Ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη συζήτηση επί της Συνταγματικής Αναθεώρησης στην Ολομέλεια της Βουλής
Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Τον Ιούλιο του 2016 αναλάβαμε την πρωτοβουλία, ως πλειοψηφία κοινοβουλευτική τότε να ξεκινήσει η διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης, προτάσσοντας μια δημόσια διαβούλευση και έναν εκτεταμένο δημόσιο διάλογο με τους πολίτες και με την κοινωνία των πολιτών, ώστε τα κόμματα όλα, οι πολιτικές δυνάμεις να γνωρίζουν τις προτάσεις, τις αγωνίες, τις απόψεις της κοινωνίας των πολιτών πριν ξεκινήσει η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα αναθεωρητική διαδικασία στη Βουλή.
Αφετηρία της πρωτοβουλίας μας ήταν μια θεμελιώδης παραδοχή, για την οποία βεβαίως υπάρχει μια εξίσου θεμελιώδης διαφωνία ανάμεσα στις παρατάξεις μας.
Η δική μας παραδοχή λοιπόν ότι το Σύνταγμα ανήκει πρωτίστως στους πολίτες. Σε όλους τους πολίτες.
Συνεπώς λόγο για το Σύνταγμα δεν πρέπει να έχουν μόνον οι ειδικοί και οι τεχνοκράτες. Φυσικά θα έχουν κι αυτοί, αλλά όχι μονάχα αυτοί. Και βεβαίως λόγο για το Σύνταγμα δεν μπορεί να έχουν μόνον οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αλλά όλοι οι πολίτες, όλος ο λαός.
Οι αντιδράσεις μας στην πρωτοβουλία αυτή τότε, από τα κόμματα που εμείς ονομάζουμε κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος, πιστεύω ότι δεν είχαν να κάνουν μόνο με έναν θεσμικό καθωσπρεπισμό, επιτρέψτε μου την έκφραση, αλλά, κυρίως, υπέκρυπταν κι έναν φόβο. Τον φόβο να χάσουν για πρώτη φορά τον έλεγχο του Συντάγματος οι πολιτικές δυνάμεις που το μονοπώλησαν από τη μεταπολίτευση και μετά.
Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις δηλαδή, που έβαλαν το άρθρο 86 στο Σύνταγμα για να διασφαλίζουν την ατιμωρησία των στελεχών τους που διετέλεσαν σε κυβερνητικές θέσεις.
Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που έβαλαν το δικαίωμα επίταξης στο Σύνταγμα για να περιορίζουν το δικαίωμα της απεργίας.
Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που έχουν της εξής θεώρηση για τη λειτουργία της δημοκρατίας, να ψηφίζει ο λαός μια φορά τα τέσσερα χρόνια και μετά να παρακολουθεί αμέτοχος ν’ αποφασίζουν άλλοι για λογαριασμό του.
Αφού λοιπόν προηγήθηκε μια μακρά και γόνιμη διαδικασία διαβούλευσης σε κάθε άκρη της Ελλάδας, καταθέσαμε την πρότασή μας το Νοέμβριο του 2018.
Η πρόταση αναθεώρησης που καταθέσαμε αποτυπώνει ένα συνολικό σχέδιο για το Σύνταγμα και τους θεσμούς.
Ένα σχέδιο για μια Νέα Μεταπολίτευση, όπως το ονομάσαμε.
Για μια Ελλάδα που αφήνει επιτέλους πίσω της τα βαρίδια του 20ου αιώνα και μπαίνει, έστω με καθυστέρηση, στον 21ο αιώνα.
Ένα σχέδιο που βάζει μπροστά τους πολίτες και τον ελληνικό λαό.
Το σχέδιό μας αυτό. έχει τρεις πυλώνες:
Ο πρώτος πυλώνας είναι ο εκδημοκρατισμός του πολιτεύματος.
Ο δεύτερος είναι η διεύρυνση της λαϊκής συμμετοχής και των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Και ο τρίτος είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής.
Όταν καταθέσαμε την πρότασή μας αυτή, είχαμε απόλυτη επίγνωση ότι παίρνουμε ένα ρίσκο.
Η κοινοβουλευτική μας ομάδα δεν είχε καν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Και φυσικά γνωρίζαμε πολύ καλά ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διασφαλίσουμε για τις προτάσεις μας στην πρώτη Βουλή, στην προτείνουσα Βουλή, την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών, είτε στην προτείνουσα είτε στην αναθεωρητική.
Γνωρίζαμε όμως επίσης πολύ καλά ότι η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Διότι, ιδίως το αίτημα για την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος ήταν και είναι κάτι παραπάνω από ώριμο αίτημα. Επιτακτικό αίτημα, επείγον αίτημα είναι
Γι’ αυτό και δεν διστάσαμε να πάρουμε αυτό το πολιτικό ρίσκο. Πήραμε την απόφαση να κινήσουμε τη διαδικασία αναθεώρησης, χωρίς μικροπολιτικούς υπολογισμούς και χωρίς τακτικισμούς. Με στάση υπευθυνότητας απέναντι στην κοινωνία και απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Το σχέδιό μας, προφανώς, δεν θα υλοποιηθεί. Παρόλα αυτά δεν μετανιώνουμε που ανοίξαμε αυτή τη διαδικασία. Δεν μετανιώνουμε που βάλαμε τις βάσεις της συζήτησης στην ελληνική κοινωνία για την ανάγκη μιας προοδευτικής αναθεώρησης του Συντάγματος και ενός συνταγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας μας.
Άλλωστε πρωτίστως στην κοινωνία και στους πολίτες απευθυνθήκαμε.
