Ομιλία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα κατά τη συζήτηση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου
Ομιλία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα κατά τη συζήτηση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Η σημερινή συνεδρίαση έχει μία ιστορική σημασία. Θα μπορούσα να σπαταλήσω χρόνο και να απαντήσω στον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Φρονώ ότι δεν έχει νόημα να το κάνω. Και δεν έχει νόημα να το κάνω, διότι είναι ιστορικό το διακύβευμα. Τούτη την ώρα δεν έχει κανένα νόημα μία μικροκομματική αντιπαράθεση. Δεν υπάρχει Έλληνας που να μην γνωρίζει τι πράξατε, τι αφήσατε, πώς δραπετεύσατε, ενώ, αν συνεχίζατε, θα μας φέρνατε όχι οκτώ αλλά δεκαέξι δισεκατομμύρια, με βάση τα πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν ορίσει οι εταίροι, οι δανειστές στο 3% και στο 4,5%.

Όμως, αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Τούτη την ώρα είμαστε αντιμέτωποι με την ιστορία. Τούτη την ώρα πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να πούμε λόγια σταράτα και ειλικρινή. Τι νόημα έχει μία ακόμα αντιπαράθεση κοινοβουλευτική και μάλιστα μεταμεσονύκτια, με δική σας ευθύνη, που δεν θέλατε να είναι παρούσα η Πρόεδρος κατά τη διάρκεια της ομιλίας σας;

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Η σημερινή ημέρα πράγματι θα μείνει στην ιστορία με μελανά χρώματα, στην κοινή ευρωπαϊκή μας ιστορία με μελανά χρώματα, όχι μόνο γιατί κάποιοι αποφάσισαν έξω και πέρα από κάθε θεσμική διαδικασία, έξω και πέρα από τους κοινούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συνθηκών της, να συνεδριάσουν στο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, αποκλείοντας έναν ισότιμο εταίρο και αυτό δεν είναι στοιχείο για το οποίο κάποιος μπορεί να επιχαίρει. Η χώρα μας είναι, και κάποιοι αποκλείουν τη χώρα μας από μία διαδικασία, χωρίς να έχουν δικαίωμα.

Θα μείνει, όμως, με μελανά γράμματα στην ευρωπαϊκή ιστορία ως μία μέρα όπου σ’ ένα ευρωπαϊκό συμβούλιο, σ’ αυτό των Υπουργών Οικονομικών, αμφισβητήθηκε το δικαίωμα ενός κυρίαρχου λαού να αποφασίσει δημοκρατικά για το μέλλον του.

Σήμερα οι Υπουργοί Οικονομικών, με την εξαίρεση βέβαια αρκετών που τοποθετήθηκαν διαφορετικά, στην ουσία τι μας είπαν; Μας είπαν ότι δεν επιτρέπουν στη δημοκρατία να αναπνεύσει. Η απάντηση του ελληνικού λαού σε αυτή την επιλογή πρέπει να είναι πάνδημη.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Δεν θα ζητήσουμε στη χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία την άδεια από τον κ. Σόιμπλε και τον κ. Ντάισελμπλουμ για να δώσουμε το λόγο στον ελληνικό λαό! Δεν θα ζητήσουμε την άδεια από τον κ. Σόιμπλε και τον κ. Ντάισελμπλουμ να προφυλάξουμε, να διαφυλάξουμε τη δημοκρατία στον τόπο που γεννήθηκε. Το δημοψήφισμα, για να αποφασίσει κυρίαρχα ο ελληνικός λαός για το μέλλον του, την επόμενη Κυριακή θα γίνει κανονικά είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν οι εταίροι μας.

Ο ελληνικός λαός θα αποφασίσει κυρίαρχα και όλοι μας θα σεβαστούμε την ετυμηγορία του, όποια και αν είναι αυτή, γιατί έχουμε υποχρέωση πάνω απ’ όλα να υπερασπιστούμε το ελληνικό Σύνταγμα, τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Έχουμε ιερή υποχρέωση απέναντι στους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού.

Θα υπερασπιστούμε τη δημοκρατία. Θα υπερασπιστούμε τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά θα υπερασπιστούμε ταυτόχρονα και τις ιδρυτικές αξίες της Ευρώπης. Και η Ευρώπη έχει μια μακρά παράδοση δημοκρατίας. Δεν την έστησε αυτή την παράδοση ούτε το Eurogroup, ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που ήρθε στην Ευρώπη, απ’ ό,τι φαίνεται, για να διχάσει την Ευρώπη.

