«Στην Ελλάδα είμαστε σε μια κατάσταση που δεν υπάρχει μια ομαλή λειτουργία του Κράτους Δικαίου και κυρίως θεσμικά αντίβαρα», επεσήμανε ο Θανάσης Κουκάκης, δημοσιογράφος και θύμα του σκανδάλου των υποκλοπών, κατά την παρέμβασή του στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα με θέμα «Κράτος Δικαίου, Δημοκρατία και Δικαιοσύνη», στις 6 Φεβρουαρίου στο Ωδείο Αθηνών.
Ο Θανάσης Κουκάκης σημείωσε ότι «το σκάνδαλο των υποκλοπών ήταν ένα πολιτικό σκάνδαλο. Έτσι ξεκίνησε και έχει εξελιχθεί σε θεσμικό σκάνδαλο. Ουσιαστικά εκκίνησε από την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταστήσει το Μαξίμου ένα επιτελικό κέντρο, το οποίο θα είχε τον απόλυτο έλεγχο. Το σκάνδαλο, πλέον, μετεξελίχθηκε γιατί η κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να αναχαιτίσει τις έρευνες των ανεξάρτητων αρχών, όπως η ΑΔΑΕ και ύστερα, βεβαίως, να ελέγξει τη ροή της δικαστικής έρευνας».
Ο δημοσιογράφος και θύμα των υποκλοπών επεσήμανε ότι «οι αποφάσεις του Μεγάρου Μαξίμου επιμόλυναν συνολικά τους θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας» ενώ αναφερόμενος στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής σημείωσε ότι «στην υπόθεση των υποκλοπών είχαμε μια εξεταστική αρχικά παρωδία, η οποία ουσιαστικά έκρινε, μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ότι δεν υπήρχαν κυβερνητικές ευθύνες».
Ο Θανάσης Κουκάκης υπογράμμισε ότι τα τελευταία τρία χρόνια με αρχή το σκάνδαλο των υποκλοπών «βλέπουμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε σχέση με τη διαχείριση σκανδάλων και υποθέσεων δημοσίου συμφέροντος που απασχολούν πολύ την κοινωνία μας και ειδικά στην υπόθεση των Τεμπών».
Αναλυτικά η παρέμβαση του Θανάση Κουκάκη
Ευρισκόμενος τα τελευταία τρία χρόνια σε αυτή την περιδίνηση του σκανδάλου των υποκλοπών η επαφή μου με την ελληνική δικαιοσύνη ήταν, όπως αντιλαμβάνεστε, υποχρεωτική. Ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2022, όταν ξεκίνησε και η δικαστική έρευνα της υπόθεσης των υποκλοπών και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα, που πλέον έχουμε την απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές και βεβαίως θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα καθώς στις 5 Μαρτίου του 2025 έχει οριστεί η δίκη για την υπόθεση των υποκλοπών.
Δεν μπορώ να πω ότι ασπάζομαι απόλυτα την άποψη ενός πολύ έμπειρου νομικού, η οποία υποστηρίζει ότι την ελληνική δικαιοσύνη την εκτιμάει μόνο όποιος δεν την έχει γνωρίσει. Διότι η δικιά μου εμπειρία από την ελληνική δικαιοσύνη είναι ποικιλόμορφη και πολυεπίπεδη.
Τον Οκτώβριο του 2023, όταν οι εισαγγελείς Πρωτοδικών ήταν έτοιμοι να διασταυρώσουν τη λίστα των θυμάτων του Predator με τις λίστες των ατόμων που είχαν παρακολουθηθεί από την ΕΥΠ, τότε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η επικεφαλής εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η κα Γεωργία Αδειλίνη, πήρε την υπόθεση από τα χέρια τους, επικαλούμενη ότι καθυστερούν και την έδωσε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση.
