Αλέξης Τσίπρας: Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει στρατηγική πυξίδα στη βάση μιας διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής που θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις
Αλέξης Τσίπρας: Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει στρατηγική πυξίδα στη βάση μιας διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής που θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις

Την επιτακτική ανάγκη να αποκτήσει η χώρα μια συγκροτημένη στρατηγική για την νέα εποχή, στη βάση μιας «διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής που δεν περιμένει απαντήσεις από την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο ή άλλες πρωτεύουσες, αλλά από τις δικές της δυνάμεις και στη βάση του δικού της εθνικού, αλλά και ευρωπαϊκού οράματος», επεσήμανε ο Αλέξης Τσίπρας κατά την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε στο πλαίσιο των «Βραβείων Ειρήνης και Συνεργασίας των Βαλκανικών λαών», τα οποία απονέμονται σε φοιτητές για την καλύτερη διπλωματική εργασία και καθιερώθηκαν μετά την απόφασή του να διαθέσει για το σκοπό αυτό τα ποσά που έλαβε από Ευρωπαϊκούς φορείς όταν βραβεύθηκε για την Συμφωνία των Πρεσπών τον Ιανουάριο του 2019.

Ο Αλέξης Τσίπρας σκιαγραφώντας τη νέα, δύσκολη  εποχή στην οποία μπαίνουμε τόνισε ότι είναι πολύ διαφορετική ακόμα και από την εποχή κατά την οποία συνάφθηκε η Συμφωνία των Πρεσπών, πριν 7 χρόνια, αλλά το ζητούμενο παραμένει το ίδιο:

«Θεωρώ, όμως, ότι αυτό καθιστά ακόμα πιο σημαντικό να πορευτούμε με τις αξίες μας και όχι να τις αποχωριστούμε. Απέναντι στον εθνικισμό και την μισαλλοδοξία που θεριεύουν, να πορευτούμε με τις αξίες της ειρήνης, της συνεργασίας και της προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων. Αυτές που μας είχαν καθοδηγήσει και τότε».

Αναφερόμενος στη ραγδαία επιδείνωση του διεθνούς πλαισίου και στη μετατόπιση από το διεθνές δίκαιο στο δίκαιο του ισχυρού, σημείωσε ότι  «η Ελλάδα και γενικότερα ο ελληνισμός, δεν έχει την πολυτέλεια της αναβλητικότητας. Την πολυτέλεια να κληροδοτούμε στην επόμενη γενιά που βρίσκεται σήμερα σε αυτήν την αίθουσα, ολοένα και περισσότερα προβλήματα που θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιλύσουμε στο μέλλον».

«Δεν υπάρχει στρατηγική για το μέλλον στα ελληνοτουρκικά»

Ο πρώην πρωθυπουργός επεσήμανε όσον αφορά στα ελληνοτουρκικά ότι «τα ήρεμα νερά είναι καλά, αλλά δεν αρκούν, γιατί δεν διαρκούν για πάντα» και πρότεινε την αξιοποίηση με έξυπνο τρόπο των συμμαχιών μας και της θέσης μας στην ΕΕ.

«Γιατί αν δεν αποκτήσουμε μια στρατηγική δέσμευσης και πίεσης της Τουρκίας σε ένα ελληνοτουρκικό και ευρωτουρκικό πλαίσιο διαλόγου με ορίζοντα τη Χάγη – αν συνεχίσουμε έτσι χωρίς πυξίδα στα ελληνοτουρκικά – η γειτονική μας χώρα θα αξιοποιήσει την ύφεση στις σχέσεις μαζί μας προς όφελός της. Και θα επανέλθει στην ένταση, αφού θα έχει εξασφαλίσει τους εξοπλισμούς και τις συμμαχίες που θέλει».

Όσον αφορά στους εξοπλισμούς, ο Αλέξης Τσίπρας έφερε ως παράδειγμα τις επιθέσεις που δέχθηκε όταν έκανε κριτική στην Ελληνογαλλική συμφωνία χαρακτηρίζοντάς την  ελλιπή. «Δείτε τι έγινε προχθές με τους Γαλλικούς πυραύλους. Όταν όμως ασκούσα κριτική ότι η Ελληνογαλλική συμφωνία είναι ελλιπής, η απάντηση ήταν ότι αποτελώ “εθνική εξαίρεση”.  Μακάρι να προστατεύονταν η χώρα και να αποτελούσα εξαίρεση. Αλλά δυστυχώς η κριτική μου επιβεβαιώθηκε», σημείωσε.

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε ότι δεν υπάρχει στρατηγική για το μέλλον στα ελληνοτουρκικά εστιάζοντας σε δύο σημεία: «Είδαμε την αποτυχία της προσπάθειας για προσφυγή στην Χάγη για οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας. Μια προσπάθεια που προωθήθηκε χωρίς σχέδιο και στρατηγική. Όπως δυστυχώς βλέπουμε και τη μεγάλη δυσκολία για επανεκκίνηση των συνομιλιών για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, από το σημείο που διεκόπησαν στο Κρανς Μοντανά. Ελπίζω η πενταμερής του Μαρτίου να ανοίξει μια προοπτική στη βάση του πλαισίου Γκουτέρρες που εξασφαλίσαμε και απέναντι στη διχοτομική λογική της Τουρκίας».

Ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε και πάλι επί τάπητος την πρόταση που έχει καταθέσει από το 2021, και αφορά τη συζήτηση για μια αναθεωρημένη Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, που ανοίγει και πάλι. Όπως είπε «είναι λάθος είτε να μας βάζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπροστά για να υπονομεύσουμε μια τέτοια συμφωνία, είτε να την αποδεχτούμε χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Αλλά να πάρουμε τη πρωτοβουλία να δηλώσουμε ότι όποτε ολοκληρωθεί η σχετική διαπραγμάτευση, θα δεχθούμε να τεθεί σε εφαρμογή η νέα Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, μόνο παράλληλα με την κατάθεση συνυποσχετικού στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Και βέβαια σε διασύνδεση με το Κυπριακό».