Αυτή την παράδοση την έχτισαν οι μεγάλοι ευρωπαϊστές ηγέτες: ο Αντενάουερ, ο Χέλμουτ Σμιτ, ο Βίλλυ Μπραντ, ο Μιτεράν, ο Σπινέλι, ο Μπερλινγκουέρ. Αυτή την παράδοση την έχτισαν οι λαοί με τους αγώνες τους. Αυτή η παράδοση αποτελεί το αδιαμφισβήτητο δημοκρατικό κεκτημένο της Ευρώπης.

Η έκφραση της βούλησης των λαών με δημοψηφίσματα δεν είναι κάτι καινούργιο στην Ευρώπη. Για τη συνθήκη του Μάαστριχτ, για τη Λισαβόνα και για το Ευρωσύνταγμα έγιναν δημοψηφίσματα σε αρκετές χώρες. Γιατί, λοιπόν, τόση αντίδραση;

Είπε κανείς στους Γάλλους πολίτες, όταν αποφάσιζαν για το πιο θεμελιώδες για την Ένωση ζήτημα –τι πιο θεμελιώδες από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το απέρριψαν- ότι αυτό δεν επιτρέπεται; Τους υπέδειξε κανείς ποιο ερώτημα θα βάλουν; Τους είπε κανείς ότι αν ψηφίσουν «ΟΧΙ» στο Ευρωσύνταγμα, ουσιαστικά ψηφίζουν την αποχώρησή τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Γιατί, λοιπόν, σήμερα κάποιοι φοβούνται τόσο πολύ την ετυμηγορία του ελληνικού λαού και γιατί εκβιάζουν τόσο πολύ; Μόνο που ας αναλογιστούν ότι καμιά φορά ο εκβιασμοί έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Και το λέω αυτό, γιατί κάποιοι νομίζουν ότι το θέμα της Ελλάδας είναι ένα παιχνίδι.

Η αξιοπρέπεια ενός λαού, όμως, δεν είναι παιχνίδι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ενός λαού λεηλατημένου πέντε χρόνια τώρα από άδικα και βάναυσα προγράμματα λιτότητας. Ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι, τρία εκατομμύρια φτωχοί, χιλιάδες λουκέτα, ανεργία, νέοι που φεύγουν μαζικά έξω από τη χώρα. Αυτά δεν έγιναν τους τελευταίους πέντε μήνες της πραγματικής διαπραγμάτευσης. Αυτά έγιναν τα πέντε χρόνια του μνημονίου της σκληρής λιτότητας, μια τραγωδία που πρέπει, επιτέλους, να τελειώνει. Αυτό το παιχνίδι τελείωσε με την ετυμηγορία του ελληνικού λαού στις 25 του Γενάρη και αυτό το παιχνίδι θα τελειώσει οριστικά με τη νέα ετυμηγορία του ελληνικού λαού την επόμενη Κυριακή.

Ας έχουμε, όμως, επίγνωση ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο κουρνιαχτός, οι αντιδράσεις και ο εκβιασμός τόσο μεγαλύτερο είναι και το πρόβλημα που δεν μπορεί να κρυφτεί και από την άλλη πλευρά.

Λογαριάζουν, ίσως, ότι με απειλές, εκβιασμούς, με προσπάθεια δημιουργίας πανικού, θα λυγίσουν τη βούληση ενός λαού που ζητά να ζήσει με αξιοπρέπεια. Κάνουν μεγάλο λάθος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, γιατί ο λαός της θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια.

Πόσο, άραγε, κοστολογείται η αξιοπρέπεια ενός λαού από τους οίκους αξιολόγησης; Πόσο την αποτιμούν; Πόσο κοστολογείται η αξιοπρέπεια ενός λαού στα χρηματιστήρια; Με πόσες δανειακές δόσεις, για να ξεπληρώσουμε χρέη δυσβάσταχτα και αβίωτα, μπορεί να ανταλλάξει κανείς αυτή την αξία;

Χθες μας εκβίαζαν με τη ρευστότητα, σήμερα μας εκβιάζουν με τις τράπεζες, τον φόβο, τον πανικό, την κινδυνολογία. Κάποια στιγμή όμως και οι εκβιασμοί στερεύουν. Θέλω σήμερα να θυμηθώ μια σπουδαία φράση ενός πολιτικού άνδρα από την εποχή του New Deal στις Ηνωμένες Πολιτείας που είχε πει «ο μόνος μας φόβος είναι ο φόβος». Το μόνο που έχει να φοβηθεί σήμερα ο ελληνικός λαός μετά από τόσα χρόνια λεηλασίας είναι ο ίδιος ο φόβος. Το λέω αυτό, διότι από χθες το βράδυ ξεκίνησε μία απίστευτη προπαγάνδα φόβου, η οποία θα κλιμακωθεί μέχρι την επόμενη Κυριακή.

