Πρόταση μομφής στον αρχηγό του παρακράτους κ. Μητσοτάκη – Η Βουλή θα αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή;
Πρόταση μομφής στον αρχηγό του παρακράτους κ. Μητσοτάκη – Η Βουλή θα αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή;

Αλ. Τσίπρας: Πρόταση μομφής στον αρχηγό του παρακράτους κ. Μητσοτάκη - Η Βουλή θα αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή;

Σημεία από την παρέμβαση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, στη Βουλή για το σκάνδαλο των υποκλοπών

.

Όσοι αναρωτιούνται τι περιέχει ο φάκελος που κρατούσα όταν έβγαινα χθες από τα γραφεία της ΑΔΑΕ, ώρα να τους λύσω την απορία: Αποδείξεις αδιάψευστες. Τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους του κ. Μητσοτάκη.
Το ξεγύμνωμα του παρακράτους από την πιο αρμόδια Αρχή του κράτους.
Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για ένα ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών. Στη δίνη της πιο εκτεταμένης και βαθιάς εκτροπής από τους κανόνες δικαίου που είδε η χώρα από τη Μεταπολίτευση και μετά. Στη δίνη ενός πρωτοφανούς σκανδάλου.
Ενός εγκληματικού δικτύου, που είχε όμως έδρα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου και συντονιστή τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Εν πλήρη γνώση του, έστησε μια Οργουελιανή δυστοπία.
Ο κ. Μητσοτάκης, ως εγκέφαλος και αρχηγός αυτού του εγκληματικού δικτύου, προέβη στις πράξεις αυτές διότι πέραν όλων των άλλων, διακατέχεται από μια βαθύτατη οίηση και αλαζονεία.
Μεγάλωσε ως πρίγκιπας και τώρα νόμιζε ότι έγινε βασιλιάς.
Και πίστεψε ότι θα είναι ισόβιος.
Ότι κανείς, ποτέ, δε θα τον ελέγξει.
Στις 8 Δεκεμβρίου, αντί να μου απαντήσει ευθέως «δεν υπάρχουν παρακολουθήσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ και υπουργού της κυβέρνησης» και ότι «ναι, θα παραιτηθώ αν αποκαλυφθεί κάτι τέτοιο», επέλεξε να ταπεινωθεί, βάζοντάς το στα πόδια. Γιατί το επέλεξε αυτό; Γιατί ο ίδιος, ως εγκέφαλος του παρακράτους, φυσικά και γνώριζε ποιους άκουγε.
Ζήτησα επισήμως να διεξαχθεί έλεγχος από την ΑΔΑΕ, ώστε να διαλευκάνει αν ετέυησαν πράγματι σε επισύνδεση από την ΕΥΠ με διάταξη υπογεγραμμένη από την αρμόδια Εισαγγελέα της ΕΥΠ, ο Υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος, ο Αρχηγός ΓΕΣ κ. Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος, ο πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης εξοπλισμών κ.κ. Λάγιος και Αλεξόπουλος. Και η απάντηση που έλαβα σε αυτόν τον κλειστό φάκελο, επίσημα, ήταν: έξι στα έξι.
Για όλους βρέθηκαν επισυνδέσεις της ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη. Και έτσι έχουμε φτάσει, επισήμως, στον αριθμό 10.
Υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας στο λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης.
Ο κ. Μητσοτάκης θα αναγκαστεί να έρθει στη Βουλή -ακόμα κι αν θέλει να το βάζει συνεχώς στα πόδια- να δώσει εξηγήσεις, να λογοδοτήσει, να απαντήσει.
Και η Βουλή θα αναγκαστεί να αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή;

Αναλυτικά η Παρέμβαση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή για το σκάνδαλο των υποκλοπών:

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, για την πατρίδα, την κοινωνία, τα πολιτικά κόμματα, τους πολίτες έρχεται κάποια στιγμή μια κρίσιμη ώρα που καλούνται να πάρουν μια κρίσιμη απόφαση, μια σαφή θέση, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Πιστεύω ότι σε μια τέτοια στιγμή βρισκόμαστε σήμερα. Η χώρα μας κλυδωνίζεται μέσα στα ταραγμένα νερά της γεωστρατηγικής αστάθειας, την κοινωνία την πολιορκεί η ανασφάλεια για το σήμερα και το αύριο. Η αγωνία για το αύριο και δυστυχώς οι τύχες της κοινωνίας, της δημοκρατίας, της πατρίδας σε μια τέτοια στιγμή βρίσκονται στα χέρια μιας κυβέρνησης όχι μόνο ανίκανης, προσκολλημένης σε ιδιοτέλειες και συμφέροντα, αλλά και βαθιά αντιδημοκρατικής και ενός πρωθυπουργού που γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τους κανόνες της δημοκρατίας, από την ηθική της δημοκρατίας, από τις γραμμές και τις συντεταγμένες του κράτους δικαίου, που αποτελεί το θεμέλιο της δημοκρατίας.

