένης, κατά τη γνώμη μας, αλλαγής στρατηγικής, της ελληνικής κυβέρνησης στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, σε σχέση με την περίοδο της δικής μας διακυβέρνησης.
Και σας προειδοποίησα εγκαίρως ότι ήταν σφάλμα αυτή η αλλαγή στρατηγικής. Την οποία στρατηγική εξέφρασε με σαφήνεια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ασχέτως αν με είπε ψεύτη εκείνη την ημέρα ο κ. Μητσοτάκης. Και δεν είχε και την εντιμότητα αργότερα να αναγνωρίσει το λάθος του.
Εφαρμόσατε το δόγμα της λεγόμενης «λεπτής γραμμής», που είχε πει ο κ. Πέτσας, που συνδέει το προσφυγικό με τα ελληνοτουρκικά, το Συριακό και την Ανατολική Μεσόγειο.
Και αυτό ήταν σφάλμα.
Ένα δόγμα που ούτε το προσφυγικό βοήθησε, όπως φάνηκε από την κατακόρυφη αύξηση των ροών, και βεβαίως δεν αντιμετώπισε και την προκλητικότητα.
Ενδεχομένως να φοβηθήκατε να ανεβάσετε τους τόνους λόγω του προσφυγικού. Ενδεχομένως να μην τολμήσατε να πιέσετε τους εταίρους μας, που διστάζουν αυτή την περίοδο να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στην ήδη επιβαρυμένη ατζέντα τους με την Τουρκία.
Ο κ .Μητσοτάκης όμως συνάντησε τον Τούρκο Πρόεδρο στον ΟΗΕ -και ορθά έκανε- αλλά μάλλον πρέπει να είναι ο πρώτος από τους ελάχιστους, αν όχι ο πρώτος Πρωθυπουργός, που δεν του έθεσε το ζήτημα των παραβιάσεων στο Αιγαίο.
Και, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις, αποφασίσατε αμέσως μετά τη διεξαγωγή και Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας με την Τουρκία.
Και όταν έγινε η εξόρυξη έξω από την Κυπριακή ΑΟΖ, ο κ. Δένδιας, ο υπουργός Εξωτερικών, μας έλεγε δημόσια σε συνεντεύξεις του ότι η Τουρκία ζημιώνει την εικόνα της, διότι εκεί βρίσκει μόνο λάσπη. Λες και ήταν αυτό το θέμα της Τουρκίας, αν θα βρει ή όχι λάσπη κι όχι αν θα δημιουργήσει ένα τετελεσμένο.
Και, κυρίως, αρνηθήκατε να αξιοποιήσετε, και εντός της ΕΕ και σε πολιτικό επίπεδο, το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό όπλο που εξασφάλισε η ελληνική διπλωματία τα τελευταία χρόνια, το πλαίσιο δηλαδή των κυρώσεων που υιοθετήθηκε στον Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Ιουνίου.
Και, τέλος, μετά τη συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός έκανε μία τουλάχιστον ατυχή δήλωση, λέγοντας ότι πρέπει και οι δύο πλευρές να δείξουν καλή διάθεση.
Ενώ μόλις λίγες ώρες πριν από τη συνάντηση, η Τουρκία είχε ανακοινώσει ότι θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις έξω από την Κρήτη.
Λες και είμαστε εμείς αυτοί που δεν έχουμε δείξει καλή διάθεση τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια που εμείς προτείναμε στην Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι για να επανεκκινήσουμε τις διερευνητικές συνομιλίες. Το 2016, που έγινε η τελευταία, με δική μας πρωτοβουλία έγινε, διαρκώς αυτό ζητούσαμε από την Τουρκία και αυτή το αρνιόταν.
Τα λέω όλα αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριοι της Κυβέρνησης, όχι για να σας επιτεθώ. Δεν είναι αυτή η διάθεσή μου. Άλλωστε διαπιστώσατε και χθες στη Σύνοδο του ΕΣΕΠ ότι η πρόθεσή μας είναι να υπάρξει αρραγές εθνικό μέτωπο στη αντιμετώπιση της έντασης με την γείτονα.