Ας ξέρουν όμως, το επαναλαμβάνω, ότι καμιά φορά η τρομοκρατία όταν γίνεται τόσο εξόφθαλμα, οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Πεισμώνει ο κόσμος. Διότι οι Έλληνες -οι προηγούμενες γενιές- έχουμε περάσει μεγάλες δυσκολίες, πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές, στη σύγχρονη ιστορία μας και οι Έλληνες γνωρίζουν να αψηφούν το φόβο και να αντέχουν. Είμαστε ένας λαός που αγαπά την ειρήνη. Όταν όμως μας κηρύττουν τον πόλεμο, ξέρουμε να πολεμάμε και ξέρουμε να νικάμε.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

πέντε μήνες τώρα, από τις πρώτες μέρες της εκλογής μας, δώσαμε μια σκληρή και ειλικρινή μάχη για τον λαό και την πατρίδα μας, για τον τερματισμό της λιτότητας και την αλλαγή πολιτικής μέσα στην ευρωζώνη. Διαπραγματευτήκαμε με την πλάτη στον τοίχο και σε συνθήκες πρωτοφανούς και εκβιαστικής χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, για να υλοποιήσουμε ακριβώς αυτή την εντολή που πήραμε.

Παρά τις συνθήκες αυτές, κάθε πολίτης αυτού του τόπου γνωρίζει ότι η Ελλάδα πραγματικά αυτούς τους μήνες και η Ελληνική Κυβέρνηση έκανε μία ειλικρινή προσπάθεια διαπραγμάτευσης με αποφασιστικότητα, με αξιοπρέπεια.

Από την πρώτη μέρα έως και σήμερα μείναμε και παραμένουμε αταλάντευτοι σε αυτή την αρχή του διπλού σεβασμού, όπως -αν θυμάμαι καλά- πρώτος τη διατύπωσε το Φλεβάρη ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών, ο Μισέλ Σαπέν. Σεβασμός στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού, από τη μια, για αλλαγή, σεβασμός και στους κοινούς κανόνες που μας ενώνουν στην ευρωζώνη, από την άλλη πλευρά. Αυτός ήταν ο βασικός μας προσανατολισμός.

Διαπραγματευτήκαμε με ανοιχτά χαρτιά και με διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας, με στόχο έναν έντιμο συμβιβασμό, δηλαδή στο να καταλήξουμε σε μία αμοιβαία, επωφελή συμφωνία με τους εταίρους μας. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτούς τους μήνες έκανα και προσωπικά ό,τι ήταν δυνατό σε αυτή την κατεύθυνση. Στο τέλος της ημέρας, όμως, η αίσθησή μου είναι ότι επικράτησαν, δυστυχώς, οι ακραίες φωνές μεταξύ των εταίρων και των θεσμών. Όσο και αν υπήρξαν ειλικρινείς προθέσεις -οφείλω να ομολογήσω ιδίως από την πλευρά Γιουνκέρ- υπήρξε και επιμονή ως προϋπόθεση μάλιστα για συμφωνία αυτή να εγκριθεί και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη στιγμή μάλιστα που όλοι γνωρίζουν ότι το Ταμείο δεν πρόκειται να συνεχίσει όπως και έχει ένα χρόνο σταματήσει εκταμιεύσεις. Από το προηγούμενο καλοκαίρι του 2014 δεν εκταμιεύει χρήματα για το ελληνικό πρόγραμμα, διότι γνωρίζει ότι δεν υπάρχει προοπτική σταθερότητας και βιωσιμότητα στο χρέος.

Η επιμονή, λοιπόν, να υπάρχει σώνει και καλά και το Ταμείο στην απόφαση, τη στιγμή μάλιστα που σε όλους είναι σχεδόν σαφές ότι δεν θα συνεχίσει εκταμιεύσεις, ήταν μια επιμονή που περιόρισε ασφυκτικά κάθε πιθανότητα ενός έντιμου συμβιβασμού.

Θα γνωρίζετε επίσης φαντάζομαι όλοι σας ότι σε αυτή την προσπάθεια πράγματι εξαντλήσαμε κάθε όριο παραχωρήσεων, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία.