Κανείς και καμία μπροστά σε παρόμοια φαινόμενα που απειλούν την εύρυθμη πολιτειακή λειτουργία δεν δικαιούται να κλείνει τα μάτια, γιατί αυτό που συμβαίνει δεν αφορά μονάχα κάποιους έγκριτους συνταγματολόγους ή κάποιους ιδιαίτερα ευαίσθητους για τα δημοκρατικά δικαιώματα, όπως θέλουν να τα εμφανίζουν διάφοροι προπαγανδιστές της κυβέρνησης. Αυτό που συμβαίνει αφορά τη ζωή των ανθρώπων, αφορά το κλίμα και τους κανόνες μέσα στους οποίους η κοινωνία δρα και προοδεύει, αξιοποιώντας δικαιώματα και κατακτήσεις που έχουν έρθει με αγώνες.

Αυτό που συμβαίνει μάς αφορά όλους. Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για έναν ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών, στη δίνη της πιο εκτεταμένης και βαθιάς εκτροπής από τους κανόνες δικαίου που είδε η χώρα από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη ενός πρωτοφανούς σκανδάλου. Δημοσιογράφοι, ευρωβουλευτές, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, του τρίτου κόμματος σε δύναμη στο Κοινοβούλιο, υπουργοί, επιχειρηματίες, στελέχη των Ενόπλων μας Δυνάμεων έχουν ταπεινωθεί σε στόχους και έγιναν βορά ενός παράνομου, πράγματι ρυπαρού, δικτύου, ενός εγκληματικού δικτύου, που είχε όμως έδρα του το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου και είχε ως συντονιστή τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας. Τον ίδιο τον πρωθυπουργό που οργάνωσε αυτό το δίκτυο των παρακολουθήσεων, προκειμένου να έχει στο χέρι όχι μόνο χρήσιμες πληροφορίες για τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πολιτικούς του φίλους, τους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, τη στρατιωτική ηγεσία, αλλά να έχει στο χέρι τους ίδιους. Ήθελε τους ίδιους να έχει στο χέρι, να τους έχει στο χέρι, να τους εκβιάζει, να γνωρίζει τις σκέψεις τους, τις επιδιώξεις τους, τις αδυναμίες τους.

Το δίκτυο αυτό το οργάνωσε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όχι τώρα, αλλά από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου. Και το οργάνωσε με πολύ σοβαρό σχεδιασμό. Πήρε από την πρώτη μέρα την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών στο Γραφείο του. Τοποθέτησε από την πρώτη μέρα έναν δικό του άνθρωπο ως Διοικητή της ΕΥΠ, παρόλο που δεν πληρούσε τα κριτήρια που οι νόμοι θέσπιζαν. Δεν κόλλησε σε αυτό. Άλλαξε τον νόμο. Φρόντισε να τοποθετηθεί αρμόδια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών εισαγγελέας η κ. Βλάχου. Και έχρισε βοηθό εκπληρώσεως τον ανιψιό του για τον συντονισμό αυτού του δικτύου.

Αξιοποίησε τις σχέσεις της χώρας μας με άλλες χώρες με προηγμένη τεχνολογία και κατάφερε να διαθέσει σε αυτό το ρυπαρό και εγκληματικό του δίκτυο προηγμένα τεχνολογικά συστήματα, που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Διότι δεν υποκλέπτουν μονάχα τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, αλλά μπορούν να υποκλέψουν και κάθε στιγμή, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, αρκεί να είναι δίπλα σου το κινητό σου τηλέφωνο και υποκλέπτει αυτά που συζητάς, τις προσωπικές σου στιγμές, ανοίγει τις κάμερες και παίρνει φωτογραφίες, παίρνει βίντεο. Εν πλήρει γνώση του έστησε μια οργουελιανή δυστοπία, με δεκάδες θύματα, εκατοντάδες θύματα που έλαβαν το παγιδευμένο μήνυμα με το κακόβουλο λογισμικό.

Μεταξύ αυτών, πολλοί υπουργοί το ξέρετε ότι το λάβατε. Μεταξύ αυτών, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Μεταξύ αυτών ο πρώην υπουργός και τομεάρχης σήμερα για τη δημόσια ασφάλεια, ο κ. Σπίρτζης, η γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, οικονομικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι. Και για όσους δεν άνοιγαν το κακόβουλο μήνυμα και δεν μολύνονταν, υπήρχε ο άλλος ο δρόμος, ο παραδοσιακός, ο νομότυπος, με τις υπογραφές και την ευγενική συνδρομή μιας εισαγγελέως, που, από ό,τι φαίνεται από τις καταθέσεις της ίδιας στην Επιτροπή Θεσμών, εν πλήρει επίγνωση ότι διαπράττει κατάχρηση εξουσίας, έσπευδε να υπογράφει διαδοχικές και επαναλαμβανόμενες διατάξεις για την παρακολούθηση όποιων της ζητούνταν και για όσο της ζητούνταν.

