Αγαπητέ Πρόεδρε του ΣΕΒ,
Κυρίες και κύριοι,
Είναι ιδιαίτερη χαρά για εμένα να απευθύνω αυτό τον χαιρετισμό ειδικά στο φετινό συνέδριο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, καθώς πρόκειται για το τελευταίο που διεξάγεται υπό τις έκτακτες συνθήκες που επέβαλε η πολυετής κρίση και το καθεστώς των μνημονίων στη χώρα μας. Και ταυτόχρονα, για το πρώτο συνέδριο που συμπίπτει με την οριστική μετάβαση σε αυτό που θα ονομάζαμε μια νέα κανονικότητα και σε μια νέα μέρα για τη χώρα και τις δημιουργικές της δυνάμεις.
Από αυτό εδώ το βή τα προηγούμενα χρόνια, σας παρουσίασα – πιστεύω- με ειλικρίνεια, τη στρατηγική της κυβέρνησης για τον απεγκλωβισμό της χώρας από τη βαθιά ύφεση και την οικονομική συρρίκνωση των προηγούμενων ετών, αλλά και για την ενίσχυση της γεωπολιτικής της δυναμικής, της γεωπολιτικής της θέσης, τόσο στην ευρύτερη περιοχή, την Ευρώπη βεβαίως πάνω από όλα, την εύθραυστη περιοχή της Ν.Α Μεσογείου όσο όμως και στην περιοχή των Βαλκανίων.
Και ζήτησα τη συστράτευση όλων μας σε ένα δύσκολο και καθημερινό αγώνα.
Χάρη στην από κοινού προσπάθεια, όχι μόνο αντεπεξήλθαμε αλλά καταφέρνουμε να αλλάξουμε αποφασιστικά την εικόνα της χώρας.
Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα πια η χώρα εκείνη που αποτελεί συστημικό κίνδυνο για την Ευρωζώνη. Η Ελλάδα από χώρα παρίας, γίνεται παράδειγμα πολιτικής σταθερότητας και ανάκαμψης. Η Ελλάδα από μέρος του προβλήματος, γίνεται μέρος της λύσης.
Αυτό αποδεικνύει η εντυπωσιακή μας πορεία για την οριστική έξοδο, μετά από οκτώ και πλέον χρόνια από τα προγράμματα στήριξης.
Αυτό αποδεικνύει, όμως, και ο ρόλος της χώρας μας ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας τόσο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο αλλά και τα Βαλκάνια.
Αυτό αποδεικνύει – και επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε αυτό στη σημερινή μου ομιλία- και η προοπτική λύσης που διαγράφεται στη δύσκολη αλλά αναγκαία διαπραγμάτευση με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Μια διαπραγμάτευση που χειριστήκαμε και συνεχίζουμε να χειριζόμαστε με αίσθημα ευθύνης και πατριωτισμού. Αλλά και με αποφασιστικότητα και πίστη στην ανάγκη εξεύρεσης λύσης.
Και είναι ακριβώς αυτή η στάση μας που διαμορφώνει σήμερα και μια νέα εικόνα για την Ελλάδα διεθνώς. Και ενισχύει το ρόλο της ως πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας σε μια περιοχή που στροβιλίζεται σε μια δίνη παράλληλων κρίσεων. Όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες στην Ιταλία, αλλά εδώ και αρκετό καιρό και στη γειτονική μας Τουρκία.
Και πιστεύω, φίλες και φίλοι, ακριβώς επειδή δεν είναι εύκολο να αλλάξει η εικόνα της χώρας, ότι γι΄ αυτό χρειάζονται θαρραλέες και δύσκολες αποφάσεις. Πιστεύω ότι αυτό μπορεί πάντα να επιτυγχάνεται όταν παραμερίζουμε το πολιτικό κόστος έχοντας ως γνώμονα το συλλογικό συμφέρον, το συμφέρον της χώρας.
Και πρέπει να σας πω ότι αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε δουλεύοντας υπέρ της λύσης, γιατί πιστεύουμε ότι μπορούμε να αποκαταστήσουμε την πρωταγωνιστική θέση της χώρας στα Βαλκάνια. Κάτι που θα έχει ευρύτερες ευεργετικές συνέπειες, όχι μόνο στη γεωπολιτική σκακιέρα όπου αναφέρθηκα, αλλά και στον τομέα της οικονομίας και στον τομέα της επιχειρηματικότητας, δημιουργώντας μια νέα δυναμική ανάπτυξης στην περιοχή μας, στην περιοχή των Βαλκανίων. Μια νέα προοπτική συνεργασίας με όλες τις χώρες της περιοχής μας. Και θα ανακόψει ταυτόχρονα βλέψεις οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας άλλων δυνάμεων, όπως της Τουρκίας για παράδειγμα, στην ευρύτερη περιοχή.
Όμως η εικόνα της χώρας δεν αλλάζει μόνο στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, αλλάζει και κυρίως, θα έλεγα, στο πεδίο της οικονομίας.