Δεν αξιοποιήθηκαν από την κυβέρνηση οι δυνατότητες της Συμφωνίας των Πρεσπών

Αναφερόμενος στη Συμφωνία των Πρεσπών και στους χειρισμούς που επέλεξε η κυβέρνηση Μητσοτάκη επεσήμανε ότι σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα χρόνια, ήδη, από τη δεκαετία του ΄80, που η προτεραιότητα της χώρας ήταν η ενεργή και διεκδικητική παρουσία, δεν συνεχίστηκε αυτή η στρατηγική.

Ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι αν  δεν υπήρχε σήμερα Συμφωνία των Πρεσπών, «αντί να πιέζεται σήμερα η Βόρεια Μακεδονία να εφαρμόσει τη Συμφωνία, οι πιέσεις θα ασκούνταν επάνω μας, για να μπουν εσπευσμένα οι γείτονές μας στο ΝΑΤΟ, με το όνομα Μακεδονία και να αρχίσει όπως, όπως η ενταξιακή τους πορεία».

Και συνέχισε την αυστηρή κριτική προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη λέγοντας: «Δυστυχώς όμως, δεν είδαμε να αξιοποιούνται οι δυνατότητες της Συμφωνίας των Πρεσπών. Μετά από την περίοδο της σκληρής πατριδοκαπηλίας, που όλοι καταλάβαμε ότι είχε μόνο ψηφοθηρικό κίνητρο. Δυστυχώς στο ζήτημα αυτό, δεν υπήρξε στρατηγική σκέψη για το μέλλον ούτε ιεράρχηση του εθνικού έναντι του κομματικού συμφέροντος. Αντί να συζητάμε για την κύρωση τριών μνημονίων, έπρεπε να είχαμε δεκάδες συμφωνίες και πολλά Ανώτατα Συμβούλια Συνεργασίας που θα είχαν επιτρέψει να είχαμε άλλο ρόλο και άλλους μοχλούς επιρροής στη χώρα, ειδικά σήμερα, απέναντι σε μια Κυβέρνηση που παραβιάζει τη Συμφωνία».

Οι προτάσεις για μια νέα στρατηγική και έναν νέο ρόλο για την Ελλάδα

Περιγράφοντας ο Αλέξης Τσίπρας τον νέο ρόλο που πρέπει και μπορεί να έχει η χώρα απέναντι στο νέο τοπίο που δημιουργείται επεσήμανε ότι πρωταρχικό είναι «να είμαστε στην πρώτη γραμμή απέναντι στην λογική αμφισβήτησης συνόρων και παρεμβάσεων στα εσωτερικά τρίτων χωρών που προωθεί ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος. Να δοθεί το μήνυμα ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στην βάση του αμοιβαίου σεβασμού και του αμοιβαίου οφέλους. Δεν θα είμαστε ούτε δεδομένοι ούτε πρόθυμοι σύμμαχοι εις βάρος των συμφερόντων μας και της ειρήνης στην περιοχή».

Το δεύτερο σημείο είναι ότι θα πρέπει να ενισχυθεί ο περιφερειακός ρόλος της χώρας  στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. «Η Ελλάδα οφείλει να αποτελέσει τον πιο ισχυρό ευρωπαϊκό πυλώνα ειρήνης και συνεργασίας στην περιοχή με συγκεκριμένα έργα και πρωτοβουλίες. Και να αξιοποιήσει στο έπακρον τη θέση που θα έχει για δύο χρόνια ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας για να αναβαθμίσει την διεθνή και περιφερειακή της θέση».

Παράλληλα, πρότεινε, σε συνεργασία με την Κύπρο, να αξιοποιήσει τα σχήματα συνεργασίας που έχουν αναπτυχθεί τόσα χρόνια και να οργανώσει διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Παλαιστίνη, την προστασία των μειονοτήτων στην Μέση Ανατολή ή την κλιματική κρίση στη Μεσόγειο.

 Το δίλημμα για την Ευρώπη δεν είναι υποκρισία ή κυνισμός

Ο πρώην πρωθυπουργός εξαπέλυσε αυστηρή κριτική στις ευρωπαϊκές ηγεσίες σημειώνοντας ότι «στηρίζουν μεν πολέμους, αλλά δεν θέλουν πρόσφυγες. Θέλουν μεν ξένους εργάτες, αλλά δεν θέλουν αυτοί να έχουν δικαιώματα. Θέλουν την πράσινη ατζέντα, αλλά με τα βάρη να πέφτουν όλα στους πολίτες».

Παράλληλα επεσήμανε ότι δεν πρέπει να εκπλήσσονται για το πού βρισκόμαστε σήμερα όπου κυριαρχεί η νέα παγκόσμια δυστοπία, της εφαρμογής του δίκιου του ισχυρού έναντι του διεθνούς δικαίου, αναφέροντας ότι «η Ευρώπη στην οποία τα τελευταία χρόνια είδαν τα πλούτη τους να αυγατίζουν δεκάδες πολυεκατομυριούχοι από το εμπόριο με τη Ρωσία μέσα στον πόλεμο, από την πανδημία, ή από την ενεργειακή κρίση, ας μην εκπλήσσεται τόσο πολύ με τις ανισότητες στις ΗΠΑ. Ούτε από τον ρόλο που αποκτούν εκεί οι δισεκατομμυριούχοι. Ούτε και με την αμφισβήτηση της πράσινης ατζέντας. Ίσως ένα τέτοιο μέλλον μπορεί δυστυχώς να μην είναι μακριά ούτε για εμάς».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε ότι όσο λάθος είναι να κλείνουμε τα μάτια μας στην υποκρισία της Ευρώπης τα 30 χρόνια που πέρασαν, άλλο τόσο είναι λάθος να αποδεχόμαστε το ψευδοδίλλημα στο οποίο μας βάζει όλο και περισσότερο ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος, «ότι δηλαδή πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην υποκρισία του χθες και τον κυνισμό που μας προτείνει για το μέλλον».