Ίσως αυτό κάποιοι να το είδαν ως αδυναμία, ως ευκαιρία όχι για συμβιβασμό, αλλά ως ευκαιρία για εξάντληση, συρρίκνωση της πολιτικής μας αξιοπιστίας, ως ευκαιρία για εκδίκηση και τιμωρία μιας διαφορετικής φωνής μέσα στην Ευρώπη, με στόχο να παραδειγματιστούν και οι άλλοι λαοί, να μη σηκώσουν κεφάλι, να δημιουργήσουν ένα τετελεσμένο, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια, δεν υπάρχει χαραμάδα προσδοκίας και ελπίδας για αλλαγή μέσα σε αυτή την Ευρώπη, στην ευρωζώνη των σκληρών συντηρητικών που επικρατούν.

Θα θυμάστε ίσως ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή -την τελευταία στιγμή!- σε μια προσπάθεια να υπάρχει συμφωνία καταθέσαμε ισοδύναμα μέτρα στις υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις των δανειστών -υψηλά υπερβολικές απαιτήσεις σε σχέση με τη δική μας εκτίμηση για το υπάρχον δημοσιονομικό κενό για το 2015 και το 2016- με τη διαφορά όμως ότι επιλέξαμε τα βάρη να κατανεμηθούν με το κριτήριο της δικαιοσύνης σε αυτούς που αντέχουν να τα σηκώσουν και όχι σε αυτούς που έχουν σηκώσει πέντε χρόνια όλα τα βάρη και δεν αντέχουν άλλο.

Όμως, την κρίσιμη ώρα, με επιμονή κυρίως του Ταμείου, ζήτησαν να αφαιρέσουμε ή να μετριάσουμε τις προτάσεις μας για τη φορολόγηση του πλούτου. Την επιβολή έκτακτης εισφοράς ζήτησαν να την απαλείψουμε στα κέρδη των επιχειρήσεων πάνω από 500.000 ευρώ. Ζήτησαν και την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης νομικών προσώπων κατά 3%, καθώς και την πρόταση για επαναφορά των εργοδοτικών εισφορών στο προηγούμενο επίπεδό τους, πριν από ενάμιση χρόνο, στο 2,9%.

Μας ζήτησαν και μας είπαν στο όνομα των μη υφεσιακών μέτρων –ακούστε, ακούστε, ποιοι;- αυτοί που επισήμως παραδέχθηκαν πριν από λίγα χρόνια ότι έκαναν λάθος στους πολλαπλασιαστές της ύφεσης, που έχουν καταδικάσει μια οικονομία σε ύφεση πέντε χρόνια τώρα, στο όνομα των μη υφεσιακών μέτρων. Αν ρίξουμε τα βάρη –λέει- στους πλουσιότερους, θα έχουμε υφεσιακά μέτρα. Αν τα ρίξουμε στις συντάξεις και τους μισθούς, δεν θα έχουμε υφεσιακά μέτρα. Αν αυξήσουμε το ΦΠΑ, δεν θα έχουμε υφεσιακά μέτρα.

Στο όνομα, λοιπόν, αυτής της ιδεοληψίας τους, μας ζήτησαν να ξαναφορτώσουμε τα βάρη στους συνταξιούχους, να κόψουμε συντάξεις, ακόμα και το επίδομα και τις πιο χαμηλές συντάξεις. Παράλληλα, μας κατέστησαν σαφές ότι δεν τους ενδιαφέρουν τα πρόσθετα έσοδα από τον έλεγχο του παράνομου πλούτου και ότι δεν πρόκειται να τα υπολογίσουν στα μακροοικονομικά τους σενάρια.

Μας ζήτησαν, επίσης, να αυτοεξαιρεθούμε από το ευρωπαϊκό κεκτημένο των συλλογικών διαπραγματεύσεων που κατοχυρώνει το άρθρο 28 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διατηρήσουμε τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα στο σημερινό επίπεδο της φτώχειας. Μας ζήτησαν τη νομοθέτηση των ομαδικών απολύσεων και του εργοδοτικού lock out, όταν η ίδια η τρόικα είχε συμφωνήσει στην εξαίρεσή τους από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2013.

