Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη Γαλλική Γερουσία σε ημερίδα για την Ευρωπαϊκή Διεύρυνση
Διακεκριμένοι γερουσιαστές, κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για αυτήν την πρόσκληση και την πολύ σημαντική πρωτοβουλία σας να συζητήσουμε για την ιστορία της Ευρωπαϊκής Διεύρυνσης στην Ανατολική Ευρώπη και τις προοπτικές της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια.
Γνωρίζω ότι υπάρχει και η σημαντική συζήτηση σχετικά με τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας και τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, αλλά πιστεύω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι αποτελεί θέμα για μια άλλη φορά.
Το ζήτημα της διεύρυνσης της ΕΕ είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα, καθώς αναγνωρίζουμε τον κρίσιμο ρόλο που είχε η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια για τη χώρα μας, για τη δημοκρατία, τη σταθερότητα και την ευημερία της.
Όχι μόνο για εμάς, αλλά και για άλλες νότιες χώρες που άφηναν πίσω το παρελθόν στρατιωτικών δικτατοριών, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Αλλά η Ελλάδα δεν είναι μόνο ένα από τα παλιότερα κράτη-μέλη στο Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι για πολλά χρόνια, η Ελλάδα ήταν και το κράτος-μέλος της Ένωσης που βρισκόταν στο ανατολικό της άκρο.
Ο Εμφύλιος στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του `40 ήταν μια από τις πρώτες εκφάνσεις του Ψυχρού Πολέμου που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Και μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν μια σοβαρή πρόκληση στο δικό μας κατώφλι.
Την ίδια στιγμή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι από την Αλβανία μετανάστευσαν στην Ελλάδα, καθώς το κράτος και η οικονομία κατέρρευσαν.
Για τους λόγους αυτούς η Ελλάδα ήταν πάντα ενεργός υποστηρικτής της ενίσχυσης των σχέσεων Ανατολής-Δύσης και στη συνέχεια υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Η πρώτη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με μια χώρα ανατολικού μπλοκ, την Ουγγαρία, υπογράφηκε κατά την ελληνική Προεδρία το 1988, δίνοντας ένα σαφές μήνυμα για τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε η ΕΕ τα επόμενα χρόνια.
Επίσης, στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του `90, έλαβαν χώρα ουσιαστικές συνομιλίες για ειρήνη στη Βοσνία.
Το 2003, με πρωτοβουλία της Ελληνικής Προεδρίας υπεγράφη η Ατζέντα της Θεσσαλονίκης, σηματοδοτώντας την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για όλες τις Βαλκανικές χώρες.
Και το 2018, η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας για την επίλυση του ονοματολογικού μετά από 27 χρόνια, έδωσε νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια στασιμότητας.
Φυσικά, είναι εύκολο να πούμε σήμερα ότι η συνέχιση της διαδικασίας διεύρυνσης είναι ένας περισπασμός από την αντιμετώπιση των πολλών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε.
Είναι σαφές ότι η Ευρώπη που προσδοκούσαμε τη δεκαετία του `90, δεν προχωράει.
Είμαστε αντιμέτωποι με την πρόκληση της «αποδυνάμωσης της Δύσης» και του οικονομικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού από ισχυρές δυνάμεις της Ανατολής.
Είμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες των οικονομικών και των προσφυγικών κρίσεων που δίχασαν την ήπειρό μας μεταξύ Βορρά και Νότου, καθώς και μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Είμαστε αντιμέτωποι με το Brexit, με την άνοδο των αντι-ευρωπαϊκών και εθνικιστικών κινημάτων, καθώς και με τις αυξανόμενες πολιτικές εθνικής περιχαράκωσης κρατών-μελών.
Εν ολίγοις, όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Πρόεδρος Μακρόν πριν λίγες μέρες στο Μόναχο, οδεύουμε στο να γίνουμε μια ήπειρος που δεν πιστεύει στο μέλλον της.
Αλλά δεν μπορούμε να πιστέψουμε στο μέλλον μας εάν δεν αναγνωρίσουμε το παρελθόν μας.
Ο κόσμος που αφήσαμε πίσω, μόλις πριν από 45, 30 ή ακόμα και πριν από 20 χρόνια, ήταν ένας κόσμος με πολέμους και εθνοκαθάρσεις εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Όπου σε ευρωπαϊκές χώρες η εξουσία ήταν στα χέρια δικτατοριών, όπως προανέφερα.