Ο κύριος Ζήσης κράτησε στα δικά του χέρια για άλλους 9 μήνες την υπόθεση αυτή και δυστυχώς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι δεν αξιοποίησε καθόλου αυτό το χρονικό διάστημα προκειμένου να στηριχθεί πάνω στην εργασία των εισαγγελέων Πρωτοδικών και να παράξει ένα αποτέλεσμα το οποίο θα αποκάλυπτε την πραγματικότητα. Αντί αυτού απογοήτευσε, έκανε αυτό το οποίο θα μπορούσα να πω, ένα γονατογράφημα, το οποίο τελικά οδήγησε σε δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος και όχι σε διώξεις για κακουργήματα, από τη στιγμή μάλιστα που θύματα του Predator ήταν το μισό υπουργικό συμβούλιο, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και βεβαίως δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών ήταν ένα πολιτικό σκάνδαλο. Έτσι ξεκίνησε και έχει εξελιχθεί σε θεσμικό σκάνδαλο. Ουσιαστικά εκκίνησε από την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταστήσει το Μαξίμου ένα επιτελικό κέντρο, το οποίο θα είχε τον απόλυτο έλεγχο. Το σκάνδαλο, πλέον, μετεξελίχθηκε γιατί η κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να αναχαιτίσει τις έρευνες των ανεξάρτητων αρχών, όπως η ΑΔΑΕ και ύστερα, βεβαίως, να ελέγξει τη ροή της δικαστικής έρευνας.
Αυτό το οποίο απέδειξε και αποδεικνύει ακόμη η υπόθεση των υποκλοπών είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε δημιουργήσει ένα σύστημα όπου η κεντρική εξουσία ελέγχει όλες τις άλλες εξουσίες. Και ότι στην Ελλάδα είμαστε σε μια κατάσταση που δεν υπάρχει μια ομαλή λειτουργία του κράτους δικαίου και κυρίως αυτό που λέμε θεσμικά αντίβαρα. Και η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη, η ηγεσία της διορίζεται από την κυβέρνηση και γι’ αυτό το λόγο είναι εξαρτώμενη από την κυβέρνηση. Το τι μπορεί να αλλάξει είναι μια πάρα πολύ δύσκολη απάντηση.
Τα τελευταία 3 χρόνια, εκκινώντας από το σκάνδαλο των υποκλοπών, βλέπουμε ότι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε σχέση με τη διαχείριση σκανδάλων και υποθέσεων δημοσίου συμφέροντος. Στην υπόθεση των υποκλοπών είχαμε μια εξεταστική αρχικά παρωδία, η οποία ουσιαστικά έκρινε, μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ότι δεν υπήρχαν κυβερνητικές ευθύνες.
Το ίδιο λοιπόν φοβάμαι ότι το ίδιο βλέπουμε ότι επαναλαμβάνεται και στις υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος που απασχολούν πολύ την κοινωνία μας και ειδικά στην υπόθεση των Τεμπών.
Η ελληνική κυβέρνηση και οι μεθοδεύσεις της σε σχέση με την υπόθεση των υποκλοπών βεβαίως, έφτασαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απασχόλησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πέρασαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, επιβλήθηκαν μέχρι και αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος των πρωταγωνιστών, των Ελλήνων και Ισραηλινών διαχειριστών που με κέντρο την Ελλάδα συνέβαλαν στη διάχυση του Predator σε όλο τον κόσμο με την άδεια του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και αυτό έχει ειδική σημασία.
Βεβαίως, το επόμενο κεφάλαιο της υπόθεσης των υποκλοπών δεν αφορά τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης αλλά τους χειρισμούς της ελληνικής Δικαιοσύνης και ουσιαστικά το πώς ένα πολιτικό σκάνδαλο κατέστη θεσμικό σκάνδαλο. Για το πώς, λοιπόν, οι αποφάσεις του Μεγάρου Μαξίμου επιμόλυναν συνολικά τους θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Και αυτό βεβαίως θα αναδειχθεί ακόμα περισσότερο όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και ο πρωθυπουργός αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου και αλλάξει η κυβέρνηση. Τότε ακριβώς θα μάθουμε πραγματικά όλη την αλήθεια σε σχέση με αυτή την δυσώδη υπόθεση που απασχολεί τη δημόσια σφαίρα για πάνω από τρία χρόνια».