Ο κ. Μητσοτάκης, ως εγκέφαλος και αρχηγός αυτού του εγκληματικού δικτύου, προέβη στις πράξεις αυτές, διότι, πέραν όλων των άλλων, διακατέχεται και από μια βαθύτατη οίηση και αλαζονεία. Μεγάλωσε ως πρίγκιπας και τώρα νόμιζε ότι έγινε βασιλιάς και πίστεψε ότι θα είναι ισόβιος, ότι κανείς ποτέ δεν θα τον ελέγξει.

Όταν ο δημοσιογράφος Κουκάκης τυχαία ανακάλυψε ότι παρακολουθείται, ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο δεν κλονίστηκε, αλλά έσπευσε να νομοθετήσει, ώστε η Ανεξάρτητη Αρχή να μην έχει δικαίωμα να τον ενημερώσει μετά το πέρας της παρακολούθησής του. Και όταν ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Ανδρουλάκης, ανακάλυψε ότι στο κινητό του έγιναν απόπειρες επιμόλυνσης με το κακόβουλο λογισμικό, έστελνε στην Επιτροπή Θεσμών τον κ. Κοντολέοντα να λέει ψέματα, ότι ουδέποτε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών παρακολουθούσε το κινητό του τηλέφωνο.

Και όσον αφορά στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, τον κ. Ράμμο, εκείνη τη στιγμή κάποιοι τον συμβούλευαν να μην απαντήσει στην υπόθεση Ανδρουλάκη και ότι η υπόθεση Ανδρουλάκη αφορά ένα κακόβουλο λογισμικό και εκείνοι ασχολούνταν μονάχα με τις νομότυπες επισυνδέσεις- και μόνο χάρη στη δική του επιμονή υπήρξε έλεγχος, παρά τις συστάσεις που του έγιναν, στους παρόχους, στον πάροχο κινητής τηλεφωνίας για το κινητό τηλέφωνο Ανδρουλάκη. Και μόνο τότε, κατόπιν αυτού του ελέγχου, η επίσημη νομότυπη παρακολούθηση Ανδρουλάκη ανακαλύφθηκε  -τυχαία, προφανώς- και άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.

Ακόμη και τότε, όμως, τι έκανε ο αρχηγός αυτού του εγκληματικού δικτύου; Έριξε την ευθύνη στον βοηθό εκπληρώσεως, τον ανιψιό του και ξεκίνησε την επιχείρηση συγκάλυψης. Και το βασικό σκάνδαλο διασταυρώθηκε με ένα ίσως ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο, που αποδεικνύει όχι μόνο την ενοχή της κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη προσωπικά, αλλά και την παγερή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό εκτροπή από τη δημοκρατική τάξη. Αποδεικνύει τη νοοτροπία συμμορίας, που έχει ως κανόνα δράσης της τη σιωπή, το φίμωτρο, την ομερτά.

Στην αρχή μιλήσατε για προϊόντα μυθοπλασίας. Μιλήσατε για μύθους του Αισώπου. Καταγγείλατε και θέσαμε υπό διωγμό την ερευνητική δημοσιογραφία. Επιστρατεύσατε τη σπίλωση και τη δολοφονία χαρακτήρων. Ύστερα, κάτω από το βάρος των πρώτων αποκαλύψεων, υποχρεωθήκαμε να παραδεχτείτε υποκλοπές, με χαρακτηριστική αυτή του κ. Ανδρουλάκη, την οποία όμως υποβαθμίσατε σε παρατυπία ή, ακόμα χειρότερα, σε νόμιμη σύνδεση, που δεν έπρεπε όμως να έχει συμβεί. Πώς το είχε πει ο κ. Μητσοτάκης στο διάγγελμά του; Είναι λάθος, αλλά είναι νόμιμο και αν το ήξερα, δεν θα το επέτρεπα. Είναι νόμιμες, αλλά υποχρεώθηκαν σε παραίτηση οι πιο έμπιστοι άνθρωποι του κ. Μητσοτάκη! Και αφού ήταν νόμιμες, γιατί δεν θα τις επέτρεπε;

Και στο τέλος, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έριξε όλο το βάρος της εξουσίας που του εμπιστεύθηκε ο ελληνικός λαός, προκειμένου να κάνει τι; Να συσκοτίσει το σκάνδαλο και το δράμα των υποκλοπών συνοδεύτηκε από την κωμωδία της Εξεταστικής, από τα μικρά και μεγάλα πραξικοπήματα, με πρόσχημα το απόρρητο. Να παίζει, δηλαδή, σκοτάδι στο όνομα του απορρήτου, από την ιταμότητα της εισαγγελέως της ΕΥΠ κ. Βλάχου, που δήλωσε ότι μπορεί να υπογράφει ανέλεγκτα, κατά την κρίση της, την παρακολούθηση ακόμα και της Προέδρου της Δημοκρατίας, από τη ντροπιαστική γνωμοδότηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που ουσιαστικά επιχείρησε να απαγορεύσει στην Ανεξάρτητη Αρχή να ασκήσει το έργο που το Σύνταγμα της επιτάσσει, έως τον οχετό της προπαγάνδας, που είχε ως στόχο να επιβάλει την εκτροπή ως κανονικότητα. Και φυσικά, με διαρκή αυτή τη ντροπιαστική για τον ίδιο συμπεριφορά, του κ. Μητσοτάκη, κάθε φορά που έπρεπε δημόσια να τοποθετηθεί για το ζήτημα των υποκλοπών.