Και καταθέσαμε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για το Σύνταγμα και τους θεσμούς, για το οποίο είμαστε περήφανοι.
Ένα σχέδιο που είμαστε βέβαιοι πως, αν το θέταμε στη κρίση των πολιτών, στη μεγάλη τους πλειοψηφία θα το ενέκριναν.
Απέναντι στο σχέδιό μας, η άλλη πλευρά, η συντηρητική παράταξη, η παράταξη της Ν.Δ. τι αντιπρόταση είχε; Ποιο ήταν το σχέδιό της;
Η αντιπρόταση της Νέας Δημοκρατίας ήταν μια αμήχανη και άτολμη συρραφή σκόρπιων διατάξεων. Ένα μνημείο βερμπαλισμού, χωρίς άξονες και κεντρική ιδέα, χωρίς ειρμό και χωρίς έρμα.
Εμείς δείξαμε και αποδείξαμε ότι έχουμε σχέδιο. Μπορεί να διαφωνείτε μ’ αυτό..
Η Νέα Δημοκρατία, αντιθέτως, απέδειξε ότι στα του Συντάγματος τουλάχιστον, κινείται χωρίς πυξίδα και χωρίς σχέδιο.
Δεν χρειάζεται να πω πολλά για να το αποδείξω αυτό. Μια απλή σύγκριση της πρότασης που κατέθεσε η Ν.Δ. για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2014, με την πρόταση που κατέθεσε το 2018, αρκεί για του λόγου το αληθές.
Δύο εντελώς διαφορετικά κείμενα.
Και, τουλάχιστον, η πρότασή σας το 2014, όσο κι αν διαφωνήσαμε μαζί της, είχε τουλάχιστον μια στοιχειώδη δομή και μια στοιχειώδη κεντρική λογική.
Η πρόταση του 2018 μοιάζει να είναι ένα ποτ-πουρί ποικίλων και ασύνδετων μεταξύ τους ρυθμίσεων, που φαίνεται τελικά πως ο μόνος λόγος που προτάθηκαν, πέραν των τρεχουσών πολιτικών σκοπιμοτήτων, είναι για να συγκαλύψουν τον ένα και μοναδικό σκοπό στον οποίο η πρόταση αποβλέπει, που είναι η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στην Παιδεία και στο Περιβάλλον. Με διατάξεις που οδηγούν ευθέως στην εμπορευματοποίηση της παιδείας και διατάξεις που οδηγούν ευθέως στην υποβάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος.
Περαιτέρω, αυτό που πετύχαμε με τη δική μας πρόταση, είναι να αποδείξουμε πως είμαστε μια πολιτική δύναμη συνταγματικής και θεσμικής υπευθυνότητας.
Η πρότασή μας έχει βεβαίως -δεν το κρύβουμε αυτό- αριστερό και προοδευτικό πρόσημο.
Ωστόσο οι επιμέρους παρεμβάσεις που τη συγκροτούν ενέχουν το στοιχείο της συναίνεσης και του συμβιβασμού, έτσι όπως απαιτείται σε μια διαδικασία αναθεώρησης.
Δεν προτείνουμε εμείς, όπως η Νέα Δημοκρατία το κάνει, τη συνταγματοποίηση του πολιτικού μας προγράμματος. Προτείνουμε ώριμα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας. Και μάλιστα αιτήματα που έχουν διαμορφώσει μια πλειοψηφική δυναμική στην κοινή γνώμη.
Ομολογώ ότι αυτό σε κάποιες περιπτώσεις δυσαρέστησε ακόμη το στενό κομματικό μας ακροατήριο. Όπως, για παράδειγμα, στην πρότασή μας για το άρθρο 3, που προτείναμε έναν ήπιο εξορθολογισμό, και όχι τη ριζική διάρρηξη, των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας.
Όμως αυτή, όπως και όλες οι προτάσεις μας, έγιναν με την επίγνωση ότι το Σύνταγμα αποδίδει πάντοτε έναν ορισμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τον οποίο δεν μπορούμε να υπερβούμε.
Το πόσο συναινετική και συνθετική υπήρξε η πρότασή μας φαίνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι υιοθετήσαμε ακόμα και προτάσεις που είχε κάνει το 2014 η Νέα Δημοκρατία.
Όπως την τότε πρόταση της Ν.Δ. να εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες στη Βουλή, πάντοτε όμως με αυξημένη πλειοψηφία, και εναλλακτικά –δική σας πρόταση ήταν- με άμεση εκλογή από το λαό. Ή την πρόταση –επίσης δική σας ήταν- της καθιέρωσης και μέσω του Συντάγματος ενός παγίου αναλογικού εκλογικού συστήματος, αναλογικού εκλογικού συστήματος.
Το οξύμωρο όμως είναι σήμερα ότι αυτές οι δύο προτάσεις, που είναι προτάσεις που βρίσκονται, επαναλαμβάνω, στο δικό σας πακέτο για την αναθεώρηση το ΄14, σ΄’ αυτές τις δύο προτάσεις βασίζεται σχεδόν το κύριο μέρος της πολεμικής σας και της αντιπαράθεσής σας προς τις δικές μας προτάσεις, προς τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
Και αυτό αποδεικνύει τη πολιτική ένδεια αλλά και τον καιροσκοπισμό σας, αφού όχι μόνο αρνείστε να ψηφίσετε τις προτάσεις σας, αλλά ξιφουλκείτε εναντίον τους με πάθος.