Η απάντηση της Ευρώπης πρέπει να είναι ξεκάθαρη, τόνισε, δηλαδή, ότι «επιστρέφουμε στις αρχές μας, μαθαίνοντας από τα λάθη των τελευταίων 30 χρόνων. Δεν αρκεί η ΕΕ να μιλάει για στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ και αναβάθμιση της αμυντικής της βιομηχανίας, αν δεν είναι σαφές ποιος είναι ο διεθνής ρόλος που διεκδικεί. Πρέπει να σταματήσει να αφήνει την πρωτοβουλία των κινήσεων αποκλειστικά στις ΗΠΑ και να αποκτήσει ενεργό ρόλο στην επίλυση του Ουκρανικού και του Μεσανατολικού».

Τα αυταρχικά καθεστώτα πολλαπλασιάζονται και γίνονται πιο ισχυρά

Ο πρώην πρωθυπουργός έκανε λόγο για ραγδαία κατάρρευση ολόκληρου του διεθνούς πλαισίου όπως το γνωρίσαμε από το 1945 και ειδικά από το 1990 και μετά, επισημαίνοντας ότι «ξαναθέτουμε με έμφαση τα θέματα της ειρήνης, της ειρηνικής επίλυσης διαφορών και για διεθνούς συνεργασίας, σε μια εποχή που όλες αυτές οι έννοιες δεν είναι καθόλου αυτονόητες αλλά αμφισβητούνται έμπρακτα».

Παράλληλα περιέγραψε τη δυστοπική εικόνα του πλανήτη σήμερα όπου στον πολυπολικό κόσμο που ζούμε κυριαρχούν οι πολλαπλές κρίσεις και οι τεράστιες ανισότητες «όπου τα αυταρχικά καθεστώτα πολλαπλασιάζονται και γίνονται πιο ισχυρά».

Σχολιάζοντας τη στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε ότι στόχος του δεν είναι η ενίσχυση του διεθνούς δικαίου αλλά η κυριαρχία του δικαίου του ισχυρού.

«Είναι διατεθειμένος ακόμη και να παραβιάσει τα σύνορα άλλων χωρών, ακόμη και να εμπλακεί στα εσωτερικά τους και στις εκλογές τους, υπονομεύοντας εκλεγμένες κυβερνήσεις και στηρίζοντας ακροδεξιά κόμματα. Και όλα αυτά έχοντας στο πλευρό του, επισήμως, τα ισχυρότερα επιχειρηματικά συμφέροντα δισεκατομμυριούχων, που ελέγχουν τα δίκτυα της ενημέρωσης και αποφασίζουν όλο και λιγότερους ελέγχους για την αντιμετώπιση των fake news στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή είναι η εικόνα του πλανήτη σήμερα», κατέληξε.

Σε ποιους απονεμήθηκαν τα «Βραβεία Ειρήνης και Συνεργασίας των Βαλκανικών Λαών»

Τα βραβεία Ειρήνης απονεμήθηκαν σε τρεις φοιτητές και συγκεκριμένα στους:

1] Θανάση Σκούφια (τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, ΠΑΜΑΚ) για την διπλωματική του  εργασία με θέμα: «Η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο και ο τοπικός τύπος. Η περίπτωση της Βέροιας».

2] Στεφανία Κόστα (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορία, Πάντειο Πανεπιστήμιο), για τη διπλωματική της εργασία: «Οι ρωγμές των εθνικών ταυτοτήτων: η διαμόρφωση της ελληνοαλβανικότητας στην Ελλάδα σήμερα».

3] Ελένη Μπιτσιάδου (Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ), για τη διπλωματική της εργασία : «Εξευρωπαϊσμός της Ανώτατης εκπαίδευσης μέσω της κινητικότητας των φοιτητών στα πλαίσια του στα πλαίσια τοΥ προγράμματος Erasmus. Η περίπτωση του ΑΠΘ».

Τα πανεπιστημιακά τμήματα που με δικές τους διαδικασίες αποφασίζουν να απονέμουν το Βραβείο σε φοιτήτριες και φοιτητές τους είναι:

1] Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών

2] Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης

3] Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

4] Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών

5] Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

6] Πάντειον Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας

Αναλυτικά η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα

«Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για την διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης.

Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που το βραβείο που καθιερώσαμε πριν τρία χρόνια σε έξι Τμήματα Πολιτικών Επιστημών, βρήκε τέτοια ανταπόκριση ανάμεσα στις φοιτήτριες και φοιτητές.

Και έχει μεγάλη σημασία, ειδικά σήμερα, να μπορούμε να απονέμουμε ένα Βραβείο Ειρήνης και Συνεργασίας των Βαλκανικών Λαών σε νέους, ταλαντούχους, δημιουργικούς ανθρώπους.

Έχει σημασία, πρώτα απ’ όλα, διότι βασίζεται οικονομικά στα Βραβεία Ειρήνης για την επίτευξη της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Συνδέεται δηλαδή με μια Συμφωνία που απέδειξε ότι η ειρηνική επίλυση μιας μακροχρόνιας διαφοράς μεταξύ δύο χωρών, σε αμοιβαία αποδεκτή βάση, ΕΙΝΑΙ εφικτή όταν υπάρχει η πολιτική βούληση.

Και ότι ΕΙΝΑΙ εφικτό οι χώρες της περιοχής μας να ζήσουν στη βάση της ειρήνης και της συνεργασίας αντί του εθνικισμού και των συγκρούσεων.

Η σημερινή μας εκδήλωση έχει όμως ιδιαίτερη αξία και γιατί δίνει το μήνυμα ότι η γενιά, αυτή, των νέων από τα Βαλκάνια, θέλει να δημιουργήσει, θέλει να προοδεύσει. Και ότι έχει πολλά να προσφέρει εδώ, στην πολύπαθη περιοχή μας.

Απέναντι σε όσους θέλουν να μας πείσουν ότι η νέα γενιά είναι πολύ φοβισμένη ή πολύ απογοητευμένη από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, για να μπορέσει να σταθεί όρθια… ότι η γενιά αυτή αναζητά μόνο το βόλεμα, τα μιντιακά πρότυπα ή το lifestyle.