Επί έξι μήνες όπου σταθεί και όπου βρεθεί λέει ψέματα, συνειδητά ψέματα ότι δήθεν δεν γνώριζε, ότι δήθεν δεν έγιναν ποτέ παρακολουθήσεις. Στις τελευταίες μάλιστα τηλεοπτικές του συνεντεύξεις, στις συζητήσεις στη Βουλή, στις δημόσιες δηλώσεις του διαρκώς προσπαθεί να κάνει τον ανήξερο και λέει ψέματα. Ψέματα είπε και στην τελευταία συνεδρίαση εδώ στη Βουλή. Θα θυμάστε, δεν έχει περάσει πολύς καιρός. Ήταν στις 8 Δεκεμβρίου. Μας έλεγε από αυτό εδώ το Βήμα, όταν κάποια στιγμή αναγκάστηκε να απαντήσει, «Μα πώς είναι δυνατόν να παρακολουθείτο ο κ. Φλώρος, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, πώς είναι δυνατόν εγώ να παρακολουθώ τον κ. Χατζηδάκη που τον γνωρίζω τόσα χρόνια και είμαστε φίλοι;».

Όμως, σε ένα ερώτημα δεν απάντησε και ετράπη σε φυγή αλλάζοντας τους ρόλους. Δανείστηκε τον ρόλο του Προέδρου της Βουλής. Έληξε τη συνεδρίαση πριν την ώρα της για να μην απαντήσει -θα θυμάστε- και το έβαλε στα πόδια!

Προτίμησε να ταπεινωθεί μέσα στο Κοινοβούλιο αντί να απαντήσει! Θυμάστε ποιο ήταν το ερώτημα το οποίο του έθεσα; Με επιμονή τού έθεσα το ερώτημα: «Κύριε πρωθυπουργέ, αν αποδειχθεί ότι τελικά η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών παρακολουθούσε τον Υπουργό κ. Χατζηδάκη, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρο, παρά τα όσα μας λέτε, εσείς τότε θα παραιτηθείτε;». Αυτό το ερώτημα έθεσα στον κ. Μητσοτάκη. Και αντί να μου απαντήσει ευθέως ότι δεν υπάρχουν παρακολουθήσεις του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και υπουργού της Κυβέρνησης και «ναι, θα παραιτηθώ αν αποκαλυφθεί κάτι τέτοιο», επέλεξε να ταπεινωθεί βάζοντάς το στα πόδια αντί να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση.

Γιατί; Γιατί το επέλεξε αυτό; Γιατί ο ίδιος ως εγκέφαλος του παρακράτους φυσικά και γνώριζε ποιους άκουγε. Γνώριζε ότι υπάρχουν οι αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Και φοβόταν ότι παρά τις άοκνες προσπάθειές του να επιβάλει τη συγκάλυψη και τη σιωπή, την τρομοκρατία δια του απορρήτου, δια των εκβιασμών, γνώριζε ότι κάποια στιγμή μπορούσαν αυτά να βγουν στο φως. Και δεν ήθελε βεβαίως να δεσμευθεί ότι θα παραιτηθεί. Γιατί κάθε εικοσιτετράωρο, κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα είναι για αυτόν κέρδος η παραμονή του στην καρέκλα της εξουσίας. Και έφτασε στα άκρα προκειμένου να το πετύχει αυτό, με τα απόρρητα και τις απειλές, με τη φίμωση.

Έφτασε στο σημείο να βάλλει ακόμη και κατά μιας ανεξάρτητης αρχής. Επιχείρησε να χειραγωγήσει τη δικαιοσύνη και να την στρέψει εναντίον της ανεξάρτητης αρχής. Γιατί είναι ένοχος και γιατί είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος και ο εντολέας αυτού του παρακράτους.

Και για έναν ακόμα λόγο το έκανε. Γιατί ακόμη και όταν άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ τον περασμένο Αύγουστο, τυφλωμένος από τη δύναμη της εξουσίας, την υπεροχή του στα Μέσα Ενημέρωσης -εννοώ την υπεροχή των μέσων που στηρίζουν την κυβέρνηση- πίστεψε ότι έχει τη δύναμη να συγκαλύψει τα πάντα, να πάει κόντρα στο κράτος δικαίου, κόντρα στους νόμους, κόντρα στο Σύνταγμα. Δεν υπολόγισε ότι η Ελλάδα παραμένει κράτος δικαίου. Και κυρίως δεν υπολόγισε ένα πράγμα, ότι υπάρχουν ακόμα δημόσιοι λειτουργοί που βάζουν το καθήκον και τη συνείδησή τους πάνω από τους εκβιασμούς, πάνω από τις απειλές, πάνω από τη δολοφονία χαρακτήρων.