Την υπεύθυνη και συνθετική στάση μας την αποδείξαμε εξάλλου και κατά τις εργασίες της προτείνουσας Βουλής. Και βλέπω σήμερα με μεγάλη έκπληξη ότι ακόμα και γι αυτό μας εγκαλείτε. Όταν, σε αντίθεση με τη στάση της σημερινής πλειοψηφίας, εμείς αποδεχθήκαμε αυτοβούλως μια σειρά από προτάσεις της τότε αντιπολίτευσης, χωρίς να έχουμε καμία υποχρέωση να το κάνουμε. Προτάσεις στις οποίες δώσαμε έτσι εμείς την ευκαιρία να είναι σήμερα μεταξύ των αναθεωρητέων διατάξεων.
Ελπίζω να θυμάστε, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, ότι η πρόταση που εσείς φέρατε για το άρθρο 96, ως απλός βουλευτής τότε, για το άρθρο 96 και τη στρατιωτική δικαιοσύνη βρίσκεται σήμερα στις αναθεωρητέες διατάξεις, μόνο και μόνο επειδή την υιοθέτησαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην προτείνουσα Βουλή.
Ελπίζω επίσης να θυμάστε, κυρίες και κύριοι της σημερινής πλειοψηφίας, ότι η πρόταση που φέρατε για το άρθρο 68 και τις εξεταστικές επιτροπές, βρίσκεται σήμερα στις αναθεωρητέες διατάξεις επειδή την αποδέχθηκαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην προτείνουσα Βουλή.
Το ίδιο όσον αφορά την εκκαθάριση των μεταβατικών διατάξεων του Συντάγματος στα άρθρα 112 ως 119.
Εμείς δεν είχαμε λοιπόν πρόβλημα να υιοθετήσουμε τις προτάσεις σας αυτές στην προηγούμενη Βουλή.
Και δεν έχουμε πρόβλημα σήμερα να αναγνωρίσουμε ότι αυτά συνιστούν συμβολές της δικής σας παράταξης στη συνταγματική αναθεώρηση.
Όμως, λυπάμαι που θα το πω, η συμβολή σας σταματάει εκεί.
Οτιδήποτε άλλο πετύχει η συνταγματική αναθεώρηση σήμερα, έστω αυτά τα λίγα που θα αφήσετε, οφείλεται σε δική μας πρωτοβουλία, σε πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ.
Και νομίζω και θα ξεκινήσω μ’ αυτό γιατί είναι το κορυφαίο θέμα συζήτησης στην κοινωνία των πολιτών, στους πολίτες, το άρθρο 86.
Έπρεπε να έρθει η αριστερά για πρώτη φορά με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, για να εκκινήσει η αναθεώρηση του κατάπτυστου αυτού άρθρου για την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Στα προηγούμενα 40 χρόνια, όσο Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ εναλλάσσονταν στην εξουσία, δεν είδαμε καμία σχετική πρωτοβουλία.
Αντιθέτως το 2001 είδαμε ένας κακός νόμος να συνταγματοποιείται, να περνάει στο Σύνταγμα της χώρας και να μην μπορεί να αλλάξει. Και το κάνατε αυτό, διότι μπορούσατε ανενόχλητοι τότε να εναλλάσσεστε στα κυβερνητικά έδρανα χωρίς άγχος για την ποινική ευθύνη.
Και νομίζω ότι εδώ πρέπει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του να κάνει και μια βαθιά αποτίμηση γιατί αυτή είναι μια από τις αιτίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Και βεβαίως στην αναθεώρηση του 2008 τα δυο κυρίαρχα κόμματα τότε «ξεχάσατε» φαίνεται, από κοινού «ξεχάσατε» να αναθεωρήσετε το άρθρο 86.
Και να μη μιλήσω για την –υποτίθεται εκσυγχρονιστική– αναθεώρηση του 2001, διότι τότε, όχι μόνο περάσατε στο Σύνταγμα έναν άθλιο νόμο, αλλά προβάλατε και το επιχείρημα ότι διευρύνετε, μεγαλώνετε την αποσβεστική προθεσμία και στην ουσία αυτό που κάνατε ήταν να την μεγαλώσετε για έναν χρόνο, αλλά να κάνετε αδύνατη την αλλαγή του νόμου, ενός νόμου που είναι μια πολύ βαριά σκιά στο πολιτικό σύστημα και στη σχέση του πολίτη με την πολιτική.
Να το πω έτσι με δυο λόγια, υπάρχει αυτή η αίσθηση της αδικίας αν ένας οποιοσδήποτε Έλληνας πολίτης διαπράξει ένα αδίκημα αυτό παραγράφεται σε 15 και 20 χρόνια, αν το διαπράξουν οι πορφυρογέννητοι υπουργοί παραγράφονται με το πέρας της δεύτερης συνόδου της επόμενης Βουλής, δηλαδή –το πολύ– δύο χρόνια μετά τις εκλογές. Ή αν γίνουν εκλογές, όπως έγιναν το 2015 σε σύντομο χρονικό διάστημα, αμέσως, στο εξάμηνο.
Έπρεπε λοιπόν να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει την κατάργηση κι αυτό να γίνει πράξη.
Και θέλω να επισημάνω ότι η πρότασή μας εδώ είναι καθαρή και κρυστάλλινη.
Λέμε το αυτονόητο: λέμε ότι τα αδικήματα των υπουργών πρέπει να παραγράφονται όπως όλων των υπολοίπων Ελλήνων, μετά από 5, 15 ή 20 χρόνια. Ό,τι προβλέπει ο νόμος για όλους. Όχι ειδικές παραγραφές.