Aπέναντι σε όσους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το μέλλον μιας δήθεν παθητικής γενιάς ή μιας γενιάς του brain drain, στέκονται σήμερα αυτά τα παιδιά με τη σκληρή δουλειά τους, τις επιστημονικά τεκμηριωμένες εργασίες τους και μας μιλάνε για την ειρήνη, για τη συνεργασία και για ένα καλύτερο αύριο στην περιοχή μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εργασίες που κατέθεσαν οι φοιτητές που θα βραβευθούν σήμερα, μιλούν και για θέματα που αν και εξαιρετικής σημασίας, σπάνια ακούγονται στον δημόσιο διάλογο.

Η εργασία του Θανάση Σκούφια από το Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημιού Μακεδονίας αναφέρεται στην κρίση στο  Κόσσοβο και την αντανάκλαση της στον τοπικό τύπο.

Αναδεικνύει τον τρόπο και τις διαδρομές μέσω των οποίων διεθνείς συγκρούσεις αναπαρίστανται στα Μέσα Ενημέρωσης της Περιφέρειας.

Τέλος, η εργασία της Ελένης Μπιτσιάδου από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκής εστιάζει στην θετική επίδραση που έχει στα ελληνικά πανεπιστήμια η κινητικότητα των φοιτητών από άλλες χώρες στα πλαίσια των προγραμμάτων Erasmus.

Ξέρουμε άλλωστε όλοι πόσο η επαφή μεταξύ των νέων ανθρώπων από διάφορες βαλκανικές χώρες μέσω αυτών των προγραμμάτων συμβάλει αθόρυβα αλλά σημαντικά στην κατάρριψη των μύθων και των στερεοτύπων και βοηθάει στην αλληλοκατανόηση και τη συνεργασία.

Η εργασία της Στεφανίας Κόστα από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου με τιτλο «Οι ρωγμές των εθνικών ταυτοτήτων: η διαμόρφωση της ελληνοαλβανικότητας στην Ελλάδα, σήμερα» αναδεικνύει ότι δύο εθνικές ταυτότητες, η ελληνική και αλβανική μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά στη δεύτερη γενιά των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα και όχι ανταγωνιστικά, γεφυρώνοντας διαφορές του παρελθόντος των δύο χωρών.

Δυστυχώς, φίλες και φίλοι, αντί ζητήματα όπως αυτά – που αφορούν την περιοχή μας, την ειρήνη και το μέλλον μας – να είναι στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου, τα κρύβουμε συνήθως κάτω από το χαλί.

Και η ενημέρωσή μας από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ως επί το πλείστον δυστυχώς αναλώνεται σε συζητήσεις για μικροπολιτικές έριδες, για γάμους και ζειμπέκικα.

Σε εύπεπτα θέματα προκειμένου ακριβώς να αποφύγουμε τα σημαντικά. Εκείνα δηλαδή που θα καθορίσουν το αύριο που θα ζήσουμε και θα ζήσετε.

Τα βραβεία που σήμερα απονέμουμε αφορούν σε τέτοιου είδους θέματα. Σημαντικά και κρίσιμα.

Και η σημερινή βράβευση, ακριβώς επειδή λαμβάνει χώρα εδώ στη Θεσσαλονίκη και στο πανεπιστήμιο Μακεδονία, στέλνει και ένα επιπλέον μήνυμα για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα και ειδικά η Θεσσαλονίκη ως εκπαιδευτικός, πολιτιστικός, και αναπτυξιακός κόμβος των Βαλκανίων.

Με δυναμικά πανεπιστήμια όπως είναι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Και βέβαια με το ανθρώπινο δυναμικό της, τους οικονομικούς της φορείς, τη γεωπολιτική της θέση, η Θεσσαλονίκη μπορεί να είναι μια μεγάλη πρωτεύουσα Πόλη για τη περιοχή των Βαλκανίων, γεγονός που θα δώσει και στη χώρα μας την ακτινοβολία για να αποτελέσει ξανά τον πιο κρίσιμο ευρωπαϊκό πυλώνα ειρήνης και συνανάπτυξης στην περιοχή.

Επιτρέψτε μου όμως σε αυτό το σημείο μια παρατήρηση σε σχέση με τα πανεπιστήμια.

Πριν λίγες ημέρες οργανώσαμε μια ημερίδα στην Αθήνα που είχε ως αντικείμενο μελέτης μεταξύ άλλων την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας στους θεσμούς της. Η εικόνα γενικά ήταν απογοητευτική σε ότι αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών σε κρίσιμους θεσμούς της δημοκρατίας, όπως η δικαιοσύνη, η κυβέρνηση, τα κόμματα, το κοινοβούλιο.

Η μόνη θετική έκπληξη ήταν ο υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνία στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Παρά την απαξίωση και την επίθεση που δέχονται τα Πανεπιστήμια μας από κύκλους που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την ουσιαστική συμβολή τους στην παραγωγή νέας γνώσης, είναι  νομίζω ιδιαίτερα ελπιδοφόρο πως αντέχουν, πως οι διδάσκοντες και οι φοιτητές μας αντιστέκονται και διαψεύδουν τις Κασσάνδρες.

Και ας μη ξεχνάμε ότι αντέχουν μέσα σε μια νέα ιδιόμορφη και πρωτόγνωρη συνθήκη.

Όπου έχει αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της δημόσιας σφαίρας, ο χώρος όπου ζυμώνονται οι νέες ιδέες, συγκρούονται οι διαφορές απόψεις και κατασκευάζονται  συγκλίσεις.

Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, υπάρχει ολοένα και λιγότερος χώρος για συλλογικότητα.

Ο δημόσιος χώρος καταλαμβάνεται σιγά σιγά από τα κοινωνικά δίκτυα και ο ατομισμός γίνεται η κυρίαρχη αξία.