Η χώρα μας, η κοινωνία μας, η οικονομία μας όχι μόνο άντεξε στα δύσκολα, αλλά σήμερα ανακάμπτει.
Και σήμερα είμαστε εδώ να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα της επιστροφής μας στο οικονομικό γίγνεσθαι, να διορθώσουμε τις αδικίες της κρίσης, και να οικοδομήσουμε το μέλλον που δικαιούμαστε στη βάση της δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Αντλούμε αισιοδοξία για το νέο αυτό ξεκίνημα από τα επίσημα στοιχεία της πραγματικής οικονομίας που ανακοινώνει η στατιστική υπηρεσία, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί έπειτα από τρία χρόνια συστηματικής προσπάθειας.
Οι δείκτες οικονομικής μεγέθυνσης είναι και πάλι θετικοί – ανοδικοί, βάζοντας τέλος σε μια δεκαετία ύφεσης που στιγμάτισε το παραγωγικό μας δυναμικό.
Η ανεργία τόσο στους νέους όσο και στο σύνολο του πληθυσμού μειώνεται σταδιακά, έχοντας υποχωρήσει κατά 7 μονάδες από τη μέγιστη τιμή της στα τέλη του ’14. Οι εξαγωγές αυξάνονται και το σημαντικότερο, ότι πλέον υπερβαίνουν σταθερά τις εισαγωγές, διορθώνοντας το διαρκώς ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο των προηγούμενων ετών. Οι επενδύσεις ανακάμπτουν και ανέρχονται στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Όλα αυτά με τη σειρά τους επηρεάζουν και τους, λεγόμενους, ψυχολογικούς δείκτες της οικονομίας και αποτυπώνονται στο οικονομικό κλίμα, όσο όμως και στους δείκτες εμπιστοσύνης. Οι διεθνείς οίκοι αναβάθμισαν την πιστοληπτική μας ικανότητα, οι αγορές ανταποκρίθηκαν θετικά στις δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων, ενώ οι ανεξάρτητοι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν επιστροφή στην ανάπτυξη για την οικονομία μας και τα επόμενα χρόνια και μάλιστα με διατηρήσιμα χαρακτηριστικά.
Ολοκληρώνουμε το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα έχοντας υλοποιήσει ένα δραστικό
πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αλλαγών σχεδόν σε όλο το εύρος του οικονομικού συστήματος, αποκαθιστώντας την εικόνα της ελληνικής οικονομίας αλλά και της χώρας γενικότερα, θα έλεγα, εις το διεθνές στερέωμα. Δεν θεωρούμαστε πια μία χώρα διεφθαρμένη και μία οικονομία αναποτελεσματική, όπου κανείς δεν ξέρει, τι τον περιμένει. Υπάρχουν αδιάβλητοι κανόνες ανταγωνισμού και κανόνες ίσης μεταχείρισης για όποιον επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στη χώρα μας. Οι θεσμοί και ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζουν σήμερα απερίφραστα αυτή την προσπάθεια. Τα δεδομένα αυτά θα αποτελέσουν και το διαβατήριό μας, αν θέλετε, στην προσπάθεια για έξοδο της χώρας στις αγορές με το τέλος του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, τον Αύγουστο του 2018 του τρέχοντος έτους.
Η Ελλάδα, όμως, τα τρία αυτά χρόνια δεν κέρδισε μονάχα την επιστροφή της σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ούτε και την επιστροφή της στις αγορές μόνο. Το σημαντικότερο, είναι ότι κέρδισε ξανά την αξιοπιστία της απέναντι στους εταίρους της. Τα στοιχεία της Eurostat, που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, επαληθεύουν πια, κάθε χρόνο, τις δικές μας προβλέψεις. Και σε ό,τι αφορά τα επόμενα χρόνια προβλέπονται δημοσιονομικά περιθώρια, πέραν των στόχων που θα πρέπει να συνεχίσουμε να επιτυγχάνουμε για να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία, τόσο έναντι των εταίρων, όσο και έναντι των αγορών. Θα τα αξιοποιήσουμε και αυτά τα περιθώρια με υπευθυνότητα και σχέδιο, αποσκοπώντας ταυτόχρονα σε δύο στόχους: Στη μείωση των φορολογικών βαρών με παράλληλη ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών και στην αύξηση της απασχόλησης.