Όμως και σήμερα έχετε ακόμα – θα πω μια έκφραση που μπορεί να πείτε είναι βαριά, αλλά αυτό αισθάνομαι – το θράσος θα πω, όχι απέναντι σε εμάς, αλλά απέναντι στους Έλληνες πολίτες, να έρχεστε και να μας λέτε: Ξέρετε, Ο.Κ. από εδώ και στο εξής, αλλά, αν κάποιος υπουργός δωροδοκήθηκε, αν κάποιος υπουργός πήρε μίζες πριν από το 2015, δεν θα διωχθεί, γιατί τα αδικήματά του πηγαίνουν με την παλιά ρύθμιση και έχουν παραγραφεί.
Μας λέτε με δυο λόγια ότι όσες πράξεις δωροδοκίας τυχόν τελέστηκαν πριν το 2015 πρέπει να μπουν στο αρχείο, πρέπει να σταματήσουν να ερευνώνται από τη Δικαιοσύνη.
Αυτός είναι ο λόγος που εμείς στην προηγούμενη διαδικασία της προτείνουσας Βουλής δεν φέραμε μονάχα την αναθεώρηση του 86, αλλά και μια διευκρινιστική δήλωση, έχοντας την αίσθηση ότι θα τύχει της έγκρισης μιας ευρύτατης πλειοψηφίας. Και μάλιστα δεν υπήρξε καμία αντιπαράθεση επ’ αυτού στο διάλογο το δημόσιο, κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Καμία αντιπαράθεση ότι κακώς το φέρνουμε.
Και το φέραμε για να είναι ξεκάθαρο ότι καμία προνομιακή παραγραφή για υπουργούς δεν θα υπάρχει, όχι μόνο για αδικήματα που τυχόν διαπράξουν υπουργοί από την αναθεώρηση και μετά, αλλά και για δωροδοκίες που έχουν τελεστεί στο παρελθόν. Ώστε η Δικαιοσύνη να μη σταματά τις έρευνες στο 2015, αλλά να μπορεί να πάει και πιο πίσω, στο 2014, το 2012, το 2010, το 2007, μέχρις όπου φτάνει ο χρόνος της παραγραφής, της κανονικής παραγραφής που ισχύει για όλους τους Έλληνες και όχι αυτής της παρωδίας παραγραφής που βάλατε στο Σύνταγμα το 2001.
Και τότε στα μουλωχτά, λοιπόν, αποφύγατε να το ψηφίσετε χωρίς να ανοίξετε μέτωπο με αυτή τη διευκρινιστική δήλωση.
Και σήμερα συνεχίζετε να αποφεύγετε και να αρνείστε να το ψηφίστε.
Και ψάχνω να βρω με ποιο επιχείρημα, ποιο είναι το επιχείρημα πάνω στο οποίο βασίζετε αυτήν την άρνηση, που δεν την κατανοεί ο ελληνικός λαός, αλλά εσείς προσπαθείτε να δημιουργήσετε ένα νομικό επιχείρημα προκειμένου προφανώς να φυλάξετε τα νώτα σας.
Μας λέτε: δεν υπάρχει ερμηνευτική διχογνωμία για το άρθρο 86.
Απαντάμε: βεβαίως και υπάρχει ερμηνευτική διχογνωμία. Το γνωρίζετε και για αυτό ακριβώς προτείνουμε τη δήλωση αυτή.
Ερμηνευτική δήλωση σημαίνει αυθεντική ερμηνεία του Συντάγματος. Αυθεντική ερμηνεία του Συντάγματος μόνο η αναθεωρητική Βουλή κάνει.
Ποια καλύτερη ευκαιρία, λοιπόν, από αυτήν ως αναθεωρητική Βουλή και ως πολιτικό σύστημα συνολικά να δώσουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα;
Μας λέτε, δεύτερο επιχείρημα που έχω ακούσει: δεν μπορεί να υπάρχει αναδρομικότητα σε ποινική διάταξη.
Απαντάμε: Για ποια αναδρομικότητα μας λέτε; Άλλο τροποποίηση διάταξης, άλλο αυθεντική ερμηνεία της διάταξης. Εδώ δεν εισάγεται νέος ποινικός κανόνας.
Και ξέρετε κάτι: Η πρότασή μας στο τέλος της ημέρας, για να το ξεκαθαρίσω, είναι πεντακάθαρη. Αλλά είναι πεντακάθαρη για τον απλούστατο λόγο, γιατί και εμείς είμαστε πεντακάθαροι. Όσο ασκήσαμε εξουσία, την κυβερνητική παρουσία μας δεν τη σκιάζει καμία υποψία σκανδάλου. Ενώ, αντιθέτως, η δική σας στάση σήμερα όχι μόνο δεν είναι καθαρή, αλλά είναι θλιβερή και σκιώδης. Ψάχνετε, επαναλαμβάνω, να βρείτε νομικά επιχειρήματα και δικαιολογίες, γιατί; Γιατί, αντιστοίχως, η δική σας διακυβέρνηση του τόπου ήταν σκιώδης και θλιβερή. Γι’ αυτό άλλωστε οδηγήθηκε ο τόπος στη χρεοκοπία.
Αλήθεια, κυρίες και κύριοι βουλευτές της πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝΑΛ, ξέρετε ποιο θα είναι ερώτημα το οποίο θα επικρέμεται στα χείλη των πολιτών, μετά από αυτήν σας την άρνηση; Τι ακριβώς φοβάστε; Αυτό είναι το ερώτημα.