Διαμορφώνοντας μια πραγματικότητα με ελάχιστο δημοκρατικό έλεγχο, την οποία καλούμαστε πρώτα από όλα να κατανοήσουμε και να αξιοποιήσουμε τις μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει.  Γιατί αν δε μπορέσουμε να την κατανοήσουμε δε θα μπορέσουμε και να την αλλάξουμε.

Ας δούμε όμως ποια ακριβώς είναι αυτή η νέα διεθνής πραγματικότητα που μας περιβάλλει και που το τελευταίο διάστημα αλλάζει με πολύ μεγάλη ταχύτητα.

Ζούμε στην εποχή της ραγδαίας κατάρρευσης ολόκληρου το διεθνούς πλαισίου όπως το γνωρίσαμε από το 1945 και ειδικά από το 1990 και μετά. Ας έχουμε λοιπόν επίγνωση ότι σήμερα δε κάνουμε κάτι τόσο απλό όσο θα φαινότανε λίγα χρόνια πριν. Γιατί ξαναθέτουμε με έμφαση τα θέματα της ειρήνης, της ειρηνικής επίλυσης διαφορών και για διεθνούς συνεργασίας, σε μια εποχή που όλες αυτές οι έννοιες δεν είναι καθόλου αυτονόητες αλλά αμφισβητούνται έμπρακτα.

Ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο, πολλαπλών κρίσεων και τεράστιων ανισοτήτων, όπου τα αυταρχικά καθεστώτα πολλαπλασιάζονται και γίνονται πιο ισχυρά.  Και σε αυτόν τον κόσμο ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος, μας λέει με κάθε τρόπο, πως δεν συμφέρει τις ΗΠΑ να μπουν νέοι, πιο συμμετοχικοί κανόνες – όπως έγινε το 1945 ή το 1990 – ούτε να ενισχυθεί το διεθνές δίκαιο. Και ότι αυτό που συμφέρει τις ΗΠΑ, είναι να κυριαρχήσει το δίκαιο του ισχυρού. Και πως είναι διατεθειμένος ακόμη και να παραβιάσει τα σύνορα άλλων χωρών, ακόμη και να εμπλακεί στα εσωτερικά τους και στις εκλογές τους, υπονομεύοντας εκλεγμένες κυβερνήσεις και στηρίζοντας ακροδεξιά κόμματα.

Και όλα αυτά έχοντας στο πλευρό του, επισήμως, τα ισχυρότερα επιχειρηματικά συμφέροντα δισεκατομμυριούχων, που ελέγχουν τα δίκτυα της ενημέρωσης και αποφασίζουν όλο και λιγότερους ελέγχους για την αντιμετώπιση των fake news στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτή είναι η εικόνα του πλανήτη σήμερα. Θα μου πείτε, όλα αυτά έγιναν ξαφνικά ; Όλα αυτά ήρθαν από το πουθενά ; Προφανώς όχι.

Αυτή η νέα παγκόσμια δυστοπία, της εφαρμογής του δίκιου του ισχυρού έναντι του διεθνούς δικαίου, ήρθε να αντικαταστήσει μια άδικη παγκόσμια τάξη. Που άνοιξε το δρόμο στον ακροδεξιό παραλογισμό.

Όλοι ξέρουμε τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που χρησιμοποίησε η Δύση, ειδικά τα τελευταία 30 χρόνια, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Μια πολιτική που εκδηλώνεται και σήμερα με τη στάση που κρατάει στην Παλαιστίνη, όπου χιλιάδες άμαχοι και ειδικά παιδιά, έχουν σκοτωθεί από ισραηλινές επιχειρήσεις.

Η ευρωπαϊκή ηγεσία, λοιπόν, που διστάζει να επιβάλει τόσο καιρό κυρώσεις στο Ισραήλ, ας μην δηλώνει πως σοκάρεται τόσο πολύ σήμερα, που ο κ Τραμπ μιλάει με τέτοια περιφρόνηση για το διεθνές δίκαιο στην Παλαιστίνη.

Ας μην σοκάρεται που ο Αμερικανός Πρόεδρος θέτει σε νέα βάση τη διαπραγμάτευση για το Παλαιστινιακό, απειλώντας με το πιο ακραίο και βίαιο σενάριο- δηλαδή την εθνοκάθαρση, όπως την χαρακτήρισε ήδη ο ίδιος ο ΟΗΕ και τον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τα σπίτια τους.

Ούτε όμως στον τομέα του μεταναστευτικού θα πρέπει να σοκάρεται η ευρωπαϊκή ηγεσία, η οποία δεν έχει κάνει αυτά που έπρεπε για να αναπτυχθεί μια σύγχρονη και αποτελεσματική ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική που να σέβεται την ανθρώπινη ζωή.

Η Ευρώπη που ορθώς άνοιξε την αγκαλιά της στους Ουκρανούς που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την παράνομη ρωσική εισβολή, αλλά έβαλε όλα τα εμπόδια που μπορούσε στους Σύρους που έφευγαν μαζικά επίσης από εμπόλεμες ζώνες, ας μην μας λέει πως εκπλήσσεται με τις μαζικές απελάσεις μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γενικότερα, ας μην εκπλήσσονται τόσο πολύ για το πού βρισκόμαστε σήμερα οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες στηρίζουν μεν πολέμους, αλλά δεν θέλουν πρόσφυγες  Θέλουν μεν ξένους εργάτες, αλλά δεν θέλουν αυτοί να έχουν δικαιώματα. Θέλουν την πράσινη ατζέντα, αλλά με τα βάρη να πέφτουν όλα στους πολίτες,

Η Ευρώπη στην οποία τα τελευταία χρόνια είδαν τα πλούτη τους να αυγατίζουν δεκάδες πολυεκατομυριούχοι από το εμπόριο με τη Ρωσία μέσα στον πόλεμο, από την πανδημία, ή από την ενεργειακή κρίση, ας μην εκπλήσσεται τόσο πολύ με τις ανισότητες στις ΗΠΑ.

Ούτε από τον ρόλο που αποκτούν εκεί οι δισεκατομμυριούχοι. Ούτε και με την αμφισβήτηση της πράσινης ατζέντας. Ίσως ένα τέτοιο μέλλον μπορεί δυστυχώς να μην είναι μακριά ούτε για εμάς.