Γιατί, φίλοι, αγαπητές φίλες, πρόσφατα ολοκληρώσαμε το τεχνικό μέρος της 4ης αξιολόγησης και τον Ιούνιο οφείλουμε να είμαστε – και θα είμαστε – έτοιμοι για το κλείσιμο όλων των τελευταίων εκκρεμοτήτων. Όχι απλώς με αίσθημα επείγοντος αλλά, θα έλεγα, με αίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών, όλοι εργαζόμαστε πυρετωδώς για το σκοπό αυτό και πρέπει να συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό. Παράλληλα, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη οι συζητήσεις για την τελική διευθέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Διεκδικούμε μία λύση βιώσιμη στο χρόνο που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς την προοπτική της οικονομίας μας και θα υποστηρίζει την αναπτυξιακή της δυναμική. Τώρα είναι, πιστεύω, η σειρά των εταίρων μας, να δώσουν με μια κίνηση έμπρακτης εμπιστοσύνης και αναγνώρισης των προσπαθειών μας, τη σωστή λύση, τη λύση που όλοι περιμένουν να ακούσουν. Η συμφωνία – πλαίσιο του περασμένου Ιουνίου είναι η σωστή βάση που περιμένει την κατάλληλη εξειδίκευση και είμαι αισιόδοξος ότι θα καταλήξουμε στην καλύτερη δυνατή συμφωνία προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας, όσο όμως και της ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Γιατί ειδικά σήμερα, εν μέσω της πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, που επηρεάζει βαθειά το σύνολο των ευρωπαϊκών αγορών, η θετική κατάληξη της Ελληνικής περιπέτειας είναι πιο αναγκαία από ποτέ για το σύνολο της ευρωζώνης, για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι, ειδικότερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις, όλοι κατανοούν ότι οι αποφάσεις στις οποίες θα καταλήξουμε, πρέπει να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις και στις ανάγκες της περιόδου και να θωρακίζουν την ελληνική οικονομία από αναταράξεις, που δεν οφείλονται σε εμάς αλλά σε εξωγενείς παράγοντες. Και πάνω από όλα, να θωρακίζουν την ίδια την Ευρώπη από την ανατροφοδότηση και τον ανακυκλισμό των κρίσεων. Γιατί πέρα από όσα πρέπει να κάνει η Ελλάδα, οφείλει και η Ευρώπη να κάνει βήματα και να κοιτάξει το πρόβλημα κατάματα. Να αντιμετωπίσει τη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις προτεραιότητές της. Διαφορετικά, φοβάμαι, ότι η πολιτική της κρίση θα είναι αυτή που θα γεννά και θα ανατροφοδοτεί τις νέες οικονομικές της κρίσεις και όχι το ανάποδο. Και η οικονομική κρίση θα δώσει κάποια στιγμή τη θέση της σε μία γενικευμένη κρίση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Και επιτρέψτε μου την εκτίμηση, η αποφυγή μιας τέτοιας προοπτικής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμβάθυνση της δημοκρατίας – όχι με την αμφισβήτησή της. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελάφρυνση της λιτότητας και όχι με την αποθέωσή της και τη μονιμοποίησή της. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμβάθυνση της κοινωνικής και της πολιτικής συνοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και, βεβαίως, με ένα ενωσιακό όραμα που θα απαντάει στις αγωνίες και στις προσδοκίες των πολιτών της Ευρώπης.
Ας επιστρέψω, όμως, στα δικά μας δεδομένα, στις δικές μας προτεραιότητες και υποχρεώσεις.
Γνωρίζουμε όλοι, ότι η ανάκτηση και κυρίως η διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Κερδίζεται και χτίζεται δύσκολα, μέρα με τη μέρα και γκρεμίζεται, εξανεμίζεται εύκολα. Και θα ήταν λάθος και ανοησία να θεωρήσουμε, ότι με το ημερολογιακό τέλος του προγράμματος, θα μάς περιμένουν όλοι να μάς δανείσουν με επιτόκια αντίστοιχα με αυτά που δανείζεται, για παράδειγμα, η χώρα του προσκεκλημένου μας σήμερα, του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, η Γερμανία.
Σε αντίθεση με την είσοδό μας στα μνημόνια, η έξοδός μας από αυτά δεν θα τα αλλάξει όλα στη ζωή μας απότομα και «θεαματικά», αλλά οι αλλαγές θα έρχονται βήμα το βήμα και θα είναι ουσιαστικές και θα είναι προς το καλύτερο, τόσο για την οικονομία, όσο και για την ελληνική κοινωνία που έχει υποστεί μεγάλες θυσίες στην περίοδο της κρίσης.
Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε; Είναι σαν να έχεις έναν ασθενή και τον βγάζεις μετά από μακρά περίοδο νοσηλείας στην εντατική, ακόμα και αν είναι γερή κράση, ακόμα και αν είναι αθλητής, ακόμα και αν η πρόγνωση είναι θετική, δεν τον βάζεις με τον που τον έβγαλες, να τρέξει κατοστάρι. Χρειάζεται χρόνο. Πρέπει να δώσουμε χρόνο στην ελληνική οικονομία. Χρόνο σταθερότητας και ασφάλειας. Να εμπεδωθεί το αίσθημα της ασφάλειας στην οικονομία και να διατηρηθεί ακέραια η αξιοπιστία που με τόσο κόπο κατακτήσαμε. Προϋπόθεση, λοιπόν, για να τα καταφέρουμε και να κλείσουμε οριστικά αυτόν τον κύκλο της κρίσης, τον φαύλο κύκλο, προϋπόθεση είναι η πολιτική σταθερότητα. Να δώσουμε, δηλαδή, το μήνυμα προς όλους και μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ότι η Ελλάδα όχι μόνο μπορεί να διατηρεί τα δημόσια οικονομικά της σε τάξη, αλλά μπορεί και να ενισχύει τη μεταρρυθμιστική της ορμή και φυσικά την αναπτυξιακή της πορεία χωρίς τη στενή επιτήρηση των εταίρων και χωρίς τον μνημονιακό μηχανισμό καταναγκασμού, τον μηχανισμό των εκταμιεύσεων. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο που, κατά την άποψή μου, πρέπει να μπει ένα τέλος στην διαρκή εκλογολογία, που θέλει να τροφοδοτεί ανέξοδα αλλά και αδιέξοδα η αντιπολίτευση. Η πολιτική σταθερότητα σήμερα είναι κρίσιμος παράγοντας για την έξοδο από την κρίση και την ανάκαμψη της οικονομίας. Επομένως, θα το πω και σήμερα εδώ, από αυτό εδώ το βήμα, οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους. Με τη λήξη της θητείας, της συνταγματικής, της σημερινής κυβέρνησης. Και να μην έχει κανείς την οποιαδήποτε αμφιβολία περί αυτού.
Αν, όμως, η μία προϋπόθεση για τη διατήρηση της πορείας ανάκαμψης και της αξιοπιστίας είναι η σταθερότητα, η δεύτερη είναι ο σχεδιασμός. Αφήνουμε πίσω μας, επιτέλους, παθογένειες και νοοτροπίες που καθυστέρησαν τη χώρα και μιλάμε θετικά, κοιτάμε μπροστά, προχωράμε με σχέδιο. Το εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που καταρτίσαμε με πολύ κόπο, διάλογο και έρευνα είναι η απάντησή μας στις προκλήσεις της επόμενης μέρας. Εκεί αναλύονται οι αναπτυξιακές προτεραιότητες καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους. Ο βιομηχανικός τομέας βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του σχεδιασμού όπως συμβαίνει, άλλωστε, σε κάθε αναπτυγμένη χώρα του κόσμου. Άμεσος βραχυπρόθεσμος στόχος, είναι η βιομηχανική παραγωγή να ανέλθει στο 12% του ΑΕΠ και στο 15% σε μεσοπρόθεσμό ορίζοντα. Η ελληνική βιομηχανία είναι παραδοσιακά ισχυρή στον ελλαδικό αλλά και τον ευρύτερα βαλκανικό χώρο, με σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις και καίρια συμβολή. τόσο στο ΑΕΠ της χώρας, όσο και στην απασχόληση.
Θέλω, όμως, στο σημείο να μου επιτρέψετε, αν θα μακρηγορήσω λίγο, αλλά θέλω να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, κάνοντας αναφορά στις συνδυασμένες δράσεις και πρωτοβουλίες που έχουμε αναλάβει για να στηρίξουμε την ελληνική βιομηχανία. Ξεκινώ από το διαχρονικό φλέγον ζήτημα για τον κλάδο που αφορά στη μείωση του ενεργειακού κόστους.
Πρώτο, το μέτρο της διακοψιμότητας. Η σχετική υπουργική απόφαση δημοσιεύθηκε το Δεκέμβρη του 2015 με αρχική διάρκεια ισχύος μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 2017. Αποτιμώντας τα θετικά αποτελέσματα της εν λόγω δράσης, οι ελληνικές αρχές υπέβαλλαν προς την Κομισιόν αίτημα παράτασης του μέτρου. Το Δεκέμβρη του 2017, καταφέραμε την παράταση της διακοψιμότητας για δύο ακόμα έτη. Καταργήθηκε επίσης, ήδη από το 2016, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή, ενώ μειώθηκαν σημαντικά οι σχετικοί συντελεστές στο φυσικό αέριο για βιομηχανική χρήση. Το ίδιο έτος αναθεωρήθηκαν οι χρεώσεις της ΔΕΗ αναφορικά με την υψηλή τάση και η εταιρεία προχώρησε στη σύναψη νέων συμβολαίων με ενεργοβόρες βιομηχανίες. Προχωρά σήμερα το άνοιγμα της λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών οδηγεί σε πιο ανταγωνιστικές προσφορές προς τους καταναλωτές. Ταυτόχρονα, προς την ίδια κατεύθυνση, θα συμβάλλει και το μέτρο της σταδιακής απομείωσης της χρέωσης που επιβαρύνει τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Το δίκτυο φυσικού αερίου επεκτείνεται διαρκώς, τόσο στην Αττική όσο και στην επαρχία, δίνοντας τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια οικονομικότερη πηγή ενέργειας. Τέλος, τίθεται εντός του 2019 σε εφαρμογή το Target Model και το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Το νέο μοντέλο θα ενισχύσει σημαντικά τις βιομηχανίες, καθώς αφενός θα διαμορφωθούν οικονομικά προσιτές τιμές ενέργειας, αφετέρου θα μπορούν και οι ίδιες να συμμετέχουν στην αγορά συνάπτοντας διμερείς συμβάσεις με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και εμπόρους. Ήδη, εξασφαλίσαμε τη διάθεση 300 εκατ. € μέχρι το 2021 για την ενεργειακή αναβάθμιση ενεργοβόρων βιομηχανιών και μεταποιητικών μονάδων, με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας και τη μείωση του κόστους παραγωγής τους. Το μέτρο θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και σε συνδυασμό με τα προγράμματα για την ενεργειακή αναβάθμιση ιδιωτικών κατοικιών και δημόσιων κτιρίων, που θα υλοποιηθούν το επόμενο διάστημα, θα οδηγήσει σε σημαντική αναζωογόνηση του κατασκευαστικού κλάδου, μέσω της ενεργειακής σπατάλης και των εκπομπών αερίων.