Τα λέω αυτά, επαναλαμβάνω, γιατί αισθάνομαι καθήκον να σας τα επισημάνω, ώστε να αφήσουμε πίσω μια στρατηγική που είναι ατελέσφορη, τη στρατηγική που εκφράστηκε δια των δηλώσεων του κυβερνητικού εκπροσώπου. Και να επιστρέψει η χώρα το γρηγορότερο δυνατό στην ενεργητική στρατηγική.
Δεν πρόκειται να ζητήσω προφανώς από τον Πρωθυπουργό να μας μιλήσει για την κόκκινη γραμμή της Ελλάδας. Αυτό θα το πει όποτε αυτός κρίνει ή, εν πάση περιπτώσει, φαντάζομαι, θα το συζητήσει και με τα πολιτικά κόμματα.
Αυτό που λέω όμως, αφού δεν θεώρησε σκόπιμο να πάρει τη γνώμη μου πριν συναντηθεί με τον Τούρκο Πρόεδρο –και το λέω δημόσια- αυτό που λέω είναι ότι πρέπει να ξαναπιάσει η χώρα το νήμα μιας πραγματικά ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Μιας πολιτικής δυναμικών διπλωματικών πρωτοβουλιών, ακριβώς για να μην φτάσουμε στην ανάγκη δυναμικών στρατιωτικών πρωτοβουλιών.
Και πρέπει να ξαναχαράξετε σαφείς γραμμές και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της αναβάθμισης, της αναβαθμισμένης πρακτικής των παράνομων ενεργειών και διεκδικήσεων της Τουρκίας.
Θα είναι πολύ θετικό να υπάρξουν Συμπεράσματα της ΕΕ που να υπογραμμίζουν ότι δεν παράγονται νομικά αποτελέσματα από την Συμφωνία Λιβύης-Τουρκίας.
Αλλά, λυπάμαι που θα το πω, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, δεν φτάνουν οι δηλώσεις.
Τον Δεκέμβριο του 2019 δεν φτάνει πια να γίνονται ευρωπαϊκές δηλώσεις για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου, Αυτό ήταν σημαντικό τον Ιούνη του 2019. Ήταν σημαντικό τον Μάρτη του 2018, όταν εξασφαλίσαμε για πρώτη φορά ξεκάθαρα καταδικαστικά συμπεράσματα της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία.
Δεν είμαστε πια στη φάση των δηλώσεων.
Είμαστε στη φάση των κυρώσεων και των πρωτοβουλιών.
Και αυτό δεν είναι μια ακραία προσέγγιση.
Είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση.
Η Τουρκία ανακοίνωσε ότι δεν θα επιτρέψει ελληνικά πλοία στη περιοχή Συμφωνίας της με τη Λιβύη.
Συνεπώς είτε θα υπάρξει η πολιτική των ευρωπαϊκών κυρώσεων τώρα, είτε η πολιτική των ελληνικών φρεγατών ύστερα, όταν θα είναι πια αργά.
Και επειδή ανάμεσα στα δύο προτιμάμε αναφανδόν το πρώτο, γι’ αυτό ακριβώς μας είναι ακατανόητο γιατί τόσους μήνες, αντί να καλείτε την Τουρκία να συμμορφωθεί, δεν αξιοποιείτε ευθέως την απειλή των ευρωπαϊκών κυρώσεων.
Επιτρέψτε μου λοιπόν να καταθέσω στον δημόσιο διάλογο, από δω, από το βήμα της εθνικής αντιπροσωπείας, μια δέσμη έξι πρωτοβουλιών που πιστεύουμε ότι πρέπει να λάβει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, προκειμένου να προλάβουμε δυσάρεστες εξελίξεις.