Ήταν ένας κόσμος όπου οι πολιτικές θεραπείας-σοκ του ΔΝΤ στην οικονομία κρατούσαν, ή μάλιστα οδηγούσαν, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην Ανατολική Ευρώπη σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Ήταν επίσης ένας κόσμος με μεγάλη αύξηση της μετανάστευσης εντός της ίδιας της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το οραματικό εγχείρημα μετασχηματισμού που έδωσε προοπτική στα κράτη-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων για να αφήσουν πίσω τους όχι μόνον τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά και τις τεράστιες οικονομικές προκλήσεις και την αστάθεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου της δεκαετίας του `90 και των αρχών του 2000.
Και η ισχύς αυτού του Ευρωπαϊκού Εγχειρήματος έγκειται ακριβώς στο μετασχηματιστικό του χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια, εάν θέλουμε ποτέ να εμπνεύσουμε ένα νέο ευρωπαϊκό όραμα, είναι λάθος μας να θεωρήσουμε την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματός μας και την επέκταση των κρατών-μελών μας, ως ένα “παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος”.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα δυναμικό εγχείρημα κατά τις δεκαετίες του `80, του `90 και τις αρχές του 2000, διότι ήταν ένα αξιόπιστο, μετασχηματιστικό εγχείρημα σε γεωπολιτικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο ταυτοχρόνως.
Όχι επειδή προώθησε την ολοκλήρωση σε βάρος της διεύρυνσης ή τη διεύρυνση σε βάρος της ολοκλήρωσης.
Η Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το 2003, συμβάδιζε με την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης, που υπογράφηκε το ίδιο έτος, και μαζί με τη διεύρυνση του 2004.
Πιο συγκεκριμένα, το νέο όραμα που χρειαζόμαστε σήμερα για την ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εάν αφήσουμε πίσω τη διαδικασία και τα εργαλεία της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια.
Πρώτον, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να είναι ένας ισχυρός γεωπολιτικός παράγοντας σε διεθνές επίπεδο, παρά μόνον εάν είναι ένας αξιόπιστος παράγοντας στη δική της γειτονιά.
Πώς μπορούμε να στηρίξουμε την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν ή στο Μάλι ή ακόμα και στην Ουκρανία, εάν δεν μπορούμε καν να εκπληρώσουμε τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει για στήριξη των ευρωπαϊκών προς ένταξη χωρών;
Πώς μπορεί η ΕΕ να στηρίξει με αξιόπιστο τρόπο την προοπτική επίλυσης διεθνών διαφορών, όταν δεν μπορεί να υποστηρίξει μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία συνέβαλε στην επίλυση ενός χρόνιου ευρωπαϊκού ζητήματος;
Αντιθέτως, δείχνοντας στη διεθνή κοινότητα ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων σημαίνει επίσης τη διασφάλιση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας για την περιοχή, θα δώσει ένα σαφές παγκόσμιο μήνυμα για την επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, 20 χρόνια μετά τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία.
Δεύτερον, η ακύρωση ή ακόμα και η αναβολή της διεύρυνσης θα έχει σοβαρές συνέπειες στη σταθερότητα της περιοχής, τις οποίες επίσης θα πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΕ.
Το 2014, όταν ο Πρόεδρος Γιουνκέρ ανακοίνωσε το “πάγωμα“ της διαδικασίας διεύρυνσης, η περιοχή εισήλθε σε κατάσταση παρατεταμένης αστάθειας.
Η μια κρίση ακολούθησε την άλλη, στην Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο.
Τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος και του λαθρεμπορίου ενισχύθηκαν.
Η επιρροή τρίτων, όπως η Ρωσία, η Τουρκία και οι χώρες του Κόλπου, αυξανόταν συχνά εις βάρος της επιρροής της ΕΕ.
Ο ρυθμός της μετανάστευσης από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων προς άλλες χώρες της Ευρώπης αυξήθηκε.
Πέρυσι, κάθε 2 λεπτά ένας πολίτης από τα Δυτικά Βαλκάνια μετανάστευε νόμιμα στην ΕΕ.