Δεν υπολόγισε αυτό που είπα χθες φεύγοντας από την Ανεξάρτητη Αρχή, μια ρήση όχι δική μου προφανώς, αλλά του Ελευθέριου Βενιζέλου. Υπάρχουν δικαστές όχι μόνο στις Βρυξέλλες και στο Βέλγιο, αλλά υπάρχουν δικαστές και στην Αθήνα. Υπάρχουν άνθρωποι ευσυνείδητοι και έτυχε ο κ. Μητσοτάκης να πέσει πάνω σε έναν από αυτούς, σε έναν ανώτατο δικαστικό με βιογραφικό εντιμότητας και αμεροληψίας που έπραξε το καθήκον του.

Και πώς αντιμετωπίζετε -και είναι ντροπή σας- αυτόν τον άνθρωπο, κύριε Γεραπετρίτη; Με χυδαιότητα, με ύβρεις, με επιθέσεις, με bullying! Είναι ντροπή, ακόμα μεγαλύτερη ντροπή αυτό που κάνετε απέναντι σε έναν ανώτατο δικαστικό που κάνει το καθήκον του, αυτό που ορίζει το Σύνταγμα. Πάνω από όλα υπάρχει αυτό το Σύνταγμα, για το οποίο δόθηκαν αγώνες σε αυτόν τον τόπο, κατακτήθηκε με αίμα και θα το υπερασπιστούμε μέχρι τέλους.

Χάρις λοιπόν στο γεγονός ότι η χώρα μας παραμένει κράτος δικαίου, ότι ακόμα λειτουργούν οι θεσμοί, ότι υπάρχουν άνθρωποι και λειτουργοί δημόσιοι που επιτελούν το καθήκον τους, σήμερα στη Βουλή δεν θα μιλήσουμε για άλλη μια φορά για αυτό το δυσάρεστο θέμα στη βάση κάποιων αποκαλύψεων ή στη βάση της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Σήμερα θα μιλήσουμε στη βάση αποδείξεων, που μπορεί αυτές οι αποδείξεις να αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα από το σύνολο των περιπτώσεων που το παρακράτος του Μαξίμου έθεσε σε επισύνδεση, αλλά αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση πια, αποδείξεις αδιάψευστες των νομότυπων επισυνδέσεων από τα αρχεία των παρόχων κινητής τηλεφωνίας, των παρόχων που υποχρεούνται να κρατάνε αυτά τα αρχεία. Αποδείξεις που προέκυψαν από τις έρευνες της αρμόδιας κατά το Σύνταγμα Αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, της κατά το Σύνταγμα αρμόδιας Αρχής να διενεργεί ελέγχους στους παρόχους.

Όσοι λοιπόν αναρωτήθηκαν τι περιείχε ο φάκελος που κρατούσα όταν έβγαινα χθες από τα γραφεία της ΑΔΑΕ μετά τη συνάντησή μου με τον Πρόεδρό της, τον κ. Ράμμο, ήρθε η ώρα να τους λύσω την απορία. Ο φάκελος αυτός περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών μετά από αίτημα που εγώ κατέθεσα στην Αρχή στις 7 Δεκεμβρίου, όταν και επισκέφθηκα την Αρχή αμέσως μετά την επίσκεψή μου στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Και εμπλούτισα το αίτημά μου αυτό κατόπιν γραπτού αιτήματος της Αρχής με μεταγενέστερο αίτημά μου στις 28 Δεκεμβρίου. Ο φάκελος λοιπόν αυτός περιέχει τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κ. Μητσοτάκης.

Ο φάκελος αυτός περιέχει το ξεγύμνωμα του παρακράτους από την πιο αρμόδια αρχή του κράτους. Περιέχει το σκοτάδι που έχουμε υποχρέωση όλες οι δυνάμεις της δημοκρατίας να διαλύσουμε.

Στις 28 Δεκεμβρίου λοιπόν και ενώ ήταν γνωστό ότι στα αρχεία των παρόχων η Ανεξάρτητη Αρχή είχε ήδη βρει ευρήματα επισυνδέσεων νομότυπων της ΕΥΠ, πέραν αυτών του κ. Ανδρουλάκη και του κ. Κουκάκη και για τα τηλέφωνα του Ευρωβουλευτή κ. Κύρτσου και του δημοσιογράφου κ. Τέλλογλου. Και ενώ τα γνώριζα αυτά, ζήτησα επισήμως γραπτώς να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή ώστε να διαλευκάνει εάν ετέθη πράγματι σε επισύνδεση από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, με διάταξη υπογεγραμμένη από την αρμόδια εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ο υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης για τον οποίο ο κ. πρωθυπουργός από αυτό εδώ το Βήμα μας έλεγε «Πώς είναι δυνατόν;», ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας κ. Φλώρος -εξίσου μας έλεγε πώς είναι δυνατόν και ντροπή μας που το θέτουμε ως ερώτημα- ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο κ. Λαλούσης, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, ο κ. Λιακόπουλος, ο πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών κ. Λάγιος και ο κ. Αλεξόπουλος.