Πρώτον, λοιπόν, πρέπει να ζητήσετε να εφαρμοστούν άμεσα οι ευρωπαϊκές κυρώσεις σε πρόσωπα και εταιρείες, που προβαίνουν σε παράνομες ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ καθώς και η εφαρμογή τους.
Δεύτερον, και κυριότερο, να ζητήσετε την επέκταση αυτών των κυρώσεων και για πρόσωπα και εταιρείες που πιθανόν να προβούν σε παράνομες ενέργειες και εντός της ελληνικής ΑΟΖ, στην περιοχή που καλύπτει η παράνομη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης.
Και χαίρομαι ιδιαίτερα διότι άκουσα ότι με τη θέση αυτή συμφωνεί και η κ. Γεννηματά. Ενδεχομένως να έχουμε τη δυνατότητα να το θέσουμε αύριο στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Κόμματος των Σοσιαλιστών.
Αλλά δεν αρκεί αυτό. Το θέμα είναι τι θα κάνει η κυβέρνηση και τι θα πάρει η κυβέρνηση στη Σύνοδο Κορυφής.
Τρίτον, πρέπει με απόλυτα σαφή τρόπο να μεταφέρετε στις ΗΠΑ, εν όψει του ταξιδιού του κ. Μητσοτάκη και εν όψει της κύρωσης της αναθεωρημένης συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας μας, ότι πρέπει να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.
Με πρώτη και σημαντικότερη την πραγματοποίηση νέας συνάντησης 3+1, μαζί δηλαδή με το Ισραήλ και την Κύπρο, για την προώθηση του αγωγού EastMed που περνάει, τόσο από το κομμάτι της Κυπριακής ΑΟΖ όπου πραγματοποιεί η Τουρκία εξορύξεις, όσο και από την περιοχή έξω από την Κρήτη που καλύπτει η παράνομη αυτή συμφωνία.
Καλό είναι που έχουμε μαζί μας το Ισραήλ, αλλά πρέπει να δοθεί σαφώς το μήνυμα από τις ΗΠΑ ότι θα στηρίξει μέχρι το τέλος τον αγωγό EastMed, όπως είχε δηλώσει ο Αμερικανός ΥΠΕΞ τον Απρίλιο.
Τέταρτον, πρέπει επιτέλους να προτείνετε τη Σύγκληση της Συνόδου των Ευρωπαϊκών χωρών του Νότου.
Των εγγύτερων συμμάχων μας, που μπορεί βέβαια να μην έχουν νικήσει όλοι τον λαϊκισμό, όπως δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης μετά τη συνάντησή του με τον Ιταλό πρωθυπουργό, λίγο υποτιμητικά για τις άλλες χώρες, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι αυτοί που στην Ευρώπη μπορούν να μας στηρίξουν.
Και παράλληλα να ανοίξουμε μια στρατηγική συζήτηση με τη Ρωσία, η οποία αποκτά ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στην περιοχή και ειδικότερα στη Λιβύη. Και οι σχέσεις μας δεν μπορούν να μένουν μόνο στα οικονομικά και τα πολιτιστικά. Πρέπει να πάνε και στα στρατηγικά ζητήματα.
Πέμπτον, πρέπει να ζητήσετε, να απαιτήσετε, τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Διαδικασία του Βερολίνου για την Λιβύη, που άρχισε τον Σεπτέμβριο.
Δεν μπορούμε να μείνουμε απ’ έξω από αυτήν τη διαδικασία, ιδίως μετά τα τελευταία γεγονότα και ειδικά εφόσον σ’ αυτή τη διαδικασία συμμετέχει η Τουρκία.
Έκτον, και τελευταίο, πρέπει να δώσετε σαφώς το μήνυμα ότι η Τουρκία πρέπει να τερματίσει την προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων. Αλλά, ταυτόχρονα, και το σαφές μήνυμα ότι, όχι μόνο η Ελλάδα δεν εγκαταλείπει το τραπέζι του διαλόγου αλλά, αντιθέτως, επιτακτικά ζητά να ξαναρχίσουν οι διερευνητικές συνομιλίες, όπως σταθερά προτείνουμε από το 2016.