Μήπως φοβάστε για προβεβλημένα στελέχη σας; Αυτό είναι το ερώτημα που θα επικρατεί. ‘Ή μήπως έχετε αμφιβολίες εν πάση περιπτώσει, αν δεν φοβάστε, για την αθωότητα υπουργών σας στις κυβερνήσεις σας.
Εν πάση περιπτώσει, δεν θέλω να εξαντλήσω την παρέμβασή μου σε αυτό το θέμα. Ο ελληνικός λαός νομίζω έχει ήδη βγάλει και θα βγάλει ακόμα περαιτέρω τα συμπεράσματά του.
Έρχομαι σε μια σειρά από κρίσιμες παρατηρήσεις.
Υπάρχουν μια σειρά από προτάσεις που κάναμε στην προηγούμενη Βουλή, στις οποίες πιστεύω ότι ο μέσος πολίτης θα μπορούσε να υποθέσει ότι αυτονοήτως θα έβρισκαν μεγάλη συναίνεση, όπως και η πρόταση για την ερμηνευτική δήλωση του 86, αλλά τώρα εσείς αρνείστε να στηρίξετε, δηλαδή αρνείστε να μπουν στο Σύνταγμα.
Και εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε αυτό που οι συνταγματολόγοι ονομάζουν «επιβεβαιωτική» λειτουργία της αναθεώρησης.
Όταν δηλαδή, προταθεί η αναθεώρηση μιας διάταξης, αλλά αυτή τελικά δεν αναθεωρηθεί, τότε η διάταξη ουσιαστικά είναι σαν να αναβαπτίζεται, να επανανομιμοποιείται. Είναι σαν να ψηφίζεται και να εγκρίνεται εκ νέου. Παίρνει νέα ζωή και νέα νομιμοποίηση. Δεν είναι μια διάταξη που την ψήφισαν πριν 45 χρόνια κάποιοι άνθρωποι που ανήκαν τότε σε άλλες γενιές και σε περασμένους κόσμους. Αλλά μια διάταξη που, ουσιαστικά, επαναβαπτίζεται σήμερα κάτω από τους σύγχρονους όρους.
Θέλετε να δούμε μερικές διατάξεις απ’ αυτές που ουσιαστικά με αυτή την έννοια ξαναψηφίζει, επαναεπιβεβαιώνει η Νέα Δημοκρατία, αρνούμενη να υπερψηφίσει την αναθεώρησή τους, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει;
Πάμε, λοιπόν.
Εμείς προτείναμε να καταργηθεί, όχι μόνο η παράγραφος 1 από το άρθρο 3, αλλά και η παράγραφος 3 του άρθρου 3.
Τί λέει η παράγραφος 3;
Λέει ότι «απαγορεύεται» –αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί το άρθρο, απαγορεύεται ,λέει– τί;
Απαγορεύεται η μετάφραση της Αγίας Γραφής χωρίς προηγούμενη άδεια.
Και αναρωτιέμαι σε ποιον αιώνα ζει η χώρα;
Είμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα; Ή έχουμε μείνει στα «ευαγγελιακά» του 1901, που αποτέλεσαν την αφορμή για να μπει αυτή η διάταξη στο Σύνταγμα του 1911;
Πού βρισκόμαστε για να επικυρώνουμε τέτοιες διατάξεις, ενώ έχει προταθεί η κατάργησή τους;
Είμαστε στην Ευρώπη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ή είμαστε κάπου αλλού;
Πέρασε από εδώ ο Διαφωτισμός ή μήπως δεν ακούμπησε;
Και, κύριε Μητσοτάκη, ειλικρινά απευθύνομαι και σε εσάς για το ζήτημα αυτό. Διότι είστε, κατά δήλωσή σας, φιλελεύθερος, πολλές φορές δηλώνετε και προοδευτικός, αλλά δεν το πάω τόσο μακριά., μένω στο φιλελεύθερος. Θέλετε το Σύνταγμα, το Σύνταγμα της χώρας να απαγορεύει την έκδοση βιβλίων;
Θέλετε να απαιτείται προηγούμενη άδεια για να μεταφράσεις ένα βιβλίο;
Ιερό βιβλίο, ναι. Αυτό είναι το θέμα σας; Αλλά θέλετε αυτό; Το πιστεύετε αυτό; Αν το πιστεύετε, πείτε το ότι το πιστεύετε. Εγώ δεν έχω αντίρρηση.
Αλλά, ξέρετε, κανείς δεν είναι ό,τι δηλώνει τελικά. Είναι ό,τι πράττει.
Πόσο φιλελεύθερος και εκσυγχρονιστής μπορεί να είστε κ. Μητσοτάκη και εσείς κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, όταν αρνείστε την παράγραφο 3 του άρθρου 3;
Διότι εντάξει, εγώ κατανοώ. Διαφωνώ κάθετα μαζί σας, αλλά κατανοώ την επιλογή βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας να μην θέλουν να αναθεωρηθεί η πρώτη παράγραφος του άρθρου 3 για τις σχέσεις εκκλησίας -κράτους. Παρότι διαφωνώ, κατανοώ ότι έχετε ένα θέμα να μην δυσαρεστήσετε αυτό που ονομάζετε εκλογική σας πελατεία Το σέβομαι, παρότι θεωρώ ότι και εκεί κάνετε λάθος.
Κάνετε λάθος διότι πιστεύω ότι πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας και μεγάλο μέρος ακόμα και αυτού που ονομάζετε εκλογική πελατεία του εκκλησιάσματος, πολύ μεγαλύτερο μέρος απ’ ό,τι νομίζετε, θέλει, επιθυμεί τον εκσυγχρονισμό, τον εξορθολογισμό των σχέσεων του κράτους και εκκλησίας.