Και ενώ είχαμε συμφωνήσει να ξεκινήσουμε τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος τον ερχόμενο Οκτώβρη, απαίτησαν να προηγηθεί η μείωση των κύριων και των επικουρικών συντάξεων, ώστε να προκαταλάβουν το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης. Απαίτησαν, επίσης, την εκτόξευση του ΦΠΑ στον τουρισμό, δηλαδή στα ξενοδοχεία και την εστίαση, από το 6,5% στο 23%. Με αυτή την επιμονή τους οι ίδιοι προκαλούν εύλογα ερωτήματα: Άραγε για ποιον δουλεύουν; Ποια συμφέροντα εξυπηρετούν; Ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούν αυτοί που θέλουν να οδηγήσουν σε ξαφνικό θάνατο το πιο ισχυρό, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας διεθνώς, τον τουρισμό;

Άκουσα ένα εύλογο σχόλιο: «Αντί να αυξήσουν 17 μονάδες το ΦΠΑ στον τουρισμό, ας βγάλουν μια ταξιδιωτική οδηγία να μην έρχονται τουρίστες στη χώρα μας».  Τέλος, δεν έδωσαν τίποτα πιο συγκεκριμένο για το θέμα του χρέους, παρά μονάχα την ίδια αόριστη υπόσχεση που έδωσαν και στις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι κάποια στιγμή θα το δούμε κι αυτό. Επιπλέον, έδωσαν ένα εξαιρετικά ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα χρηματοδότησης, ενώ σύμφωνα με την απόφαση της 20ης Φλεβάρη, η ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης στις 30 του Ιούνη συνεπάγεται αυτόματα την εκταμίευση της τελευταίας δόσης σε εκκρεμότητα ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων. Με την παράταση της ισχύουσας συμφωνίας ως το Δεκέμβρη του 2015, προσέθεσαν τέσσερις μηνιαίες αξιολογήσεις.

Με δυο λόγια, μας είπαν ρευστότητα με το σταγονόμετρο και σκληρή επιτήρηση, ενώ την ίδια στιγμή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα διατηρούσε το δικαίωμα να αποφασίσει μονομερώς τον Οκτώβρη αν θα εκταμίευε ή όχι τις οφειλόμενες από το 2014 δόσεις των 3,5 δισεκατομμυρίων. Με άλλα λόγια, δεν μας ζήτησαν να συμφωνήσουμε. Μας ζήτησαν να παραδώσουμε την πολιτική μας αξιοπρέπεια. Μας ζήτησαν να επιτεθούμε για μια ακόμα φορά και εμείς, όπως οι προηγούμενοι, στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Μας ζήτησαν να βάλουμε και εμείς την υπογραφή μας σε ένα ακόμα σκληρό μνημόνιο ύφεσης και αργού θανάτου για την ελληνική οικονομία.

Δεν το δεχθήκαμε. Αρνηθήκαμε. Αρνηθήκαμε όχι το συμβιβασμό, αλλά την παράδοση της χώρας μας ως νέας οικονομικής αποικίας σε αλλότρια συμφέροντα, αλλά και της οικονομίας μας σε μια νέα υφεσιακή σκοτοδίνη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

επαναλαμβάνω ότι τώρα δεν είναι η ώρα της στείρας μικροκομματικής αντιδικίας, αν και κατανοώ ότι ίσως προκαλεί έκπληξη η στάση που κρατάμε. Είχατε προεξοφλήσει ότι θα παραδοθούμε. Είχατε και μια αντίφαση στην κριτική που μας κάνατε. Μια λέγατε ότι οδηγούμε τη χώρα στα βράχια, την άλλη όμως εναλλάσσατε την επιχειρηματολογία σας με το γεγονός ότι υπογράφουμε μνημόνια. Μας το λέγατε ξανά και ξανά. Ήσασταν βέβαιοι ότι θα το κάνουμε. Ίσως να υπάρχει και ένας μικρός φθόνος βαθιά μέσα σε κάποιους, διότι κάνουμε αυτό που δεν τολμήσατε, αν και θα θέλατε ίσως να κάνετε εσείς, να αντισταθείτε!

Όμως, τώρα δεν είναι η ώρα της αντιδικίας. Τώρα είναι η ώρα να δημιουργήσουμε συνθήκες ομοψυχίας. Είναι η ώρα της πιο πλατιάς κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του δικαιώματος ενός λαού να απαλλαγεί από τη λιτότητα ύστερα από πέντε συνεχή χρόνια. Είναι η ώρα που σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του τόπου οφείλει πρώτα απ’ όλα να διασφαλίσει το δικαίωμα του λαού μας να είναι κύριος των αποφάσεών του, να σφραγίσει ο ίδιος την πορεία της χώρας.