Δεύτερη κατηγορία δράσεων, αποτελούν οι ουσιαστικές θεσμικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος, την άρση χρόνιων παθογενειών και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για πρώτη φορά στη χώρα μας, ένα απλό συνεκτικό και σαφές πλαίσιο αδειοδότησης και εποπτείας των επιχειρήσεων διαμορφώνεται επιτέλους. Ήδη απλοποιήσαμε και επιταχύναμε τη διαδικασία της αδειοδότησης των επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να ξεκινούν τη λειτουργία τους άμεσα, με μία απλή ηλεκτρονική διαδικασία. Περισσότερες από 35.000 επιχειρήσεις έχουν κάνει, ήδη, χρήση του πληροφοριακού συστήματος για την γνωστοποίηση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων από τον Ιούνιο του 2017 που ξεκίνησε τη λειτουργία του. Οι περισσότερες από τις οικονομικές δραστηριότητες έχουν, ήδη, υπαχθεί στο νέο αδειοδοτικό καθεστώς, ενώ πάνω από το 90% θα έχει ενταχθεί μέχρι τα μέσα του ερχόμενου Ιουνίου. Έως τότε, θα έχει ολοκληρωθεί η απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης επιχειρήσεων των λοιπών κλάδων μεταποίησης και των περιβαλλοντικών υποδομών. Ωστόσο, για να είναι πραγματικά αποτελεσματική η απλοποίηση των αδειοδοτήσεων έπρεπε και πρέπει να επιλυθούν και άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η χωροθέτηση.
Σε αυτήν την κατεύθυνση προχωρούν παράλληλα οι δράσεις της κτηματογράφησης, της κύρωσης των δασικών χαρτών και ο χωρικός σχεδιασμός, με σαφείς δράσεις και σφικτά χρονοδιαγράμματα.
Αρκεί να αναφερθεί ότι από σύστασης του ελληνικού κράτους μέχρι το 2016 είχαν κυρωθεί δασικοί χάρτες στη χώρα που κάλυπταν μόλις το 0,6% της επικράτειας της.
Από το 2016 μέχρι σήμερα έχουν κυρωθεί οι δασικοί χάρτες για το 32,2% και συνεχίζουμε με τον ίδιο ρυθμό.
Παράλληλα αναθεωρείται, εκσυγχρονίζεται και γίνεται πιο λειτουργικό για την επιχειρηματική πρωτοβουλία, το θεσμικό πλαίσιο τόσο για τις ανώνυμες εταιρείες όσο και τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης.
Αυτή η εκ βάθρων αναθεώρηση για μεν τις ΕΠΕ ήταν πάγιο αίτημα δεκαετιών, υλοποιείται και επικροτήθηκε από το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου.
Ομοίως, ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες, έρχεται να αντικαταστήσει μετά από σχεδόν 100 χρόνια τον εν πολλοίς παρωχημένο υφιστάμενο νόμο.
Μέσα στον επόμενο μήνα θα τεθεί σε λειτουργία και η νέα Υπηρεσία Μιας Στάσης για τη σύσταση εταιρειών, καθιστώντας για πρώτη φορά δυνατή την σύσταση εταιρείας μέσα σε λίγη ώρα από τον προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Τρίτη κατηγορία δράσεων και μεταρρυθμίσεων αποτελούν οι αλλαγές στο δικαστικό και φορολογικό σύστημα.
Κωδικοποιούμε και απλοποιούμε τη νομοθεσία για να διευκολύνουμε την απονομή δικαιοσύνης από τα ελληνικά δικαστήρια.
Ενισχύουμε διοικητικά, με προσωπικό και υποδομές τα δικαστήρια που χειρίζονται υποθέσεις οικονομικού ενδιαφέροντος ώστε να μην εγκαταλείπονται επενδύσεις εξαιτίας καθυστερήσεων.