Και ασφαλώς να ξαναρχίσουν και οι συνομιλίες για το Κυπριακό, στη βάση που συμφωνήθηκε στο Βερολίνο, που χάρη και στις προσπάθειές μας συμπεριλαμβάνει το πλαίσιο Γκουτέρες. Με κατάργηση δηλαδή των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Αυτά πιστεύω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, περιμένει ο ελληνικός λαός από την κυβέρνηση.
Και σε αυτά όπως και σε οποιαδήποτε ουσιαστική πρωτοβουλία που δεν περιορίζεται μόνο σε δηλώσεις, να ξέρετε ότι θα έχετε την στήριξή μας.
Όχι όμως τη σιωπή μας.
Με αίσθηση πατριωτικής ευθύνης θα είμαστε εδώ.
Αντίστοιχη στάση ευθύνης κρατήσαμε και στο θέμα της ψήφου των απόδημων Ελλήνων. Η κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που επεδίωξε τη συγκροτημένη, σφαιρική και αντικειμενική προσέγγιση του θέματος, χωρίς καμία «πίσω σκέψη» για μικροκομματικά οφέλη.
Γι’ αυτό συγκροτήσαμε αυτή τη διακομματική Επιτροπή, με ευρύτατη διακομματική στήριξη -πλην της Νέας Δημοκρατίας– μια Επιτροπή αποτελούμενη από ειδικούς επιστήμονες, πρόσωπα εγνωσμένου κύρους από όλο το πολιτικό φάσμα.
Η ειδική Επιτροπή κατέληξε, περίπου στο ίδιο πλαίσιο όπου έχουν καταλήξει όλοι οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμικοί φορείς στην περίπτωση χωρών με μεγάλο αριθμό αποδήμων, όπως η Ελλάδα:
Στο λεγόμενο σύστημα «κλειστής» εκπροσώπησης, με προκαθορισμένο, κλειστό δηλαδή, αριθμό εδρών που αντιστοιχούν στους ψηφοφόρους του εξωτερικού. Είναι το μοντέλο που υιοθετούν κράτη με σημαντική Διασπορά, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία.
Είναι το μοντέλο το οποίο προκρίνουν ως «βέλτιστη πρακτική» η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) και η Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι το μοντέλο που ανταποκρίνεται στις θέσεις του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού.
Και ήρθαμε στον δημόσιο διάλογο, από την θέση της αντιπολίτευσης, φέρνοντας ως δική μας πρόταση την πρόταση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσήλθε στη συζήτηση όχι φορώντας την κομματική φανέλα αλλά τα εθνικά χρώματα.
Νομίζω ότι πρέπει να κάνετε έναν απολογισμό, γιατί εσείς όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν είχατε ανοίξει αυτό το θέμα, αλλά και για αυτά που είχατε πράξει. Δεν είναι υπερβολική η κριτική που θα σας κάνω.
Βλέπατε πάντοτε τους απόδημους Έλληνες ως ένα εν δυνάμει κομματικό εργαλείο, γι’ αυτό και δεν καταλήξαμε 40 χρόνια.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τις ναυλωμένες πτήσεις με τα πλαστικά σημαιάκια και τα δωρεάν εισιτήρια, που μετέφεραν οπαδούς από το εξωτερικό για να ψηφίσουν.
Αλλά και όταν αποφασίσατε να ρυθμίσετε νομοθετικά το θέμα, η πρόταση της κυβέρνησής σας, το 2009, είχε βρει τη μεγάλη αντίδραση του συνόλου των κομμάτων της αντιπολίτευσης, διότι ήταν αντισυνταγματική και προσβλητική για το πολιτικό σύστημα Αλλά, κυρίως, ήταν προσβλητική για τους απόδημους Έλληνες, αυτή την κοινή μας Πατρίδα όπου γης, που εσείς θελήσατε να την εντάξετε σε μικροκομματικά παιχνίδια.