Πολλοί ρωτάνε εύλογα το εξής: «Οι δανειστές μάς δίνουν μια συμφωνία άθλια. Πρέπει να την αρνηθούμε. Η επόμενη μέρα ποια θα είναι;». Κάποιοι έχουν προεξοφλήσει ότι είναι μονόδρομος να αποδεχθούμε ό,τι μας ζητήσουν. Υπήρξαν και πολιτικοί αρχηγοί που το είπαν αυτό –ό,τι και να φέρετε θα το ψηφίσουμε, ό,τι και να φέρετε θα το υπογράψουμε– και άλλοι που δε χρειάζεται να το πουν, διότι το έκαναν πέντε χρόνια τώρα. Όμως, η επόμενη μέρα της δημοκρατικής επιλογής και ενός περήφανου «όχι» στην υποτέλεια, στην αναξιοπρέπεια, θα είναι μια μέρα που θα βρει τη χώρα μας με πολύ πιο ενισχυμένη τη διαπραγματευτική της δυνατότητα, αλλά θα είναι ταυτόχρονα και η ώρα της αλήθειας για του πιστωτές. Θα είναι η ώρα που θα καταλάβουν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να παραδοθεί, ότι η Ελλάδα δεν είναι παιχνίδι που τελείωσε.

Και η πρόθεσή μας για έναν αληθινά έντιμο συμβιβασμό και για μια πραγματικά βιώσιμη συμφωνία θα παραμένει διαρκώς εκεί στο τραπέζι, αλλά στο τραπέζι και μια ειλικρινή διαπραγμάτευση, όχι στο τραπέζι των εκβιασμών. Και όσο πιο πλατιά η κοινωνική και πολιτική συναίνεση του λαού μας που θα εκφράσει την άποψη του κυρίαρχα, όπως προβλέπουν οι κανόνες της Δημοκρατίας, όσο πιο ισχυρή η βούληση του λαού μας, τόσο πιο ισχυρή θα είναι και η θέση της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι. Μόνο έτσι υπάρχει δυνατότητα να πετύχουμε μια συμφωνία με ισχυρό πρόσημο για την ανάπτυξη, την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής, αλλά και με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Η απόφασή μας να εκφραστεί κυρίαρχα ο ελληνικός λαός θέλω να αποσαφηνίσω και να ξεκαθαρίσω ότι δεν αποτελεί απόφαση ρήξης με την Ευρώπη. Είναι μια απόφαση ρήξης με τις πρακτικές που προσβάλλουν την Ευρώπη, με τις πρακτικές του εκβιασμού και του καταναγκασμού. Είναι, αν θέλετε, μια απόφαση επιστροφής στην Ευρώπη των ιδρυτικών της αξιών, του σεβασμού στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, μία απόφαση επιστροφής στην Ευρώπη των αξιών και της δημοκρατίας. Και είναι και μια απόφαση αξιοπρέπειας απέναντι σε πρακτικές ωμού οικονομικού εκβιασμού.

Ακούω πολλούς να αναμασάνε, να μεταφέρουν και σε αυτή εδώ την αίθουσα το επιχείρημα των ακραίων του Βερολίνου ότι η Ευρώπη ταυτίζεται με τα σκληρά μνημόνια ότι η Ευρώπη είναι ισοδύναμο με τον διαρκή καταναγκασμό στη λιτότητα, σε μια λιτότητα δίχως μέλλον.

Και αναρωτιέμαι, μπορούμε εμείς αυτό να το αποδεχθούμε ως γεγονός; Μπορούμε να μην το αμφισβητήσουμε; Έχουμε τεράστια ευθύνη κι απέναντι στο λαό μας, αλλά και απέναντι σε όλους τους λαούς της Ευρώπης, σε αυτούς που είδαν ως μια μεγάλη ελπίδα την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, ως μια ελπίδα γιατί την αναγκαία αλλαγή και το μετασχηματισμό στην Ευρώπη.

Αν δεν το αμφισβητήσουμε τώρα αυτό το δόγμα τότε βάζουμε ταφόπλακα στην ελπίδα. Βάζουμε ταφόπλακα στην ελπίδα για τον αναγκαίο μετασχηματισμό της Ευρώπης. Τελειώνει το όραμα των λαών, αλλά και το όραμα το δικό μας για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής και αποδεχόμαστε, παραδεχόμαστε ότι έχουμε και θα έχουμε μια Ευρώπη της τιμωρίας, μια Ευρώπη των εκβιασμών, μια Ευρώπη των τελεσιγράφων, μια ενωμένη Ευρώπη, που οι λαοί της δεν θα αγαπούν, αλλά θα παραμένουν από καταναγκασμό και όχι από επιλογή.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

είμαι βέβαιος ότι ο ελληνικός λαός θα σταθεί στο ύψος της ιστορίας του και θα πει το μεγάλο «όχι» στο τελεσίγραφο. Κι άλλες φορές, όταν έχει δοθεί τελεσίγραφο στον ελληνικό λαό, απάντησε όπως έπρεπε. Όμως, θα στείλει και μήνυμα δημοκρατίας και αξιοπρέπειας σε όλη την Ευρώπη. Διότι αυτό το «όχι» θα είναι ταυτόχρονα κι ένα μεγάλο «ναι», ένα μεγάλο «ναι» στην απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να απορρίψει ένα τελεσίγραφο που προσβάλλει όχι μόνο τον ελληνικό λαό.