Στο φορολογικό σύστημα, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι προχωρήσαμε στην πλήρη μεταμόρφωση του, αποσπώντας εύσημα από τον ΟΟΣΑ, με μέτρα για την πραγματική πάταξη του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής και ταυτόχρονα εκσυγχρονίσαμε όλο το μηχανισμό με την εισαγωγή των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες.
Τα μέτρα αυτά έχουν μετρήσιμη απόδοση κι όχι θεωρητική και δικαιώνουν την άποψη μας ότι μέσω της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος μπορούμε να αποφύγουμε τις επιπτώσεις της υπερβολικής φορολόγησης, ή τουλάχιστον ένα μέρος των επιπτώσεων αυτών.
Φίλοι και φίλες, κυρίες και κύριοι,
Η βιομηχανική μας πολιτική στηρίζεται στο τρίπτυχο «ολοκληρωμένες αλυσίδες αξίας – εξωστρέφεια – φορολογική βιωσιμότητα».
Εξειδικεύεται δε, με μια σειρά δράσεων που δίνουν έμφαση στους εξής στόχους:
• δημιουργία αλυσίδων αξίας μέσω συνεργατικών σχηματισμών και δικτυώσεων,
• υποστήριξη της εξαγωγικής τους δραστηριότητας και της παρουσίας τους στις διεθνείς αγορές,
• ενθάρρυνση των παραγωγικών επενδύσεων στην καινοτομία για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
• αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων και των συνεργατικών σχημάτων και δικτύων
• βελτίωση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Θέτουμε τα βιομηχανικά και επιχειρηματικά πάρκα στο επίκεντρο του σχεδιασμού μας, ως δραστικό μέσο προστασίας και αναβάθμισης του φυσικού και οικονομικού περιβάλλοντος.
Για πρώτη φορά, προχωρήσαμε στην εκπόνηση εθνικού επιχειρησιακού σχεδίου, που θα θεσμοθετηθεί τους επόμενους μήνες, στο οποίο γίνεται καταγραφή των Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων (ΑΒΣ) στην ελληνική επικράτεια και καθορίζονται οι περιοχές όπου καθίσταται απαραίτητη η ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων τα επόμενα χρόνια.
Σε συνδυασμό με τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουμε αναπτύξει, αναπτύσσουμε μια ολοκληρωμένη στρατηγική ώστε να δοθούν κίνητρα για τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων σε οργανωμένους υποδοχείς.
Έτσι, η βιομηχανική δραστηριότητα εξορθολογίζεται και διασφαλίζονται οι αναγκαίες υποδομές, δίνοντας παράλληλα ώθηση και στην ανάπτυξη.
Έχουμε ακόμη συστήσει το Φόρουμ για τη διακλαδική σύνδεση της Βιομηχανίας, της Αγροδιατροφής και του Τουρισμού, το οποίο στοχεύει στην προώθηση μέτρων για τη χρήση των ελληνικών προϊόντων στις τουριστικές επιχειρήσεις.
Επόμενη κατηγορία παρεμβάσεων αποτελεί η επίλυση του κρίσιμου ζητήματος της χρηματοδότησης.
Η χρηματοδότηση της βιομηχανίας προϋποθέτει ένα υγιές και σταθερό τραπεζικό σύστημα και μια δέσμη στοχευμένων αναπτυξιακών εργαλείων.
Η διενέργεια των πρόσφατων stress tests διέψευσε όλες τις επικίνδυνες φημολογίες που κάποιοι πρόθυμα επαναλάμβαναν σχετικά με την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος.
Το νέο πλαίσιο για τα κόκκινα δάνεια και ο εξωδικαστικός συμβιβασμός θα απελευθερώσουν επιπλέον ρευστότητα από τα χαρτοφυλάκια τους, ενώ οι καταθέσεις επιστρέφουν σταθερά πίσω στο τραπεζικό σύστημα.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι πανευρωπαϊκά από τις ισχυρότερες κεφαλαιακά και είναι πάλι έτοιμες να αναλάβουν σταδιακά το διαμεσολαβητικό ρόλο τους στην χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Σε αυτές έρχονται να προστεθούν δυναμικές πηγές ρευστότητας και επενδυτικών πόρων όπως το ΕΣΠΑ, το σχέδιο Γιούνκερ, η υπό σύσταση Αναπτυξιακή Τράπεζα και ειδικά επενδυτικά σχήματα που θα διευκολύνουν την συμμετοχή ιδιωτών αλλά και τον επιμερισμό του ρίσκου.
Ξεκινώντας από το ΕΣΠΑ εισάγουμε μία εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη διαχείριση των πόρων που στηρίζεται στις αρχές της κυκλικής οικονομίας, της βιομηχανικής συμβίωσης, στην επέκταση του κύκλου ζωής των προϊόντων, στην μείωση των αποβλήτων και στη μετατροπή τους σε χρήσιμες πρώτες ύλες για τη βιομηχανία.