Όταν η Συμφωνία των Πρεσπών επετεύχθη το 2018, η προοπτική της διεύρυνσης για τη Βόρεια Μακεδονία “ξεκλείδωσε”, δίνοντας παράλληλα ώθηση και στην αλβανική ευρωπαϊκή προοπτική.
Και αυτό συνέβαλε σε μια νέα δυναμική για την ανάπτυξη του διαλόγου μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας.
Εάν χάσουμε ξανά αυτήν την δυναμική, θα είναι πολύ δύσκολο να την ανακτήσουμε.
Η περιοχή θα επανέλθει στην πορεία που είχε πάρει μεταξύ του 2014 και του 2017 και η ΕΕ θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις στους τομείς πολιτικής, μετανάστευσης και ασφάλειας που θα ανακύψουν.
Τρίτον, κάθε νέο ευρωπαϊκό όραμα πρέπει να βασίζεται σε μια ειλικρινή αξιολόγηση των μηχανισμών και των θεσμών που απαιτούνται για τον εκσυγχρονισμό της διαδικασίας διεύρυνσης, καθώς και για την προώθηση της πολιτικής συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από αυτήν την άποψη, είναι θετικό το γεγονός ότι συζητείται μια νέα μεθοδολογία προκειμένου να ευθυγραμμιστεί και να βελτιωθεί η διαδικασία ένταξης.
Ωστόσο, πρέπει να είμαστε σαφείς ότι δεν υπάρχουν μηχανισμοί που να μπορούν να αντικαταστήσουν την προοπτική της ένταξης για τους λαούς των Δυτικών Βαλκανίων.
Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας αποτελεί ισχυρό εργαλείο για μεταρρυθμίσεις και χρηματοδοτική ενίσχυση.
Επίσης, η Διαδικασία του Βερολίνου αποτελεί ένα καλό παράδειγμα πρωτοβουλίας που μπορεί να συμπληρώσει την προοπτική της διεύρυνσης, υποστηρίζοντας περισσότερες ευρωπαϊκές επενδύσεις στην περιοχή, προγράμματα για την Κοινωνία των Πολιτών και έργα με διασυνοριακό χαρακτήρα.
Εντούτοις, τα εργαλεία διεύρυνσης είναι τα μόνα που μπορούν πραγματικά να κάνουν ριζική διαφορά στη διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας, πετυχημένων μεταρρυθμίσεων και βιώσιμης οικονομικής προόδου.
Αυτό είναι ξεκάθαρο στις περιπτώσεις της Σερβίας, καθώς και του Μαυροβουνίου, των οποίων οι προοπτικές ένταξης πρέπει να διατηρηθούν και να προωθηθούν, εξίσου, για το καλό της περιοχής.
Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι έχουμε ένα σημαντικό ζήτημα όσον αφορά τη συνοχή και την αλληλεγγύη για την αντιμετώπιση των κοινών μας προκλήσεων και την ενίσχυση της Ευρώπης.
Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στο θέμα του προσφυγικού και το είδαμε και όταν συζητούσαμε για την ηγεσία της ΕΕ πριν από μερικούς μήνες.
Αλλά το πρόβλημα εδώ δεν είναι η διεύρυνση.
Ο στόχος πρέπει να είναι να τολμήσουμε δύσκολους συμβιβασμούς, να καταπολεμήσουμε τον εθνικισμό, να ενισχύσουμε τις κοινές μας ευρωπαϊκές αξίες και τον ρόλο της Ευρώπης στην προώθηση της απασχόλησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ανοικοδομήσουμε μια αίσθηση αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών.
Τέταρτον, σε μια κρίσιμη περίοδο όπως αυτή, όταν τα δημοκρατικά ιδεώδη, οι ευρωπαϊκές αξίες και το Διεθνές Δίκαιο αμφισβητούνται τόσο, η Ευρώπη πρέπει να δώσει το μήνυμα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ότι υπάρχουν κίνητρα και αναγνώριση για τους ηγέτες και τους λαούς που στηρίζουν τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Αυτή είναι η ουσία της έννοιας της αιρεσιμότητας.
Όμως, η αιρεσιμότητα πρέπει να είναι αλληλένδετη με θετικά παραδείγματα στην περιοχή.