Προσβάλλει τη δημοκρατική παράδοση της Ευρώπης, τις αρχές και τις αξίες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, τη μεταπολεμική δημοκρατική παράδοση, που με τη συνεργασία σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών –όχι της Αριστεράς, δεν κυβερνούσε– συνέβαλε στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, το οποίο ακόμη και μέχρι χθες, αυτό το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος αποτελούσε παγκόσμιο πρότυπο αλλά και στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής διαφορετικότητας. Αυτές τις αρχές κι αυτές τις αξίες υπερασπιζόμαστε: τη δημοκρατία, την ισότητα, την αλληλεγγύη, τον αμοιβαίο σεβασμό, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Υπερασπιζόμαστε –και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε με το οποιοδήποτε κόστος– το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ευρώπης να επιλέγει αυτός τις κυβερνήσεις του, να επιλέγει αυτός τις κρίσιμες στρατηγικές επιλογές για το μέλλον του, να επιλέγει τις κυβερνήσεις του είτε αυτές είναι αρεστές είτε όχι στις γραφειοκρατικές ελίτ, που σήμερα δυστυχώς κυβερνούν την Ευρώπη και την έχουν οδηγήσει σ’ αυτά τα αδιέξοδα. Γι’ αυτόν τον λόγο, ζητώ σήμερα την έγκριση της Εθνικής Αντιπροσωπείας στη χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την Κυριακή 5 Ιουλίου, διαβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά τον ελληνικό λαό ότι αυτή η Κυβέρνηση δεν θα διαψεύσει τις προσδοκίες του, δεν θα σκοτώσει την ελπίδα του.

Κι είμαι βέβαιος ότι όλοι και όλες θα σεβαστούν, μέσα κι έξω απ’ τη χώρα, το δημοκρατικό δικαίωμα ενός λαού στις κρίσιμες επιλογές να έχει ευθύνη και να αποφασίζει αυτός. Το λέω αυτό, διότι έχω την αίσθηση πως πολλοί θα ήθελαν να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν, προκειμένου να αποτρέψουν αυτήν την επιλογή. Άκουσα μάλιστα να χαρακτηρίζεται ως πραξικόπημα η προσφυγή στη δημοκρατία. Πραξικόπημα η επιλογή της δημοκρατίας!

Κι άκουσα και πάρα πολλούς να ζητούν από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραβιάσει το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Τι ακριβώς ζητάτε όσοι αναφέρεστε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μια επίκληση που αποτελεί και πολιτειακά επικίνδυνη επιλογή; Ζητάτε να παραβιάσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής;

Αυτές τις κρίσιμες ώρες όλοι αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Κι όταν οι ευθύνες είναι βαριές, χρειάζονται ισχυρούς ώμους για να τις σηκώσουν, χρειάζεται θάρρος, χρειάζεται τόλμη, χρειάζεται αρετή, χρειάζεται πατριωτισμός. Και σας διαβεβαιώνω ότι όλα τα παραπάνω τα διαθέτει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός και της καθεμιάς μας, όλοι μας θα κληθούμε πρώτα από όλα να δώσουμε τη μάχη της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας και της ελπίδας. Δεσμευόμαστε ότι από τη Δευτέρα 6 Ιουλίου, με τη δύναμη της λαϊκής ετυμηγορίας, θα συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας.

Και βεβαίως –ίσως αυτό δεν χρειάζεται να το επαναλάβω– είναι απόλυτη δέσμευση απέναντι στη δημοκρατία για όλους μας ότι θα γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα της δημοκρατικής επιλογής του λαού μας, όποιο και αν είναι αυτό. Θέλω, όμως να επαναλάβω κάτι: Κάθε απόπειρα το δημοψήφισμα αυτό να μετατραπεί από δημοψήφισμα απόρριψης του νέου μνημονίου σε δημοψήφισμα για το νόμισμα της χώρας υπονομεύει την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία και αποκαλύπτει τις κρυφές και μύχιες επιδιώξεις των υποστηρικτών του μνημονίου.