Υλοποιούμε λοιπόν μία σειρά από προγράμματα, όπως για παράδειγμα η «Ενίσχυση της περιβαλλοντικής βιομηχανίας» μέσω του οποίου χρηματοδοτούμε νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις που θα ειδικευτούν στην αξιοποίηση των αποβλήτων, στην ανακύκλωση και στη διάθεση πρώτων υλών από επαναχρησιμοποίηση.
Επίσης, το νέο Ταμείο Υποδομών, χρηματοδοτεί με ευνοϊκούς όρους μικρά και μεσαία έργα υποδομών, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, του περιβάλλοντος, αλλά και της βιομηχανίας, μέσω της χρηματοδότησης των βιομηχανικών – βιοτεχνικών πάρκων, καθώς και έργα τουρισμού και αστικής ανάπτυξης.
Δίνουμε βαρύτητα στην ψηφιακή αναβάθμιση των επιχειρήσεων μέσω και αντίστοιχων προγραμμάτων όπως το «Ψηφιακό Βήμα» και το «Ψηφιακό Άλμα» που αφορούν το σύνολο των κλάδων.
Ενισχύουμε την έρευνα, την καινοτομία και τη σύνδεσή της με την παραγωγή και τις επιχειρήσεις, με το πρόγραμμα Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ. Και επιτρέψτε μου να πω σε σχέση με τα προγράμματα αυτά, να μεταφέρω και ένα νέο. Αύριο θα το μάθουμε και επισήμως, παρά το γεγονός ότι μειώνονται οι πόροι πανευρωπαϊκά, την επόμενη περίοδο η Ελλάδα θα έχει αυξημένους πόρους ευρωπαϊκής χρηματοδότησης σε ότι αφορά τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Και αυτό είναι μία πολύ σημαντική επιτυχία, που σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα τρία τελευταία χρόνια αποκαταστήσαμε μία εικόνα και καταφέραμε, από εκεί που ήμασταν άλλες φορές στο τέλος, άλλη φορά στη μέση, σε ότι αφορά τον βαθμό απορροφητικότητας ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, να φιγουράρουμε στις πρώτες θέσεις της απορροφητικότητας.
Στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο δίνεται επίσης έμφαση στην καινοτομία και την εξωστρέφεια καθώς και στις συνέργειες και δικτυώσεις των επιχειρήσεων με δυο ομώνυμα προγράμματα.
Απώτερος σκοπός, είναι να βοηθήσουμε το βιομηχανικό τομέα να σηκώσει το βάρος της ανάσχεσης της αποεπένδυσης που κλόνισε το παραγωγικό σύστημα της χώρας τα χρόνια της βαθιάς ύφεσης.
Όλες οι αναπτυγμένες οικονομίες ελκύουν ξένες επενδύσεις και αν θέλετε η μεγάλη συζήτηση όλα τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα δικαίως είναι η συζήτηση για το πώς θα έχουμε την δυνατότητα να έχουμε περισσότερες ξένες επενδύσεις. Ελκύουν ξένες επενδύσεις αλλά δεν βασίζονται αποκλειστικά σε αυτές.
Στηρίζονται πρωτίστως στην εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα.
Αντίθετα χώρες που βάσισαν αποκλειστικά την ανάπτυξή τους στην εισροή ξένων κεφαλαίων, αποδείχτηκαν ευάλωτες στην απότομη μεταστροφή των επενδυτικών σχεδιασμών και οδηγήθηκαν πιο εύκολα σε εσωτερική κρίσεις και αστάθεια.
Η Ελλάδα ανέκαθεν στηριζόταν κυρίως στην εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα με τις άμεσες ξένες επενδύσεις να αποτελούν μικρό ποσοστό του ΑΕΠ.
Η δική μας πρωτοβουλία είναι αυτή, η εγχώρια πρωτοβουλία, που θα δώσει το σήμα και στη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Σήμερα χρειαζόμαστε μια ταυτόχρονη επενδυτική αύξηση σε όλους τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και ιδίως σε αυτούς με την υψηλότερη προστιθέμενη αξία.
Μιλάμε ωστόσο για επενδύσεις και εννοούμε φυσικά τις παραγωγικές επεκτάσεις, τις υποδομές, τον εξοπλισμό, αλλά, σε τελική ανάλυση οι επενδύσεις είναι η υλική αποτύπωση της θετικής ψυχολογίας, της πίστης στις μελλοντικές δυνατότητες της οικονομίας καθώς και η επικράτηση των θετικών προσδοκιών απέναντι στην καταστροφολογία και στα πιθανά αρνητικά ενδεχόμενα, που θα είναι πάντοτε παρόντα για διάφορους λόγους.
Δίνοντας μια άλλη διάσταση θα μπορούσα να πω ότι η επικράτηση των θετικών προσδοκιών απέναντι στην καταστροφολογία είναι και η νίκη της ελπίδας σε ένα καλύτερο αύριο, απέναντι στο φόβο και την αβεβαιότητα.