Ο Ζόραν Ζάεφ, ως Πρωθυπουργός, ήταν αρκετά γενναίος ώστε να βρει έναν συμβιβασμό μαζί μου για το ονοματολογικό και έκανε το ίδιο με τη Βουλγαρία, παρότι γνώριζε το βαρύ πολιτικό κόστος.
Ο λόγος για τον οποίο εμείς και οι Υπουργοί Εξωτερικών μας, Νίκος Κοτζιάς και Νίκολα Ντιμιτρόφ, καταφέραμε να φτάσουμε σε αυτή τη Συμφωνία ήταν επειδή τη στηρίξαμε σε αμοιβαίο σεβασμό και αμοιβαία αποδεκτές λύσεις.
Εμείς, δεν μεταθέσαμε τα προβλήματα στο απώτερο μέλλον –“δεν ρίξαμε το μπαλάκι στον επόμενο”.
Εμείς, δεν προσπαθήσαμε να ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλο ή να παίξουμε πολιτικά κόλπα.
Εμείς, δεν παίξαμε το εύκολο χαρτί του εθνικιστικού λαϊκισμού που άλλες πολιτικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν στις χώρες μας.
Εμείς, σεβαστήκαμε το Διεθνές Δίκαιο.
Εάν επιβραβευθεί ο Ζόραν Ζάεφ και ο λαός της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, θα είναι ένα μήνυμα για όλους τους άλλους ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής.
Θα είναι ένα μήνυμα προς την ηγεσία της Αλβανίας να κάνει ακόμη περισσότερα βήματα -ειδικά σε θέματα Κράτους Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας- έτσι ώστε η χώρα να μπορέσει να πάρει πράσινο φως, ευελπιστούμε, μαζί με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.
Θα είναι ένα μήνυμα στους ηγέτες του Βελιγραδίου και της Πρίστινα για την επίλυση του ζητήματος του Κοσσυφοπεδίου.
Θα είναι ένα μήνυμα προς την ηγεσία της Βοσνίας για σταθερότητα.
Από την άλλη πλευρά, εάν η διαδικασία προσχώρησης παραμείνει “παγωμένη”, το μήνυμα θα είναι σαφές: η Ευρώπη δεν ανταμείβει τους ηγέτες που είναι μεταρρυθμιστές ή επιτυγχάνουν συμβιβασμούς.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι η συνοχή της ΕΕ είναι ευάλωτη και επίσης είναι ξεκάθαρο ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει μια πρόκληση υπαρξιακή.
Είναι επίσης σαφές ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κατάσταση με τους υφιστάμενους μηχανισμούς και τα παραδοσιακά μέσα -πρέπει είτε να τα βελτιώσουμε είτε να βρούμε νέα.
Αλλά στην επανεξέταση των μηχανισμών μας είναι σημαντικό να μην πετάξουμε και τα καλά στοιχεία μαζί με τα άσχημα -δεν σημαίνει ότι πρέπει «μαζί με τα ξερά να καούν και τα χλωρά».
Ιδιαίτερα διότι η διεύρυνση ήταν και αποτελεί ουσιαστικό μέρος όλων αυτών που αντιπροσωπεύει η Ευρώπη.
Σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια είτε μπορούμε να πάρουμε το εύκολο μονοπάτι και να υψώσουμε τείχη και να ενισχύσουμε αποκλεισμούς, είτε μπορούμε να κάνουμε γενναία βήματα μπροστά, επιλύοντας τις διαφορές μας.
Εάν επιλέξουμε την πρώτη και διατηρήσουμε τη διαδικασία διεύρυνσης παγωμένη, παγώνουμε τη δυνατότητα της ίδιας της Ευρώπης, ως στρατηγική, δύναμη μετασχηματισμού, παγκόσμιας και περιφερειακής εμβέλειας.
Ωστόσο, η Βόρεια Μακεδονία και η Ελλάδα, μαζί, απέδειξαν στον κόσμο για ακόμα μια φορά ότι εδώ στην Ευρώπη ΕΧΟΥΜΕ την ικανότητα να κάνουμε τη δεύτερη επιλογή.
Και αυτή είναι η μόνη δυνατή πορεία προς ένα νέο όραμα για μια ισχυρότερη Ευρώπη. Και στην οικοδόμηση αυτού του οράματος, πιστεύω ακράδαντα.
Σας ευχαριστώ.