Αυτή είναι η επιλογή των πιο ακραίων, συντηρητικών και μνημονιακών δυνάμεων, κυρίως έξω από τη χώρα, αλλά και όσων παπαγαλίζουν τις απόψεις τους μέσα στη χώρα. Θέλω να επαναλάβω ότι δεν αποτελεί πρόθεση ούτε επιλογή της Κυβέρνησης ούτε του ελληνικού λαού να ταυτίσουν το μνημόνιο σώνει και καλά με την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ελλάδα δεν είναι ούτε επισκέπτης ούτε φιλοξενούμενος στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Είμαστε ίσοι μεταξύ ίσων. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα, ούτε καν θεσμικά με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες που όλοι συνυπογράψαμε, να μας δείξει την πόρτα της εξόδου από το κοινό μας σπίτι. Αυτό το δικαίωμα δεν σκοπεύουμε να το παραχωρήσουμε σε κανέναν και για κανέναν λόγο.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

η πολιτική αλλαγή και η λαϊκή εντολή της 25ης του Γενάρη έδωσε πράγματι μια ευκαιρία στην Ευρώπη για αλλαγή πορείας. Ας μην τη διαψεύσουμε. Έδωσε ταυτόχρονα και μια ευκαιρία στην τρόικα να μετασχηματιστεί από τρόικα και να γίνουν θεσμοί, που θα σέβονται το δημοκρατικό κεκτημένο. Δεν το θέλησαν. Επέλεξαν να παραμείνουν τρόικα, που σκοτώνει τη δημοκρατία στην Ευρώπη.

Η κρίσιμη λοιπόν επιλογή του ελληνικού λαού σήμερα αφορά το μέλλον της Ευρώπης και το μέλλον του λαού μας. Είμαι βέβαιος ότι ο ελληνικός λαός απερίσπαστος από τις απειλές, τους εκβιασμούς, την κινδυνολογία, τις προβοκάτσιες την άλλη Κυριακή θα επιλέξει με θάρρος, με τόλμη και με αρετή πώς ακριβώς ορίζουν τις προϋποθέσεις της ελευθερίας του. Θα αδράξει τη στιγμή της ιστορίας και θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα σε όλη την Ευρώπη, ένα ισχυρό μήνυμα αξιοπρέπειας σε όλον τον κόσμο.

Τούτες τις ώρες, η Ευρώπη ακουμπά στην Ελλάδα. Προσβλέπει στο «όχι» της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού και εμείς έχουμε την ισχυρή ευθύνη να μην διαψεύσουμε αυτές τις ελπίδες.

Τέλος, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα ήθελα να σας πω ότι η κυρίαρχη επιλογή που βαραίνει αφενός μεν την Εθνική Αντιπροσωπεία σήμερα να επιλέξει τη δημοκρατική διαδικασία, αφετέρου δε τον καθένα και την καθεμιά τους πολίτες αυτής της χώρας, είναι μια επιλογή να προχωρήσουμε μπροστά. Δεν έχουμε το δικαίωμα να γυρίσουμε πίσω. Δεν έχουμε το δικαίωμα να διαψεύσουμε την ελπίδα και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού να σταματήσει η χώρα μας να είναι μια αποικία χρέους για τις επόμενες δεκαετίες. Δεν έχουμε το δικαίωμα με τη δική μας επιλογή και τη δική μας υπογραφή να βάλουμε την ταφόπλακα της ίδιας της δημοκρατίας σ’ αυτόν τον τόπο, όπου εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια η δημοκρατία ζει. Δεν έχουμε το δικαίωμα να δώσουμε τη δυνατότητα σε οργανισμούς τεχνοκρατικούς, σε οργανισμούς που δεν έχουν καμία λογοδοσία, που δεν έχουν εκλεγεί από τους Ευρωπαίους πολίτες να απαγορεύουν σ’ έναν κυρίαρχο λαό να είναι κυρίαρχος για τον τόπο του και για το μέλλον του.

Η επιλογή βαραίνει τον καθένα και την καθεμιά, κυρίως όμως είναι μια επιλογή ελπίδας, αξιοπρέπειας και δημοκρατίας. Το χρωστάμε στα παιδιά μας, το χρωστάμε στις επόμενες γενιές, το χρωστάμε στους αγώνες και στις θυσίες του ελληνικού λαού για να είναι αυτή η χώρα κυρίαρχη, αυτός ο λαός ελεύθερος, για να είναι μια χώρα με δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και περηφάνια.

Σ’ αυτούς τους περήφανους αγώνες θα δώσουμε λογαριασμό, λογαριασμό στην ιστορία, λογαριασμό στο μέλλον, λογαριασμό στο μέλλον αυτού του λαού που αξίζει να ζει με μια προοπτική, με μια ελπίδα.

Να ‘στε καλά.