Φίλες και φίλοι,

Όλα αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε.  Αλλά όσο λάθος είναι να κλείνουμε τα μάτια μας στην υποκρισία της Ευρώπης τα 30 χρόνια που πέρασαν, άλλο τόσο είναι λάθος να αποδεχόμαστε το ψευδοδίλημμα στο οποίο μας βάζει όλο και περισσότερο ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος.  Ότι δηλαδή πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην υποκρισία του χθες και τον κυνισμό που μας προτείνει για το μέλλον.

Το διεθνές πλαίσιο των τελευταίων δεκαετιών μπορεί να ήταν βασισμένο σε αντιφάσεις, σε αδυναμίες και προφανώς στην αμερικανική ισχύ, αλλά το διεθνές δίκαιο και η φιλελεύθερη δημοκρατία παρέμεναν τα σημεία αναφοράς και επέτρεπαν στους πολίτες να πιέζουν τις κυβερνήσεις τους.

Σήμερα, οφείλουμε να παλέψουμε για ένα πιο δίκαιο και συμμετοχικό πλαίσιο διεθνών σχέσεων και όχι να αποδεχτούμε το δίκαιο του ισχυρού, ως σημείο αναφοράς για τον 21ο αιώνα.

Η απάντηση της Ευρώπης πρέπει να είναι ξεκάθαρη : Επιστρέφουμε στις αρχές μας, μαθαίνοντας από τα λάθη των τελευταίων 30 χρόνων.

Πρέπει να δωθεί το μήνυμα στις ΗΠΑ ότι οι σχέσεις μας μπορούν να βασιστούν μόνο στον αμοιβαίο σεβασμό και στον σεβασμό των συνόρων.

Και ότι δεν θα ανεχθούμε εμπλοκή στα εσωτερικά μας. Διότι αν δεχθούμε το δίκαιο του ισχυρού στις διεθνείς σχέσεις, δεν θέτουμε μόνο σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα, ειδικά στην περιοχή μας.  Ούτε αφήνουμε μόνο διάπλατο το πεδίο για εμπλοκή τω ΗΠΑ και άλλων δυνάμεων στα εσωτερικά μας.

Αν δεχθούμε το δίκαιο του ισχυρού στις διεθνείς σχέσεις, το δεχόμαστε και σε εθνικό επίπεδο- στους θεσμούς, στη κοινωνία, στις ζωές μας. Δεχόμαστε, η δημοκρατία και η δικαιοσύνη να καταληφθούν από ολιγάρχες και μεγάλα συμφέροντα, όπως γίνεται στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό είναι επιτακτικό να θωρακίσουμε τόσο το διεθνές δίκαιο όσο και το κράτος δικαίου απέναντι στην επίθεση που δέχεται και θα δεχτεί σε αυτό το νέο διεθνές περιβάλλον.

Χρειαζόμαστε ένα διεθνές σύστημα πολυμερούς διπλωματίας για έναν πολυπολικό κόσμο, όπου θα αποδεχτούμε ότι η Δύση θα είναι ισχυρή, αλλά όχι κυρίαρχη.Όπου οι πολλαπλές κρίσεις, προκλήσεις και διακρατικές διαφορές θα αντιμετωπίζονται συλλογικά και με νέα εργαλεία και θεσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη πρέπει πρώτα από όλα να αναθεωρήσει την Στρατηγική της Πυξίδα. Για να είμαστε ειλικρινείς: πρέπει να ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ αληθινή στρατηγική Πυξίδα.

Δεν αρκεί η ΕΕ να μιλάει για στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ και αναβάθμιση της αμυντικής της βιομηχανίας, αν δεν είναι σαφές ποιος είναι ο διεθνής ρόλος που διεκδικεί.

Πρέπει να σταματήσει να αφήνει την πρωτοβουλία των κινήσεων αποκλειστικά στις ΗΠΑ και να αποκτήσει ενεργό ρόλο στην επίλυση του Ουκρανικού και του Μεσανατολικού.

Στο μεσανατολικό όπου βλέπουμε πόσο επικίνδυνες είναι οι θέσεις που βάζει ο Πρόεδρος Τραμπ στο τραπέζι, πρέπει η ΕΕ σε συνεργασία με αραβικές χώρες, αλλά και σε επαφή με το Ιράν, να θέσει τη συζήτηση στη βάση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, όπως την ορίζουν οι Αποφάσεις του ΟΗΕ.

Την ίδια στιγμή, καμία πρόταση για την ειρήνη και το μέλλον της Ουκρανίας δεν μπορεί να είναι βιώσιμη χωρίς τη συμμετοχή της Ευρώπης. Οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις εναντιώθηκαν ενεργά στην ρωσική εισβολή. Ήταν αυτονόητο, αλλά μήπως θα πρέπει να αναλογιστούν και τα δικά τους λάθη για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τώρα; Κυρίως, εάν άξιζε τον κόπο, η επιμονή στην αμερικανική πολιτική που άφηνε ανοιχτή την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Ρώσος Πρόεδρος για να εισβάλλει παράνομα στην χώρα. Αλλά βέβαια και για τις επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος πρώτα από όλα στον Ουκρανικό λαό, αλλά και στην ευρωπαϊκή οικονομία.  Όπως και αν έχει σήμερα, η Ευρώπη οφείλει να χαράξει μια νέα στρατηγική για την ειρήνη για να μην βρεθεί πάλι προ ακόμα χειρότερων εκπλήξεων.