Αλλά αφήστε την παράγραφο 1. Την παράγραφο 3 γιατί ;
Περιμένω μια απάντηση.
Πάμε παρακάτω.
Εκτός από την επιβεβαιωτική λειτουργία της αναθεώρησης, οι συνταγματολόγοι μιλούν και για το λεγόμενο «επιχείρημα εξ αντιδιαστολής».
Τί σημαίνει αυτό;
Ότι, αν κάτι προταθεί να μπει στο Σύνταγμα, αλλά τελικά η αναθεωρητική Βουλή το απορρίψει, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι η Βουλή το απέρριψε γιατί ήθελε το ακριβώς αντίθετο.
Δεν το συμμερίζομαι. Δεν ισχύει πάντοτε αυτό, αλλά λέω ότι μπορεί να συμβεί.
Για να δούμε λοιπόν μερικές από τις προτάσεις μας που η Νέα Δημοκρατία απορρίπτει.
Η Νέα Δημοκρατία απορρίπτει την πρόταση να μπει στο Σύνταγμα η απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Προτάθηκε, αλλά εσείς οι φιλελεύθεροι και οι προοδευτικοί το απορρίπτετε μετ’ επαίνων.
Η Νέα Δημοκρατία απορρίπτει, επίσης, την πρόταση να μπει στο Σύνταγμα η αρχή για «ίση αμοιβή για ίση εργασία» ανεξαρτήτως ηλικιακών διακρίσεων.
Προτάθηκε, αλλά απορρίφθηκε. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να ισχυριστεί ότι εφ’ όσον προτάθηκε, αλλά απορρίφθηκε, αυτό σημαίνει ότι το Σύνταγμα μας επιτρέπει να φέρουμε ξανά τον υποκατώτατο μισθό ή να κάνουμε άλλες διακρίσεις ακόμα χειρότερες, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Δεν το υιοθετώ, αλλά με βάση αυτό το επιχείρημα, το επιχείρημα του εξ αντιδιαστολής, αυτό πράττετε, αν δεν το γνωρίζετε, με την άρνησή σας σε δύο παρεμβάσεις που πιστεύω ότι θα έβρισκαν την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά φοβάστε, φοβάστε διότι όλη σας η πολιτική στάση, και στο Σύνταγμα, έχει να κάνει με τις ισορροπίες που θέλετε να διατηρήσετε στο εσωτερικό του κόμματός σας.
Και ολοκληρώνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με τις παρατηρήσεις μου, με αυτό που θεωρώ ότι είναι το έσχατο παράδειγμα καιροσκοπισμού από την πλευρά της Ν.Δ. αλλά και κατάπτωσης θεσμικής.
Το είπα και πριν, αφορά την επίσημή σας πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2014, για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και της στάσης σας σήμερα
Θέλω να σας διαβάσω τι προτείνατε το 2014 για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Λέγατε:
Ο Πρόεδρος να εκλέγεται «είτε δια της άνευ περιορισμών επανάληψης της ως άνω τρίτης ψηφοφορίας, βεβαίως με την ίδια πάντα πλειοψηφία» –υπογραμμίζω την τελευταία φράση, εννοεί πλειοψηφία των 180 βουλευτών– «Είτε δια της προσφυγής στο Εκλογικό Σώμα, … για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ευθέως απ’ αυτό».
Εσείς τα λέγατε αυτά Παραλλαγή αυτής της πρότασης είναι αυτό το οποίο φέραμε εμείς. Δηλαδή αλλεπάλληλες ψηφοφορίες επί ένα εξάμηνο ,μέχρι να συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των 180 βουλευτών.
Και, αν παρ’ ελπίδα αυτές δεν τελεσφορήσουν, τότε και μόνο τότε άμεση εκλογή από το λαό.
Και σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος διατηρεί την υψηλή νομιμοποίηση και το κύρος που απαιτείται για να επιτελέσει τον θεσμικό ρόλο του.
Γιατί είτε θα έχει εκλεγεί διακομματικά, θα έχει επιτρέψτε μου τον όρο «εκβιαστεί» η συναίνεση, αν δεν υπάρχει, αν δεν μπορεί να προκύψει, είτε θα έχει εκλεγεί απευθείας από τους πολίτες.
Ποια είναι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας; Σήμερα.
Η πρόταση της Ν.Δ. .. Γιατί, εντάξει.. αυτό που προτείνει το ΚΙΝ.ΑΛ. εγώ θα μπορούσα να το κατανοήσω. Αλλά αυτό που προτείνει η Ν.Δ., με συγχωρείτε, είναι το αδιανόητο.
Τι προτείνετε;
Μέχρι πέντε ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου.
Στην πρώτη και τη δεύτερη θα απαιτούνται 200 βουλευτές.
Στην τρίτη 180.
Στην τέταρτη 151. Κομματάρχης Πρόεδρος.
Και στην τελευταία θα αρκεί η σχετική πλειοψηφία! Διοικητής ΔΕΚΟ ο Πρόεδρος. Όχι κομματάρχης, ο κηπουρός του κόμματος.
Μα είναι δυνατόν; Ειλικρινά θα ψηφίσετε σήμερα μια τέτοια διάταξη;
Ειλικρινά έχω την αίσθηση ότι ψηφίζοντας μια τέτοια διάταξη, όχι μόνο δεν σέβεστε τον θεσμό, τη διαδικασία, αλλά δεν σέβεστε και το παρελθόν της παράταξής σας, της ιστορίας σας. Την ιστορία της παράταξής σας.