Αυτή την άποψη είχατε για την Ομογένεια και αυτή την άποψη έχετε ακόμη. Το κομματικό κουστούμι είναι το φυσικό σας ένδυμα απέναντι στον απόδημο Ελληνισμό. Αν δεν ήταν άλλωστε, δεν θα διαλέγατε ως υφυπουργό αρμόδιο για τα θέματα του απόδημου Ελληνισμού τον κ. Διαματάρη.
Γιατί ξέρατε καλά τον κ. Διαματάρη, πολύ πριν τον κάνετε υφυπουργό. Ξέρατε πολύ καλά όχι μόνο ότι δεν είχε πτυχίο. Αλλά και την ιστορία του Εθνικού Κήρυκα.
Ήξερε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης ότι ο κ. Διαματάρης είχε υπογράψει στην εφημερίδα του κείμενο, το 2017, με αφορμή τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα, στο οποίο αποκαλούσε τους χουντικούς «μάλλον καλοπροαίρετους» ανθρώπους για την πατρίδα.
Ξέρατε πολύ καλά ότι ο κ. Διαματάρης είχε χαρακτηρίσει, πάλι στον «Εθνικό Κήρυκα», τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, τον κ. Πάιατ, «χειροκροτητή του Τσίπρα».
Έγραφε ο κ. Διαματάρης στο άρθρο του: «Μήπως, λοιπόν, έφτασε η ώρα για τη μετάθεσή του (του κ. Πάιατ), πριν κάνει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά στις σχέσεις των δύο λαών;». Αυτά έλεγε ο κ. Διαματάρης.
Τον περασμένο Απρίλιο τα έγραφε αυτά στον «Εθνικό Κήρυκα», τρεις μήνες πριν ο κ. Μητσοτάκης τον κάνει υφυπουργό. Και ήξερε πολύ καλά ποιος είναι. Όμως ο κ. Μητσοτάκης δεν ήθελε υφυπουργό για τον απόδημο Ελληνισμό, που να ενώνει. Έναν κομματάρχη της Ομογένειας ήθελε.
Γιατί αν ο κ. Πατέρας κουβαλούσε χίλιες ψήφους, έτσι δήλωσε, προκειμένου να πάρει θέση διοικητή νοσοκομείου, ενδεχομένως, στο μυαλό του κ. Μητσοτάκη, ο κ. Διαματάρης να κουβαλούσε, όχι 1500, αλλά πολλές χιλιάδες ψήφους της Ομογένειας και γι’ αυτό πήρε την θέση του υφυπουργού.
Για αυτό και παρά τον σάλο που έγινε με την ψεύτικη αριστεία στο βιογραφικό του, ο κ. Μητσοτάκης δεν τόλμησε να τον αποπέμψει. Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλούσε για λήξαν θέμα.
Ο κ. Διαματάρης, λοιπόν, αποτελεί, παρότι έφυγε, χαρακτηριστικό υπόδειγμα του πώς βλέπετε τους Αποδήμους, και πώς η βασική σας επιθυμία ήταν να τους μετατρέψετε σε κάτι μικρό και κομματικά ελεγχόμενο.
Για αυτό και αρνηθήκατε άλλωστε τη δική μας πρόταση, που ήταν και η πρόταση της Επιτροπής των εμπειρογνωμόνων για κλειστή εκπροσώπηση με συγκεκριμένο αριθμό εδρών που θα πηγαίνουν στους εκπροσώπους της ομογένειας. Μια πρόταση που δεν απέκλειε κανέναν. Όλοι θα είχαν δικαίωμα ψήφου και αυτό το κατανοούν αυτοί που μας ακούνε, ότι κάνατε μια ολόκληρη καμπάνια για να δημιουργήσετε το αίσθημα ότι ανοίγετε τη δυνατότητα ψήφου σε αυτούς, αλλά στην πραγματικότητα τώρα το κλείνετε. Είδατε ότι κανένας από αυτούς δεν έχει φύγει από το 1985 και μετά από την πατρίδα.