Γενικότερα, πρέπει να αναλογιστούμε ότι εάν οι ΗΠΑ επιδιώκουν την μετατόπιση της προσοχής τους στον Ινδικό και τον Ειρηνικό, δημιουργείται ένα τεράστιο κενό στην ευρύτερη περιοχή μας, που η ΕΕ πρέπει να γεμίσει αποκτώντας έναν ενεργό ρόλο στην προώθηση της ειρήνης, του διεθνούς δικαίου, της ειρηνικής επίλυσης διαφορών και του σεβασμού των Συμφωνιών. Πώς μπορεί πχ η ΕΕ να αποτελέσει μια ισχυρή διεθνή δύναμη, αν δεν μπορεί να ξεκλειδώσει το ζήτημα της διεύρυνσης στην γειτονιά της; Oφείλει, λοιπόν, χωρίς μισόλογα να καταστήσει σαφές στην ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας ότι το άνοιγμα κεφαλαίων και η ευρωπαϊκή της προοπτική περνάει από τον σεβασμό στη Συμφωνία των Πρεσπών. Όπως και να ξεκαθαρίσει στην Βουλγαρία, ότι αφού υιοθετηθούν οι προβλεπόμενες συνταγματικές αλλαγές περί βουλγαρικής μειονότητας στη Βόρεια Μακεδονία, πρέπει να υποστηρίξει αντί να υπονομεύει την ευρωπαϊκή της προοπτική.

Οφείλει να προχωρήσει στο άνοιγμα κεφαλαίων διαπραγμάτευσης της Αλβανίας, εάν υπάρξει απτή πρόοδος στο κρίσιμο ζήτημα του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων και ειδικά των περιουσιακών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας. Οφείλει να ασκήσει πιέσεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Βρυξελλών από το Κόσοβο και από την Σερβία.  Όπως, πρέπει να διεκδικήσει ακόμα πιο ισχυρό ρόλο στους διεθνείς θεσμούς αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, ή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, αντί να παρακολουθεί την Κίνα να αναβαθμίζει σε αυτές τη θέση της.

Ποιος είναι όμως ο ρόλος που μπορεί να έχει η Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο;  Ποια πρέπει να είναι η θέση μας στον κόσμο;

Πρώτον και κυριότερο, πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή απέναντι στην λογική αμφισβήτησης συνόρων και παρεμβάσεων στα εσωτερικά τρίτων χωρών που προωθεί ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος.  Να δοθεί το μήνυμα ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στην βάση του αμοιβαίου σεβασμού και του αμοιβαίου οφέλους. Δεν θα είμαστε ούτε δεδομένοι ούτε πρόθυμοι σύμμαχοι εις βάρος των συμφερόντων μας και της ειρήνης στην περιοχή.  Ούτε πρέπει να επιτρέψουμε να επιστρέψουν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε άλλες εποχές.

Δεύτερον, πρέπει να ενισχύσουμε τον περιφερειακό μας ρόλο στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.  Όπως είπα και πριν, η Ελλάδα οφείλει να αποτελέσει τον πιο ισχυρό ευρωπαϊκό πυλώνα ειρήνης και συνεργασίας στην περιοχή με συγκεκριμένα έργα και πρωτοβουλίες. Και να αξιοποιήσει στο έπακρον τη θέση που θα έχει για δύο χρόνια ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας για να αναβαθμίσει την διεθνή και περιφερειακή της θέση.

Όπως και τη δυνατότητά της- σε συνεργασία με την Κύπρο- να αξιοποιήσει τα σχήματα συνεργασίας που έχουν αναπτυχθεί τόσα χρόνια.  Να οργανώσει διεθνείς πρωτοβουλίες, πχ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Παλαιστίνη, την προστασία των μειονοτήτων στην Μέση Ανατολή ή την κλιματική κρίση στη Μεσόγειο.

Η προτεραιότητα και η πυξίδα της Ελλάδας ήταν πάντα η ενεργή και διεκδικητική παρουσία στην περιοχή της. Θυμίζω την διείσδυση της Ελλάδας στη Λιβύη τη δεκαετία του ’80.  Τον ρόλο της στην Αλβανία τη δεκαετία του ’90.  Την ανάπτυξη της οικονομικής της παρουσίας  στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας μετά τον πόλεμο τη δεκαετία του 2000.  Την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης το 2003 που άνοιξε την ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων.

Την ανάπτυξη της ελληνοτουρκικής συνεργασίας στη βάση της στρατηγικής του Ελσίνκι.  Την προώθηση των σχημάτων συνεργασίας στα Βαλκάνια, την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μακάρι τα τελευταία χρόνια να υπήρχε αυτή η λογική, τουλάχιστον για την Βόρεια Μακεδονία, όπου ανοίχτηκαν τεράστιες ευκαιρίες για τον ρόλο της χώρας μας στους τομείς της άμυνας, της οικονομίας και των διπλωματικών σχέσεων, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Και αντί να συζητάμε για την κύρωση τριών μνημονίων, να είχαμε δεκάδες συμφωνίες και πολλά Ανώτατα Συμβούλια Συνεργασίας που θα είχαν επιτρέψει να είχαμε άλλο ρόλο και άλλους μοχλούς επιρροής στη χώρα, ειδικά σήμερα, απέναντι σε μια Κυβέρνηση που παραβιάζει τη Συμφωνία. Δυστυχώς όμως, δεν είδαμε να αξιοποιούνται οι δυνατότητες της Συμφωνίας των Περσπών.  Μετά από την περίοδο της σκληρής πατριδοκαπηλίας, που όλοι καταλάβαμε ότι είχε μόνο ψηφοθηρικό κίνητρο.

Και θα ήθελα να αναλογιστούν αυτοί που άσκησαν αυτήν την κριτική – φτάνοντας και σε ακραίες καταστάσεις- πού θα ήμασταν σήμερα αν δεν υπήρχε η Συμφωνία των Πρεσπών. Αν δεν είχε αλλάξει το όνομα σε δρόμους, μνημεία, γήπεδα και έγγραφα.  Αν είχαν προστεθεί ακόμα περισσότερες χώρες στις δεκάδες που είχαν ήδη αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ως Μακεδονία.  Αν είχε ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η επιρροή της Τουρκίας και άλλων δυνάμεων στα βόρεια σύνορά μας.