Πότε είχε η Νέα Δημοκρατία εκφράσει τέτοια άποψη για μειοψηφικό Πρόεδρο; Τόσες αναθεωρήσεις έχουν γίνει.
Θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, όταν έφτιαχναν το Σύνταγμα του 1975, ότι έχει θέση στο πολίτευμά μας Πρόεδρος μειοψηφίας;
Θα δεχόταν ποτέ ο Καραμανλής και ο Τσάτσος να γίνουν Πρόεδροι, που έγιναν, αν ήξεραν ότι για να εκλεγούν στη θέση αυτή αρκεί η πλειοψηφία που απαιτείται για να εγκρίνει η Βουλή έναν διοικητή ΔΕΚΟ;
Και, αλήθεια, κύριε Μητσοτάκη και λοιποί συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας που είχατε υπογράψει την πρόταση αναθεώρησης το 2014, τόση αξία δίνετε στην υπογραφή σας, Αυτά που υπογράφατε τότε, σήμερα έρχεστε και επιχειρηματολογείτε για τα ακριβώς αντίθετα;
Εκτός αν δεν είχατε τότε σύμβουλο τον κ. Γεραπετρίτη, γι αυτό υπογράφατε. Τώρα έχετε ανακαλύψει τη Μέκκα του συνταγματικού δικαίου και έχετε μια άλλη αντίληψη για τα πράγματα. Αλλά ειλικρινά αισθάνομαι ότι εδώ διαπράττετε ένα μεγάλο φάουλ. Και δεν νομίζω πως χρειάζεται να πω οτιδήποτε άλλο γι’ αυτή την πρόταση.
Ούτε ότι είναι αντισυνταγματική, ούτε ότι αναιρεί τον προεδρευόμενο χαρακτήρα του πολιτεύματος και το ρυθμιστικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον οποίο καθιστά ενεργούμενο της πλειοψηφίας (ή ακόμα και μειοψηφίας) που τον εξέλεξε.
Θα πω μόνο ότι, αν αυτή η πρόταση περάσει, θα μείνει ως μαύρο στίγμα στην ιστορία του πολιτεύματός μας, αλλά και στην ιστορία της δικής σας παράταξης.
Επιλέξτε λοιπόν με την ψήφο σας σήμερα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Με αποκλειστική ευθύνη των βουλευτών της πλειοψηφίας, η διαδικασία που εμείς με όραμα τον συνταγματικό εκσυγχρονισμό, ξεκινήσαμε πριν.. από το 2016, αλλά μέσα στη διαδικασία στη Βουλή πριν από ένα χρόνο, η διαδικασία της αναθεώρησης πολύ φοβάμαι καταλήγει σε μια μίζερη, και καχεκτική αναθεώρηση.
Εάν δε επιμείνετε μέχρι τέλους και στην άρνηση υιοθέτησης της ερμηνευτικής δήλωσης στο 86 και στην αδιανόητη πρόταση για Πρόεδρο μειοψηφίας στο 36, τότε δεν θα έχουμε πια στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας μια καχεκτική αναθεώρηση αλλά και μια αναθεώρηση – παρωδία. Που όχι μόνον κανένα από τα επιτακτικά αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν υιοθετεί, αλλά δημιουργεί και επιπλέον προβλήματα, αφήνοντας στίγματα στο πολιτικό σύστημα.
Η παράταξή σας, και εσείς προσωπικά κύριε Μητσοτάκη, θα έχετε, αν επιμείνετε, το θλιβερό προνόμιο να χρεωθείτε μετά την αναθεώρηση-παρωδία του 2008 –εσείς κυβερνούσατε και τότε- και μια δεύτερη συνεχόμενη αποτυχημένη αναθεώρηση του Συντάγματος.
Θα μείνετε στην Ιστορία ως η παράταξη που αρνήθηκε ακόμα και τα ελάχιστα, τα στοιχειώδη, τα αυτονόητα για το συνταγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας, προκειμένου να ικανοποιήσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις και απαιτήσεις της τρέχουσας συγκυρίας. Όπως, για παράδειγμα, τον φόβο απέναντι στην έρευνα της Novartis, και γι αυτό επιμένετε στην άρνηση της ερμηνευτικής δήλωσης, αλλά και τις αντιφάσεις στο εσωτερικό σας να εκλέξετε έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας με μεγάλη πλειοψηφία, γι αυτό και οδηγήστε σ’ αυτόν τον εξευτελισμό της θεσμικής διαδικασίας αλλά και του κύρους του θεσμού.
Το κυριότερο όμως, πιστεύω, είναι ότι αυτή η απόφασή σας σήμερα θα επιτείνει αν θέλετε, θα διευρύνει τις σκιές και την κρίση ανάμεσα στους πολίτες και το πολιτικό σύστημα.
Οι πολίτες όμως πιστεύω ότι βλέπουν, κρίνουν και έχουν και μνήμη και γι αυτό αποφάσισα να κλείσω την ομιλία μου, κύριε Πρόεδρε, θετικά.
Με τις θετικές προτάσεις μας για το Σύνταγμα που σήμερα απορρίπτονται, αλλά θα είναι οι προτάσεις που αφορούν το Σύνταγμα του μέλλοντος της χώρας.
Προτάσεις που εσείς τώρα τις μπλοκάρετε με την άρνησή σας.. Αλλά δεν τις ματαιώνετε. Απλώς τις αναβάλλετε για την επόμενη αναθεώρηση.