Και η απάντηση που έλαβα σε αυτόν τον κλειστό φάκελο, επίσημα, ήταν «έξι στα έξι». Για όλους ευρέθησαν επισυνδέσεις της ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη. Και έτσι έχουμε φτάσει στον αριθμό δέκα επισήμως.

Έλεγα λοιπόν ότι φτάσαμε αισίως τον αριθμό δέκα των ανθρώπων εκείνων, των υψηλά ιστάμενων, είτε δημοσιογράφων, είτε πολιτικών αρχηγών, είτε ευρωβουλευτών, είτε υπουργών, είτε αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, που επισήμως πλέον -επισήμως- από την αρμόδια αρχή του κράτους, που έχει κατά το Σύνταγμα την αρμοδιότητα να ελέγχει, υπάρχουν ευρήματα παρακολούθησής τους από την ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη.

Κι έρχομαι να πω και κάποια στοιχεία πιο συγκεκριμένα, γιατί έχω υποχρέωση να τα πω, γιατί έχει υποχρέωση ο ελληνικός λαός να γνωρίζει την αλήθεια, γιατί υποχρέωσή μας είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια απέναντι στο σκοτάδι της συσκότισης και της συγκάλυψης που επιχειρήθηκε με εκβιασμούς.

Για τον υπουργό του τον κ. Χατζηδάκη, τον στόχο της ΕΥΠ C5046 και κατά κόσμον Κωστή Χατζηδάκη, τα ευρήματα αφορούν διατάξεις που εκδόθηκαν από τον Νοέμβριο του 2020 έως τον Μάη του 2021. Δηλαδή τον κ. Χατζηδάκη τον παρακολουθούσε η ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη επί οκτώ συνεχόμενους μήνες, με διατάξεις που η αρμόδια εισαγγελέας της ΕΥΠ υπέγραφε ανά δύο μήνες -ως γνωστόν είναι δίμηνες- που σημαίνει ότι η κ. Βλάχου υπέγραψε τουλάχιστον τέσσερις διατάξεις παρακολούθησης του τότε υπουργού Ενέργειας και σήμερα Εργασίας. Για τους δε στρατιωτικούς, οι διατάξεις ξεκινούν από τον Ιούλιο του 2020 έως τον Μάιο του 2022 η τελευταία διάταξη.

Με δυο λόγια, η ΕΥΠ Μητσοτάκη άκουγε τους αρχηγούς του στρατεύματος, τους συμβούλους ασφαλείας και τους επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών για περίπου δύο χρόνια. Που σημαίνει ότι η αρμόδια εισαγγελέας έχει υπογράψει δεκάδες διατάξεις για την παρακολούθηση αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, ακόμη και των δύο αρχηγών, δεκάδες διατάξεις.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθούνται οι ταγοί της εθνικής μας ασφάλειας; Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθείται ο Χατζηδάκης, ο υπουργός Ενέργειας;

Το ερώτημα, που έφυγε τρέχοντας ο πρωθυπουργός για να μην απαντήσει, είναι: Ήταν οι αρχηγοί του στρατεύματος, που παρακολουθούσε επί δύο χρόνια, επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια; Ήταν ύποπτοι για κατασκοπεία; Αν ήταν ύποπτοι, γιατί έμειναν στη θέση τους; Ποιος ο λόγος λοιπόν;

Η κ. Βλάχου, που στην Επιτροπή Θεσμών μάς είπε ότι έχει κι αυτή -όπως και ο κ. Μητσοτάκης νόμιζε ότι είχε, ε;- ανέλεγκτη κρίση και ότι θα τους παρακολουθούσε όλους αν ήθελε, η κ. Βλάχου που έχει υπογράψει δεκάδες διατάξεις με την επίκληση της εθνικής ασφάλειας, άραγε είναι κι αυτή μέλος, μέρος αυτού του ρυπαρού δικτύου, που διαρκώς μας «τσαμπουνάει» ο κ. Μητσοτάκης, με υπογραφή κ. Οικονόμου; Δεν τα λέει ο κ. Οικονόμου, εντάξει, ο κ. Μητσοτάκης τα λέει. Ήταν και η κ. Βλάχου μέλος αυτού του ρυπαρού δικτύου;

Και αν ναι, γιατί βρίσκεται ακόμα στη θέση της; Γιατί μια επικίνδυνη για τη δημοκρατία εισαγγελέας, που κάνει κατ’ εξακολούθηση κατάχρηση εξουσίας, βρίσκεται ακόμα στην κρίσιμη αυτή θέση με επιμονή Μητσοτάκη και ενώ επισήμως έχω ζητήσει την απομάκρυνσή της από τον Νοέμβριο, όταν έθεσα τις τέσσερις προϋποθέσεις για να οδηγηθεί η χώρα με ομαλότητα, εν ειρήνη, στις επόμενες εκλογές; Γιατί μένει στη θέση της με επιμονή Μητσοτάκη;

Προφανώς, γιατί πράγματι είναι μέλος του ρυπαρού και εγκληματικού δικτύου και την προστατεύει ο επικεφαλής, ο αρχηγός του εγκληματικού δικτύου, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας. Γι’ αυτό μένει στη θέση της η κ. Βλάχου!