Όταν όμως είδατε ότι δεν προκύπτουν οι διακόσιοι βουλευτές, τότε αναγκαστήκατε να υποχωρήσετε και να υιοθετήσετε ως βάση συζήτησης την πρόταση του ΚΚΕ.
Πρόταση η οποία απηχεί πράγματι τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό και θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, όπως η ύπαρξη πραγματικού δεσμού του εκλογέα με τη χώρα.
Θέλω να είμαι σαφής: Η πρόταση αυτή δεν είναι αντίστοιχα επαρκής με τη δική μας πρόταση, όχι γιατί είναι δική μας πρόταση και πρέπει να την υποστηρίξω, αλλά γιατί αφενός η πρότασή μας που προέβλεπε αυτοτελές δικαίωμα του εκλέγεσθαι (εκτός από του εκλέγειν) και, αφετέρου, γιατί πρότασή μας ήταν, όπως ανέφερα ήδη, η πρόταση που υιοθετούν επί του θέματος όλοι οι θεσμικά αρμόδιοι εθνικοί και διεθνείς φορείς.
Παρόλα αυτά, προσήλθαμε στη συζήτηση, θεωρώντας ότι πρέπει να κλείσει ένα θέμα που παραμένει αρρύθμιστο επί 40 χρόνια.
Και ότι πρέπει να σταθούμε, ως πολιτικά κόμματα, ως πολιτική ηγεσία, αντάξιοι των προσδοκιών των Αποδήμων αλλά και της αξίας που έχουν αυτοί οι άνθρωποι ως πρεσβευτές της χώρας μας, της γλώσσας μας, του πολιτισμού μας, των δυνατοτήτων μας στην παγκόσμια σφαίρα.
Εντοπίσαμε τέσσερα βασικά προβλήματα στο νομοσχέδιο που φέρατε.
Προτείναμε τέσσερις αντίστοιχες λύσεις.
Προς τιμήν σας (σ.σ. απευθύνεται στον υπουργό εσωτερικών, κ. Θεοδωρικάκο), αποδεχτήκατε τις δύο, έστω και μερικώς.
Παραμένουν όμως δύο κορυφαία ζητήματα, που θα πρέπει έστω και την τελευταία στιγμή να γίνουν κατανοητά από την κυβέρνηση σας.
Το πρώτο έχει να κάνει με την επικαιροποίηση των ειδικών εκλογικών καταλόγων εξωτερικού.
Προβλέποντας, το νομοσχέδιο, εφάπαξ εγγραφή και διατήρηση των ίδιων εκλογικών καταλόγων για μία οχταετία, το διορθώσατε από δεκαετία, δεν εξασφαλίζει για το μέλλον, την ύπαρξη του προβλεπόμενου πραγματικού δεσμού του εκλογέα με τη χώρα.
Τον πραγματικό δεσμό δηλαδή που συνίσταται στη διετή διαμονή στην Ελλάδα εντός 35ετίας και στην υποβολή φορολογικής δήλωσης το ίδιο ή το προηγούμενο έτος της εγγραφής.
Η πρότασή μας, που λύνει το πρόβλημα, είναι οι ειδικοί εκλογικοί κατάλογοι εξωτερικού να επικαιροποιούνται είτε σε ετήσια, είτε σε διετή βάση.
Το δεύτερο βασικό ζήτημα έχει να κάνει με το ότι στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται ευρύτατες εξουσιοδοτήσεις προς τον εκάστοτε Υπουργό Εσωτερικών για ρύθμιση βασικών θεμάτων, όπως η διαδικασία εγγραφής στους καταλόγους και ο τρόπος πιστοποίησης του εκλογέα.