Γιατί όσο και αν εσείς επιθυμείτε να φρενάρετε την πορεία του τόπου προς τα εμπρός, στο τέλος δεν θα το καταφέρετε. Αργά η γρήγορα η πρόοδος, όπως συμβαίνει πάντα, θα νικήσει τη συντήρηση.
Και πρόοδος είναι οι προτάσεις μας για τη διεύρυνση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που ενδιαφέρουν άμεσα τους πολίτες.
Προτείνουμε λοιπόν –κι εσείς αρνείστε– να καθιερωθεί ο πολιτικός όρκος ως αποκλειστικός τύπος όρκου για όλους τους κρατικούς αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς. Από τον πρώτο πολίτη της χώρας ως τον τελευταίο δημόσιο υπάλληλο.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– ότι εντός της ελληνικής επικράτειας κανείς δεν πρέπει να υποστεί ποτέ ξανά δυσμενή μεταχείριση και διακρίσεις λόγω του φύλου του ή λόγω της ταυτότητας φύλου ή λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του. Για να δώσουμε επιτέλους το μήνυμα ότι η ελληνική κοινωνία είναι ανοιχτή, είναι ανεκτική, είναι φωτεινή , είναι πολύχρωμη. Και δεν την εκφράζουν το μαύρο και ο σκοταδισμός.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– την εγγύηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για όλους. Όχι με τη μορφή ενός επιδόματος φτώχειας. Αλλά πρωτίστως με τη διασφάλιση κανονικών κοινωνικών υπηρεσιών για όλους. Και συμπληρωματικά με εισοδηματικές ενισχύσεις, βεβαίως εκεί όπου χρειάζονται.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– την καθολική πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αυτό δηλαδή που εμείς κατοχυρώσαμε νομοθετικά, κι εσείς τώρα ξηλώνετε σιγά-σιγά, θέλουμε να διασφαλιστεί και στο Σύνταγμα, ώστε να μην κινδυνεύει από τις νεοφιλελεύθερες και αντικοινωνικές εμμονές σας.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– την κατοχύρωση του δημόσιου αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καθολικής κάλυψης. Για να αποκλείσουμε διαπαντός κάθε σκέψη για εκχώρηση του ασφαλιστικού συστήματος σε αδηφάγες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και funds, που απομυζούν τις αποταμιεύσεις και τον ιδρώτα του απλού κόσμου για να δίνουν προκλητικά μπόνους σε «golden boys» και, όταν έρθει η ώρα, βαράνε κανόνι και αφήνουν τους συνταξιούχους στο δρόμο.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– ότι στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά, όπως είναι το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει παραμένουν υπό δημόσιο έλεγχο, ώστε να παρέχονται υποχρεωτικά σε όλους τους πολίτες. Ώστε να μην κοπεί ποτέ ξανά το νερό ή το ρεύμα σε κανένα πολίτη.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– να κατοχυρωθεί το δικαίωμα των συνδικάτων να προσφεύγουν μονομερώς στη διαιτησία. Για να μην καταργηθεί ποτέ ξανά το δικαίωμα της διαιτησίας, όπως το κατάργησαν οι κυβερνήσεις σας και ανάγκασαν ακόμα και το Συμβούλιο της Επικρατείας να κρίνει το νόμο σας αντισυνταγματικό.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– να κατοχυρωθεί ότι ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται μόνο με συλλογικές συμβάσεις. Κι όχι με νόμο ή με υπουργική απόφαση, όπως νομοθέτησαν οι δικές σας κυβερνήσεις για καθιερώσουν μισθούς πείνας.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– να καθιερωθεί η ισότητα αμοιβής για ίση εργασία, ανεξαρτήτως ηλικιακών διακρίσεων. Για να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά αυτό το όνειδος του υποκατώτατου μισθού, που είναι δικό σας όνειδος, εσείς το νομοθετήσατε, για να ’ρθούμε εμείς να το καταργήουμε.
Προτείνουμε –κι εσείς αρνείστε– να απαγορευτεί συνταγματικά η χρήση, ή μάλλον η κατάχρηση, της επίταξης ως απεργοσπαστικού μηχανισμού. Για να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά η πρωτοφανής επίθεση που υπέστη το συνδικαλιστικό κίνημα επί κυβερνήσεών σας. Για να μη ζήσουμε ποτέ ξανά τη ντροπή της απαγόρευσης του δικαιώματος της απεργίας σε ναυτεργάτες, σε εργαζόμενους στις συγκοινωνίες, σε εκπαιδευτικούς της μέσης εκπαίδευσης.
Αυτά προτείνουμε κι εσείς αρνείστε.
Αλλά εμείς είμαστε περήφανοι για τις προτάσεις μας, παρότι σήμερα αυτές απορρίπτονται.
Εσείς, κύριε Μητσοτάκη, δεν ξέρω αν μπορείτε να πείτε το ίδιο, αν είστε εσείς περήφανοι γι αυτά που προτείνει η παράταξή σας κατά την συνταγματική αναθεώρηση.
Εμείς είμαστε βέβαιοι ότι οι πολίτες, ο ελληνικός λαός, θα επιβραβεύσουν τη συνέπειά μας και θα μας δώσουν την ευκαιρία, θα δώσει ξανά την ευκαιρία στη προοδευτική παράταξη του τόπου να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει την επόμενη αναθεώρηση.
Να υλοποιήσουμε αυτό το σχέδιο του προοδευτικού εσκυγχρονισμού του Συντάγματός μας,
Να αποτινάξουμε επιτέλους τα βαρίδια του παρελθόντος.
Να διευρύνουμε τη δημοκρατία τα δικαιώματα, τη λαϊκή συμμετοχή.
Και να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της πολιτικής.