Κυρίες και κύριοι της Συμπολίτευσης, για όλα αυτά μόνο μία λέξη υπάρχει. Και μην με κοιτάτε με απορία. Μόνο μία λέξη υπάρχει: ζόφος και παρακμή. Ζόφος και παρακμή! Και είναι δυο φορές ζόφος όταν διαπράττονται εγκλήματα κατά της δημοκρατίας με πρόσχημα την εθνική μας ασφάλεια. Αν εσείς όλα αυτά μπορείτε να τα καταπιείτε, καλώς να τα καταπιείτε, είτε γιατί κάποιοι από εσάς εκβιάζονται, καθώς τα στοιχεία που έχει μαζέψει από τις παρακολουθήσεις που σας αφορούσαν σίγουρα κάπου βρίσκονται, βρίσκονται στα χέρια του αρχηγού αυτού του ρυπαρού δικτύου, είτε γιατί κάποιοι άλλοι από εσάς, που δεν εκβιάζονται, σκέφτονται την επανεκλογή τους, είτε γιατί κάποιοι άλλοι θέλετε να αφήσετε μόνο τον κ. Μητσοτάκη να πιει το ποτήρι του εξευτελισμού χωρίς να του δώσετε άλλοθι.

Δικαίωμά σας, αλλά είναι δικό σας πρόβλημα αν όλα αυτά, για διάφορους λόγους, θεμιτούς ή μη, μπορείτε ή θέλετε να τα καταπιείτε. Σας συμπονώ και σας κατανοώ, αλλά εμείς αυτήν την εκτροπή δεν δικαιούμεθα να την καταπιούμε!

Γι’ αυτό και είπα εισαγωγικά ότι ορισμένες φορές βρίσκεται κανείς ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, ενώπιον της ιστορίας. Διότι οι αποφάσεις μπροστά σε τέτοια γεγονότα έχουν κατά τη γνώμη μου ιστορική αξία. Μπορεί αυτή η εκτροπή να περάσει χωρίς καμία απόδοση ευθυνών; Σε ένα κράτος δικαίου, σε μια δημοκρατία με το βάρος των ιστορικών πληγών που έχει υποστεί στο παρελθόν η δική μας δημοκρατία, μπορεί; Και αν αυτό συμβεί, τι θα σημαίνει για την επόμενη μέρα;

Εμείς είμαστε σήμερα εδώ, αύριο θα είναι κάποιοι άλλοι στη θέση μας, κάποιοι άλλοι θα είναι στα έδρανα αυτά, στα κυβερνητικά έδρανα, στα έδρανα της Αντιπολίτευσης. Ποιο θα είναι το μήνυμα αν αυτή η δημοκρατική εκτροπή περάσει χωρίς εξηγήσεις, χωρίς απόδοση ευθυνών; Ποιο θα είναι το μήνυμα; Ότι η όποια κυβέρνηση μπορεί να κάνει ό,τι της γουστάρει, αρκεί να έχει την εξουσία, αρκεί να μπορεί να συγκαλύψει, αρκεί να μπορεί να εκβιάσει χωρίς κόκκινες γραμμές, χωρίς πλαίσιο δημοκρατικό. Ποιο θα είναι το μήνυμα;

Έχουμε λοιπόν ιστορική ευθύνη να αντισταθούμε σε αυτήν την επιχείρηση συλλογικού μιθριδατισμού της ελληνικής κοινωνίας και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό δεν αφορά μία μονάχα παράταξη ή δεν είναι, δεν συνιστά μια ιδεολογική μάχη. Αυτό αφορά τη δημοκρατία, αυτό αφορά το Σύνταγμα, αυτό αφορά τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη δημοκρατική παράταξη. Αφορά κάθε δημοκράτη πολίτη, είτε αριστερό, είτε δεξιό, είτε κεντρώο.

Και θέλω να είμαι δίκαιος: υπήρξαν τέτοιες φωνές όλους αυτούς τους έξι μήνες, από όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής, ακόμη και από την ίδια τη Συμπολίτευση. Δύο πρώην πρωθυπουργοί καταδίκασαν με τον δικό τους τρόπο, αλλά σαφώς, τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου και ζήτησαν εν ονόματι της δημοκρατίας να χυθεί άπλετο φως. Τις προάλλες όλος ο δημοκρατικός νομικός κόσμος, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, είκοσι έγκριτοι συνταγματολόγοι καταδίκασαν τη γνωμοδότηση Ντογιάκου, προτάσσοντας την ανάγκη να προστατεύσει η δημοκρατία τον εαυτό της και τους θεσμούς.