Και πιστεύω ότι είναι στο χέρι μας να μην επιτρέψουμε η πικρή εμπειρία της κρίσης να γίνει μοίρα για τον τόπο μας.
Όποτε χρειάστηκε στο παρελθόν αναζητήσαμε κοινούς τόπους και παρά τις διαφωνίες καταφέραμε προωθητικές συγκλίσεις.
Πιστεύω ότι σήμερα αυτό το έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ ο τόπος, μαζί με τον κόσμο της εργασίας, να επενδύσουμε στο μέλλον της χώρας δίνοντας υπόσταση στα σχέδια ζωής και δημιουργίας των ανθρώπων αυτής της χώρας.
Για να γίνει αυτό πράξη- και πιστεύω ότι ο φίλος μου ο Ζίγκμαρ Γκαμπριελ το γνωρίζει πολύ καλά- χρειάζεται μια νέα αντίληψη για την ανάπτυξη.
Μια αντίληψη που να θεωρεί την εργασία συστατικό παράγοντα της ανάπτυξης κι όχι αναλώσιμο στοιχείο.
Είναι γεγονός ότι σήμερα η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται προς νέες κατευθύνσεις.
Περνάμε στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας και της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Οι παραγωγικές σχέσεις επανεντατικοποιούνται, και θα έλεγα επανεντατικοποιούνται και επαναστικοποιούνται, με σαρωτικές συνέπειες για τη βιομηχανία και το εργατικό δυναμικό που απασχολείται σε αυτή.
Σε κάθε εποχή μετάβασης παραδοσιακά επαγγέλματα καθίστανται παρωχημένα και παραχωρούν τη θέση τους σε νέα, δημιουργώντας την ανάγκη για προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στην παρακολούθηση των αλλαγών και την παροχή των απαραίτητων γνώσεων και δεξιοτήτων.
Ακριβώς για να ανταποκριθούμε στα νέα δεδομένα, αν θέλουμε να κάνουμε μία πολύ ουσιαστική συζήτηση, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Και να εφαρμόσουμε μια εκπαιδευτική πολιτική που να συνδέεται με τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, την διαρκή εκπαίδευση και την επανακατάρτιση, ώστε να μη μένει κανείς πίσω ή στο περιθώριο εξαιτίας των μεταβολών του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες, οι άνισες ευκαιρίες πρόσβασης και το χάσμα της εισοδηματικής απόστασης κατά την αφετηρία είναι από τις βασικές αιτίες παγίωσης και διαιώνισης των ανισοτήτων.
Εμείς, αγαπητοί φίλοι, πιστεύουμε σε αυτό που έχουμε ονομάσει Δίκαιη Ανάπτυξη. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους διεθνείς και να μιλήσουμε και με την ακριβή μετάφραση του όρου inclusive growth, στην συμπεριληπτική ανάπτυξη, ας το πω έτσι. Πιστεύουμε ότι η δίκαιη, η συμπεριληπτική ανάπτυξη είναι η μόνη προοδευτική απάντηση σε όλα τα παραπάνω διακυβεύματα που προσπάθησα να θέσω και να σκιαγραφήσω με την σημερινή μου ομιλία.
Γιατί αυτή μπορεί να συμφιλιώσει την ανάγκη για ανταγωνιστικότητα σε ένα παγκοσμιοποιημενο περιβάλλον, με την απαίτηση για αξιοπρεπή διαβίωση και μείωση των ανισοτήτων.
Κι αυτό είναι εφικτό μόνο μέσω της επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Είναι ο μόνος τρόπος να εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη στα συλλογικά προτάγματα, όπως είναι η ανάπτυξη και η δίκαιη κατανομή του πλούτου και έτσι να ισχυροποιήσουμε και πάλι τις δημοκρατίες μας, που κινδυνεύουν από έλλειμμα εσωτερικής κοινωνικής συνοχής.
Φίλες και φίλοι, η κρίση μας δίδαξε πολλά, κι εννοώ ως πολιτικό σύστημα, ως κοινωνία, έστω κι αν αυτό έγινε με επώδυνο τρόπο.
Για να την υπερβούμε έπρεπε να φτάσουμε στα όρια των δυνατοτήτων μας και να κάνουμε την υπέρβαση.
Κυρίως μας δίδαξε ότι δεν πρέπει ποτέ να αποστρέφουμε το βλέμμα μας απέναντι στα προβλήματα αλλά, να τα αντιμετωπίζουμε ευθέως και με υπευθυνότητα.
Και να μην εγκαταλείπουμε το πλοίο στα δύσκολα.
Αυτή είναι πιστεύω υποχρέωση όλων μας, από οποιαδήποτε θέση ευθύνης και αν βρισκόμαστε, από οποιαδήποτε θέση ευθύνης μπορούμε να προσφέρουμε στο τόπο.
Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καλές εργασίες, καλές αποφάσεις και καλή συνέχεια στη γόνιμη προσπάθεια σας.