Και αν – αντί να πιέζεται σήμερα η Βόρεια Μακεδονία να εφαρμόσει τη Συμφωνία – οι πιέσεις ασκούνταν επάνω μας, για να μπουν εσπευσμένα οι γείτονές μας στο ΝΑΤΟ, με το όνομα Μακεδονία και να αρχίσει όπως όπως η ενταξιακή τους πορεία.  Σε μια εποχή που μέχρι η Σουηδία και Φινλανδία μπήκαν στο ΝΑΤΟ. Δυστυχώς στο ζήτημα αυτό, δεν υπήρξε στρατηγική σκέψη για το μέλλον ούτε ιεράρχηση του εθνικού έναντι του κομματικού συμφέροντος.

Όπως στρατηγική για το μέλλον δεν υπάρχει και στα ελληνοτουρκικά. Είδαμε την αποτυχία της προσπάθειας για προσφυγή στην Χάγη για οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας. Μια προσπάθεια που προωθήθηκε χωρίς σχέδιο και στρατηγική. Όπως δυστυχώς βλέπουμε και τη μεγάλη δυστοκία για επανεκκίνηση των συνομιλιών για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, από το σημείο που διεκόπησαν στο Κρανς Μοντανά.  Ελπίζω η πενταμερής του Μαρτίου να ανοίξει μια προοπτική στη βάση του πλαισίου Γκουτέρρες που εξασφαλίσαμε και απέναντι στη διχοτομική λογική της Τουρκίας.

Και αν ένα συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε από όλα αυτά και κυρίως από τη ραγδαία επιδείνωση του διεθνούς πλαισίου και από τη μετατόπιση από το διεθνές δίκαιο στο δίκαιο του ισχυρού, είναι με σιγουριά πως η Ελλάδα και γενικότερα ο ελληνισμός, δεν έχει την πολυτέλεια της αναβλητικότητας.

Την πολυτέλεια να κληροδοτούμε στην επόμενη γενιά που βρίσκεται σήμερα σε αυτήν την αίθουσα, ολοένα και περισσότερα προβλήματα που θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιλύσουμε στο μέλλον. Τα ήρεμα νερά είναι καλά, αλλά δεν αρκούν, γιατί δεν διαρκούν για πάντα.

Πρέπει να αξιοποιήσουμε με έξυπνο τρόπο τις συμμαχίες μας και τη θέση μας στην ΕΕ. Γιατί αν δεν αποκτήσουμε μια στρατηγική δέσμευσης και πίεσης της Τουρκίας σε ένα ελληνοτουρκικό και ευρωτουρκικό πλαίσιο διαλόγου με ορίζοντα τη Χάγη – αν συνεχίσουμε έτσι χωρίς πυξίδα στα ελληνοτουρκικά – η γειτονική μας χώρα θα αξιοποιήσει την ύφεση στις σχέσεις μαζί μας προς όφελός της.

Και θα επανέλθει στην ένταση, αφού θα έχει εξασφαλίσει τους εξοπλισμούς και τις συμμαχίες που θέλει. Δείτε τι έγινε προχθές με τους Γαλλικούς πυραύλους. Όταν όμως ασκούσα κριτική ότι η Ελληνογαλλική συμφωνία είναι ελλιπής, η απάντηση ήταν ότι αποτελώ «εθνική εξαίρεση».   Μακάρι να προστατεύονταν η χώρα και να αποτελούσα εξαίρεση. Αλλά δυστυχώς η κριτική μου επιβεβαιώθηκε.

Θέλω όμως να επανέλθω για τα Ελληνοτουρκικά σε μια πρόταση που έχω καταθέσει από το 2021, και αφορά τη συζήτηση για μια αναθεωρημένη Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, που ανοίγει και πάλι. Και είναι λάθος είτε να μας βάζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπροστά για να υπονομεύσουμε μια τέτοια συμφωνία, είτε να την αποδεχτούμε χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Αλλά να πάρουμε τη πρωτοβουλία να δηλώσουμε ότι όποτε ολοκληρωθεί η σχετική διαπραγμάτευση, θα δεχθούμε να τεθεί σε εφαρμογή η νέα Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, μόνο παράλληλα με την κατάθεση συνυποσχετικού στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Και βέβαια σε διασύνδεση με το Κυπριακό.

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Θέλω να σας ευχαριστήσω για μια ακόμη φορά για την σημερινή πρόσκληση. Κυρίως για την ευκαιρία να βρεθώ σε έναν χώρο γόνιμης σκέψης και ουσιαστικού διαλόγου.  Όπου μπορεί να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε, αλλά όλοι αναγνωρίζουμε ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη μιας συγκροτημένης στρατηγικής για την νέα εποχή στην οποία μπαίνουμε.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει ξανά μια στρατηγική πυξίδα, ειδικά σε σχέση με την άμεση περιοχή της.

Στη βάση μιας διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής που δεν περιμένει απαντήσεις από την Ουάσιγκτων, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο ή άλλες πρωτεύουσες, αλλά από τις δικές της δυνάμεις και στη βάση του δικού της εθνικού, αλλά και ευρωπαικού οράματος.

Όπως ίσως θα καταλάβατε, θεωρώ ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας πολύ δύσκολης εποχής.

Η νέα αυτή εποχή είναι πολύ διαφορετική ακόμα και από αυτήν στην οποία συνάφθηκε η Συμφωνία των Πρεσπών, πριν 7 χρόνια.

Θεωρώ όμως ότι αυτό καθιστά ακόμα πιο σημαντικό να πορευτούμε με τις αξίες μας και όχι να τις αποχωριστούμε.

Απέναντι στον εθνικισμό και την μισαλλοδοξία που θεριεύουν, να πορευτούμε με τις αξίες της ειρήνης, της συνεργασίας και της προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων. Αυτές που μας είχαν καθοδηγήσει και τότε.  Και που αποτελούν την έμπνευση για το Βραβείο που απονέμουμε σήμερα.  Στους βραβευμένους, και μέσω αυτών, σε όλες και όλους τους φοιτητές εύχομαι καλή επιτυχία για το μέλλον και τις σπουδές σας.

Σας ευχαριστώ»