Αν όμως μπορεί αυτά τα θέματα να τα ρυθμίσει ο Υπουργός με υπουργικές αποφάσεις, τότε παρακάμπτεται η απαίτηση του Συντάγματος για έγκριση από τα δύο τρίτα της Βουλής.
Γι’ αυτό προτείνουμε ως λύση όλες οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις να εκδίδονται ύστερα από σύμφωνη γνώμη, όχι απλή όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, και μόνο για κάποιες από αποφάσεις από αυτές,
Με σύμφωνη γνώμη και με πλειοψηφία των δύο τρίτων της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς ή της Διακομματικής Επιτροπής.
Να σημειώσω, κύριε υπουργέ, ότι και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επισημαίνει ότι υφίσταται θέμα συνταγματικότητας, λόγω της ευρύτατης νομοθετικής εξουσιοδότησης που προβλέψατε.
Σας ζητώ λοιπόν να κάνετε κάποια βήματα για να λυθούν τα ζητήματα αυτά, προκειμένου να μπορέσουμε να υπερψηφίσουμε το νομοσχέδιο όχι μόνο επί της αρχής, αλλά και επί όλων των άρθρων. Και νομίζω ότι θα ήταν μια θετική εξέλιξη αυτή.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Η στάση μας απέναντι στο σημερινό νομοσχέδιο είναι ακριβώς η στάση που είχαμε απέναντι στους Απόδημους τα τεσσεράμισι χρόνια που ήμασταν στην διακυβέρνηση του τόπου.
Μία στάση σεβασμού και ειλικρίνειας, που και εκείνοι περιμένουν από την ελληνική πολιτεία και ταυτόχρονα από ένα σύγχρονο κράτος.
Είναι ακριβώς η ίδια στάση που δείξαμε και στο σύνολο της εξωτερικής πολιτικής μας, αναπτύσσοντας μία υπεύθυνη εξωτερική πολιτική που έφερε καρπούς σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική που, σε κρίσιμης εθνικής σημασίας θέματα, οφείλει να τηρεί μια δύναμη πατριωτικής ευθύνης, είτε βρίσκεται στη κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση.
Και είναι μια στάση που δυστυχώς, όπως αποδείξατε τα τρία προηγούμενα χρόνια, δεν μπορέσατε να ασκήσετε ως αντιπολίτευση.
Γιατί, ως κόμμα, ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση, πάσχετε από το σύνδρομο του πολιτικού Ιανού.
Από τη μία πλευρά, θέλετε να πηγαίνετε έξω στην Ευρώπη και να χαίρετε σεβασμού από τους ευρωπαίους ομολόγους σας, να μη σας αντιμετωπίζουν ως «Όρμπαν του νότου».
Από την άλλη πλευρά, όμως, κουβαλάτε τα βάρη του ίδιου σας του εαυτού, την ακροδεξιά λαϊκιστική ρητορική με την οποία κερδίσατε τις εκλογές:
-«Προδοσία η Συμφωνία των Πρεσπών!» μέσα.
«θα την τηρήσουμε και θα την τιμήσουμε», έξω.
-«Ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τους λαθρομετανάστες», μέσα.
Γεωπολιτικό και μη διαχειρίσιμο το πρόβλημα, έξω.
Δικαίωμα ψήφου σε όλους τους απόδημους, έξω.
Παιχνίδια για εκλογική πελατεία και εν τέλει αποκλεισμός της μεγάλης πλειοψηφίας των αποδήμων από το εκλέγεσθαι και το εκλέγειν, μέσα.
Εμείς είμαστε περήφανοι που δεν ακολουθήσαμε ούτε θα ακολουθήσουμε αυτή την πρακτική.
Γιατί η προοδευτική και δημοκρατική παράταξη ήταν είναι και θα είναι πάντοτε, δύναμη πατριωτικής ευθύνης.
Σας ευχαριστώ.