Υπήρξαν και θα υπάρξουν αυτές οι φωνές, αλλά δεν αρκούν απλά κάποιες φωνές. Σε κρίσιμες στιγμές για τη δημοκρατία ο καθένας και η καθεμία οφείλουμε να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν και να στεκόμαστε με δημοκρατική ευθύνη απέναντι στην όποια εκτροπή, αλλά και κυρίως απέναντι στις συνέπειες της εκτροπής, γιατί είναι ήδη ορατές οι πληγές στο σώμα της δημοκρατίας και της πατρίδας.

Όταν η παραβίαση του κράτους δικαίου, στην πιο απεχθή μάλιστα εκδοχή, την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, συνοδεύει την οικονομική και κοινωνική κρίση, όταν η υπονόμευση δικαιωμάτων του πολίτη, του εργαζόμενου, του ανθρώπου συνοδεύει τη φτώχεια, την ανασφάλεια, την αγωνία της κοινωνικής πλειοψηφίας, όταν η δημοκρατία διασύρεται και η εκτελεστική εξουσία συμπεριφέρεται ως ο ιδιοκτήτης των δημόσιων ταμείων της χώρας, όταν η εκτροπή εκτροχιάζει την εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και μεταφέρει ένα κλίμα σήψης και απαξίας στο κοινωνικό σώμα, όταν το παρακράτος συνοδεύει την αισχροκέρδεια και την εκποίηση των πάντων, κυρίως όταν ακόμα και οι Ένοπλες Δυνάμεις της πατρίδας εμπλέκονται στα ρυπαρά παίγνια των υποκλοπών και των εκβιασμών τύπου μαφίας, τότε δεν αρκεί απλώς να διαπιστώνουμε ότι η δημοκρατία, η σταθερότητα, η κοινωνική συνοχή, η θέση της χώρας στη διεθνή σκηνή, ακόμα και η εθνική μας ασφάλεια έχουν γίνει παιχνίδι στα χέρια μιας αδίστακτης κυβέρνησης και ενός αδίστακτου πρωθυπουργού. Τότε οφείλουμε, έχουμε ιστορική υποχρέωση να δράσουμε και σε ό,τι μας αφορά δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε. Έχουμε μονάχα το Σύνταγμα και τα εργαλεία που η ίδια η δημοκρατία μάς προσφέρει. Αυτό έχουμε και θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που η δημοκρατία μάς προσφέρει.

Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στην υπόθεση αυτής της εκτροπής είναι ένοχοι, αμετάκλητα ένοχοι. Δεν έχουν μονάχα πολιτικές, αλλά και βαρύτατες προσωπικές και νομικές ευθύνες. Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων έκαναν ακόμα και την εθνική μας ασφάλεια πεδίο υποκλοπών και εκβιασμών -θα το πω πάρα πολύ απλά- είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, είναι επικίνδυνη για την ασφάλεια της χώρας, είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα.

Η παρακρατική λειτουργία, η διαφθορά και η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί, απ’ ό,τι φαίνεται, στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης. Η κυβέρνηση αυτή, όμως, έχει απωλέσει κατά τη δική μας εκτίμηση -σύντομα θα φανεί- την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση μετά από όλα όσα έχουν συμβεί και μετά από όλα όσα έχουν αποκαλυφθεί με αποδείξεις πια, επειδή η Ελλάδα θέλουμε να είναι μια ευνομούμενη πολιτεία, θέλουμε να είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να μείνει ούτε στιγμή στη θέση της. Ο πρωθυπουργός αυτός δεν μπορεί να παραμείνει ούτε μια μέρα στη θέση του.

Για τους λόγους αυτούς, κυρίες και κύριοι βουλευτές, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη ως ένα πρώτο βήμα της πορείας μας προς τον λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, για την υπεράσπιση της διαφάνειας, για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης. Σύντομα η Βουλή επί τριήμερο θα συζητήσει, ο κ. Μητσοτάκης θα αναγκαστεί να έρθει εδώ, ακόμα και αν θέλει να το βάζει διαρκώς στα πόδια, θα αναγκαστεί να δώσει εξηγήσεις, θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει, θα αναγκαστεί να απαντήσει και η Βουλή θα αναγκαστεί να αποφασίσει: Με τη δημοκρατία ή με την εκτροπή;

Όποια κι αν είναι η απάντηση, είμαι βέβαιος ότι σύντομα την οριστική και την ορθή απάντηση στο ερώτημα θα τη δώσει ο ελληνικός λαός που θα πάρει στα χέρια του την υπόθεση της δημοκρατίας, την υπόθεση της δικαιοσύνης. Που θα πάρει στα χέρια του την ίδια τη ζωή του.

Σας ευχαριστώ. 

Φωτογραφία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI