«Eίναι πολύ αμήχανο να βραβεύεσαι για την ειρήνη μέσα στη δίνη αιματηρών πολέμων και ιδιαίτερα τούτες τις μέρες, τούτες τις ώρες σίγουρα η μισή μας καρδιά βρίσκεται στα πεδία των μαχών, στη Γάζα την πολύπαθη, στο Λίβανο, στην Ουκρανία. Ίσως όμως να είναι και η ευκαιρία να κατανοήσουμε ότι το να αγωνίζεσαι για την ειρήνη δεν είναι άσκοπο, δεν είναι παρωχημένο, ή γραφικό» τόνισε ο Αλέξης Τσίπραςστην ομιλία του μετά την απονομή του Βραβείου Ειρήνης «Νίκος Νικηφορίδης» στο κεντρικό Αμφιθέατρο της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων. Ταυτόχρονα όπως υπογράμμισε ο αγώνας γαι την ειρήνη είναι ανάγκη και προϋπόθεση για το σήμερα και το αύριο του κόσμου μας. «Γιατί η ειρήνη δεν είναι μόνο υπόθεση κρατικής και πολιτικής διπλωματίας.Είναι υπόθεση όλων μας. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο, έλεγε ο δικός μας Τάσος Λειβαδίτης» τόνισε.
Η θέσπιση του βραβείου είναι μια πρωτοβουλία του ΠΑ.Δ.Ο.Π (Παρατηρητήριο Διεθνών Οργανισμών & Παγκοσμιοποίησης) και απονέμεται κάθε χρόνο από το 2018 στο πλαίσιο της διεθνοποίησης της μνήμης του αγωνιστή της ειρήνης Νίκου Νικηφορίδη, που στα 22 του χρόνια ηγήθηκε του Φιλειρηνικού Μετώπου Νέων (1950), το οποίο ανέλαβε την διακίνηση στην Ελλάδα της Έκκλησης της Στοκχόλμης για την κατάργηση όλων των πυρηνικών όπλων. Δραστηριότητα που οδήγησε στη σύλληψη, καταδίκη σε θάνατο και εκτέλεση του Νίκου Νικηφορίδη, 5 Μαρτίου 1951, στην Θεσσαλονίκη.
Μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα βραβεύτηκαν και δύο εκπρόσωποι δικοινοτικού κινήματος συνύπαρξης σε ενωμένη Κύπρο. Ο Γιώργος Λιασής, πρόεδρος της Ένωσης Κυπρίων Προσφύγων Ελλάδος, και η Neshe Yashin, Τουρκοκύπρια ποιήτρια, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Αναφερόμενος και στο λόγο της βράβευσής του, που δεν ήταν άλλος από την επίτευξη και πραγματοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι «ο μόνος δρόμος όχι μόνο για το ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά για το μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας αυτό καθ’ αυτό, είναι ο σεβασμός της Συμφωνίας από την νέα πολιτική και πολιτειακή της ηγεσία.
Δεν πρέπει να αφήσουμε τα Βαλκάνια να γίνουν ένα ανεξέλεγκτο πεδίο ανταγωνισμού δυνάμεων. Δεν πρέπει να αφήσουμε τον εθνικισμό να θεριέψει στην περιοχή ακόμα περισσότερο».
«Η Ελλάδα να επανέλθει σε μια εξωτερική πολιτική που εδραιώνει την θέση της ως κύριο πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, αντί να διεκδικεί τον επικίνδυνο ρόλο του προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης που πρωτοστατεί στην αποστολή όπλων και στις συμμαχίες προθύμων. Ως χώρα γέφυρα και κόμβος σε έναν πολυπολικό κόσμο. Με κόκκινες γραμμές και επί του πεδίου και στο τραπέζι των συνομιλιών. Σημαίνει και μια σαφή και γενναία στρατηγική για την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ» επεσήμανε στην ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας.
Ειδικά για το Κυπριακό επεσήμανε ότι «πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, προς όφελος του συνόλου του Κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα. Να είναι ξεκάθαρο ότι δυσμενείς εξελίξεις στην Κύπρο θα επηρεάσουν αρνητικά, όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές αλλά και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενώ η πρόοδος στο Κυπριακό θα τις αναβαθμίσει».
«Οι αγώνες για ειρήνη της Νεσέ, του Γιώργου και του Πάνου, όπως και πολλών άλλων σε αυτήν την αίθουσα, είναι η μήτρα μας. Θεωρώ, όμως, ότι ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το μήνυμα που εκπέμπουν στην εποχή μας. Γιατί αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο ότι ναι λοιπόν! Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε κάτι πάνω και πέρα από τον εαυτό τους. Που αγωνίζονται για αυτό που πιστεύουν και αφότου κλείσουν οι κάμερες και τα κινητά. Υπάρχουν άνθρωποι που στέκονται απέναντι στον κυνισμό των χαμηλών προσδοκιών. Της καθημερινότητας χωρίς όραμα, χωρίς μέλλον, χωρίς απαιτήσεις και διεκδικήσεις. Και σήμερα αυτή η προσήλωση σε αρχές και αξίες πρέπει να αποτελεί παράδειγμα» τόνισε κλείνοντας την ομιλία του.
Ολόκληρη η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα
Ξέρετε, είναι πολύ αμήχανο να βραβεύεσαι για την ειρήνη μέσα στη δίνη αιματηρών πολέμων και ιδιαίτερα τούτες τις μέρες, τούτες τις ώρες σίγουρα η μισή μας καρδιά βρίσκεται στα πεδία των μαχών, στη Γάζα την πολύπαθη, στην εισβολή σήμερα, αυτές τις ώρες στο Λίβανο, στην Ουκρανία.
Ίσως όμως να είναι και η ευκαιρία να κατανοήσουμε ότι το να αγωνίζεσαι για την ειρήνη δεν είναι άσκοπο, δεν είναι παρωχημένο, ή γραφικό.
Είναι ανάγκη και προϋπόθεση για το σήμερα και το αύριο του κόσμου μας. Γιατί η ειρήνη δεν είναι μόνο υπόθεση κρατικής και πολιτικής διπλωματίας.
Είναι υπόθεση όλων μας. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο, έλεγε ο δικός μας Τάσος Λειβαδίτης.
Μια στιγμή αυτού του αγώνα πιστεύω ότι είναι και η σημερινή εκδήλωση. Και βεβαίως η πολυετής δράση και προσφορά του Παρατηρητηρίου Διεθνών Οργανισμών και Παγκοσμιοποίησης, το οποίο και θέλω να ευχαριστήσω θερμά, τους ανθρώπους του για τη μεγάλη τιμή που μου κάνουν σήμερα, προσωπικά εμένα, τη μεγάλη τιμή να βραβεύομαι μαζί με την ποιήτρια Νεσέ Γιασίν και τον ακτιβιστή της ειρήνης Γιώργο Λιασή.
Και είναι κυρίως μεγάλη τιμή να λαμβάνω αυτό το βραβείο που φέρει το όνομα του Νίκου Νικηφορίδη.
Το όνομα, για να το επαναλάβω αν ειπώθηκε και πριν, για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, το όνομα του νεαρού ΕΠΟΝίτη, που έμεινε παράλυτος και τυφλός, από τα βασανιστήρια του μετεμφυλιακού κράτους πριν καταλήξει στις φυλακές του Γεντί Κουλέ και πριν εκτελεστεί τελικά στις 5 Μαρτίου του 51, στα 23 του χρόνια, με την κατηγορία ότι μάζευε υπογραφές για την ειρήνη.
Είναι σημαντικό, ειδικά στις μέρες μας, να μη λησμονούμε από που ερχόμαστε, γιατί αλλιώς θα χάσουμε τελείως τη πυξίδα για το που θα πάμε.
Θέλω επίσης – με αυτήν την ευκαιρία – να συγχαρώ και να χαιρετίσω τον Πάνο Τριγάζη.
Έναν ακούραστο αγωνιστή της Αριστεράς που για πολλά χρόνια, εγώ τον θυμάμαι από τότε που ήμουν μαθητής κι αυτός ήταν υπεύθυνος από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ για τις Διεθνείς Σχέσεις και ταξίδευε μαζί με την τότε νέα Γραμματέα του ΚΚΕ λίγο πριν τη διάσπαση, την Αλέκα Παπαρήγα για να συναντήσει τον Γκορμπατσόφ στη Σοβιετική Ένωση. Ίσως γι’ αυτό τον μνημονεύει, ήταν το 1990. Έναν ακούραστο αγωνιστή της Αριστεράς που για πολλά χρόνια με αυταπάρνηση, με επιμονή και με υπομονή παλεύει για συγκεκριμένες αξίες και αρχές- πάντα στις πρώτες γραμμές του φιλειρηνικού κινήματος.
Από την πρώτη του διαδήλωση φαντάζομαι εκεί γύρω στο 1960 για την Κύπρο- έτσι δεν είναι Πάνο;
Και νομίζω αυτή η πορεία – αυτοί οι αγώνες- έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα.
Η γενιά του Πάνου, οι γενιές των Λαμπράκηδων και του Νίκου Νικηφορίδη, έδωσαν δύσκολους αγώνες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπέρ της ύφεσης, απέναντι στα πυρηνικά και απέναντι στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Όπως και αργότερα, οι νεότερες γενιές, σταθήκαμε απέναντι στις Δυτικές επεμβάσεις στο Κόσοβο, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη.
Σήμερα, διανύουμε μια περίοδο βυθισμένη σε παγκόσμιους ανταγωνισμούς, στον πόλεμο, στις συγκρούσεις και στο αίμα αμάχων.
Γι’ αυτό και όπως είπα στην αρχή, είναι ανάμικτα τα συναισθήματα να λαμβάνεις ένα Βραβείο Ειρήνης σε καιρό πολέμου.
Διανύουμε μία περίοδο στην οποία αναδύεται ένας νέος πολυπολικός κόσμος. Αντιμέτωπος με πολλαπλές κρίσεις.
Την περιφερειακή κρίση ασφάλειας, τη μεταναστευτική, την οικονομική, την υγειονομική, την ενεργειακή, την πληθωριστική, την κρίση της ακρίβειας που ζούμε όλοι, και βέβαια όλες αυτές οι κρίσεις μέσα σε μια ευρύτερη κρίση την κλιματική κρίση, ας μην το ξεχνάμε αυτό.
Ωστόσο, η διεθνής κοινότητα αδυνατεί να αναπτύξει τους νέους θεσμούς και τα νέα εργαλεία, τους νέους οργανισμούς, τα νέα πολυμερή σχήματα συνεργασίας που απαιτούνται για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις και να εξασφαλιστεί η παγκόσμια και η περιφερειακή ειρήνη.
Και το κυριότερο, λείπει διεθνώς και ειδικά στην Ευρώπη, τόσο η πολιτική βούληση των ηγεσιών, όσο και το δυναμικό κίνημα ειρήνης που υπήρχε σε άλλες εποχές.
Γι’ αυτό σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πιστεύω, έχουμε ανάγκη να ξαναμιλήσουμε για την ειρήνη και τις αξίες και τις αρχές στις οποίες βασίζονται όσοι πραγματικά αγωνίζονται για αυτήν. Και εδώ θέλω να είμαι σαφής. Δεν μιλάω για έναν αφελή ειρηνισμό.
Μιλάω για ένα διεκδικητικό, προοδευτικό, ευρωπαϊκό και πατριωτικό ρεαλισμό που θα μπολιάσει και τις πολιτικές δυνάμεις και τα κινήματα.
Που θα σταθεί απέναντι στις δυνάμεις του εθνικισμού, του κυνισμού και της αναβλητικότητας, με όραμα, στρατηγική και αίσθημα ευθύνης.
Που θα αναγνωρίζει την αξία της ευρωατλαντικής συνεργασίας, όπου είναι χρήσιμο για τα συμφέροντα της Ευρώπης και της Ελλάδας, αλλά θα έχει και το θάρρος να την απορρίπτει, όπου είναι εις βάρος των συμφερόντων της Ευρώπης και της Ελλάδας.
Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα να αναγνωρίσουμε ότι μια Ευρώπη που μιλάει, και ορθώς το τελευταίο διάστημα, για την αμυντική της βιομηχανία, αλλά την ίδια στιγμή δεν διεκδικεί και δεν απαιτεί την άμεση κατάπαυση του πυρός στην Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία, είναι μια Ευρώπη χωρίς μέλλον ως διεθνής δύναμη.
Γιατί γνωρίζουμε όλοι ότι η συνέχεια αυτών των συγκρούσεων θα έχει ακόμα χειρότερες επιπτώσεις όχι μόνο για τις περιοχές όπου αυτές μαίνονται, αλλά χειρότερες επιπτώσεις και για το μέλλον της Ευρώπης σε γεωπολιτικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτικό επίπεδο.
Βλέπουμε κάθε μέρα πώς η ισλαμοφοβία, ο αντισημιτισμός, η ανασφάλεια και ο εθνικισμός εντείνονται στις κοινωνίες μας, ενώ ανοίγει και χώρος για παρεμβάσεις στα εσωτερικά ευρωπαϊκών κρατών από τρίτες δυνάμεις, ειδικά στα Βαλκάνια.
Και μαζί με την επιδείνωση των ανισοτήτων, οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση της Ακροδεξιάς.
Ως προς τη Μέση Ανατολή πρέπει και εδώ να μιλήσουμε με σαφήνεια, ξεκάθαρα.
Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα ούτε λευκή επιταγή για τη δολοφονία, γιατί δολοφονία είναι, χιλιάδων αμάχων -κυρίως παιδιών – και για μια πρωτοφανή ανθρωπιστική καταστροφή.
Όσο η ΕΕ δεν δρα πιο δυναμικά, τόσο θα ενισχύεται -και δικαίως- η κατηγορία του Παγκόσμιου Νότου και των απανταχού δημοκρατικών πολιτών για συνενοχή στο έγκλημα και για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Και τόσο θα χάνει οποιοδήποτε γεωπολιτικό κύρος σ’ αυτόν τον νέο πολυπολικό κόσμο που διαμορφώνεται.
Η ΕΕ πρέπει να συμμετάσχει ενεργά στις συνομιλίες για κατάπαυση πυρός.
Να υποστηρίξει την επιβολή κυρώσεων στο Ισραήλ, αν δεν τερματιστούν άμεσα οι επιχειρήσεις στην Παλαιστίνη και η εισβολή στο Λίβανο.
Και, επιτέλους, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να βάλει στο τραπέζι έναν οδικό χάρτη για την συντονισμένη αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους από τα κράτη-μέλη του.
Να στηρίξει ενεργά την επανεκκίνηση αξιόπιστων συνομιλιών στη βάση των συνόρων του 1967, για ίδρυση Παλαιστινιακού Κράτους με πρωτεύουσα τα Ανατολικά Ιεροσόλυμα που θα συμβιώνει ειρηνικά με το Ισραήλ.
Ως προς την Ουκρανία, η αλληλεγγύη μας στον Ουκρανικό λαό απέναντι στην παράνομη και αιματηρή ρωσική εισβολή είναι σαφής.
Όπως και η αντίθεσή μας σε οποιαδήποτε παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας ενός ανεξάρτητου κράτους.
Και, βεβαίως, κάθε χώρα έχει δικαίωμα να εκφράζει με τον τρόπο που θα αυτή θα επιλέξει την αλληλεγγύη της στην Ουκρανία και τον Ουκρανικό λαό.
Η Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψην το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, δεν έχει την πολυτέλεια να εκφράζει αυτή την αναγκαία στήριξη αποστέλλοντας βαρύ οπλισμό από τη παραμεθόριό της, στο ενεργό μέτωπο της Ουκρανίας. Η Ελλάδα θα έπρεπε να πρωτοστατεί με αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας αλλά και στις διπλωματικές, μεσολαβητικές πρωτοβουλίες για ειρήνη στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Πρωτοβουλίες στις οποίες δυστυχώς ούτε η ΕΕ φαίνεται να επενδύει. Και, ειλικρινά, το θεωρώ ντροπή για την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις να χαρίζουμε τον αγώνα για ειρήνη και σταθερότητα στον Τραμπ, στον Όρμπαν και στον τυχοδιωκτισμό της Ακροδεξιάς.
Με τον ίδιο τρόπο που παλεύουμε για ειρήνη στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε και το λεω με μεγαλύτερη ένταση σήμερα γιατί βραβεύομαι μαζί με δύο Κύπριους, αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό η Κυπριακότητα, το Γιώργο και τη Νεσέ. Με τον ίδιο τόπο, λοιπόν, πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ. Λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως αυτή ορίζεται από αυτές τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Και θέλω να εκφράσω τη λύπη μου που πριν μπω σε αυτή εδώ την αίθουσα ακούγοντας ειδήσεις άκουσα ότι λίγο πριν τη συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο Τούρκος Πρόεδρος στην ομιλία του στον ΟΗΕ προέβη σε μια πρόκληση ζητώντας από τη Διεθνή Κοινότητα να αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος, δηλαδή να έχουμε πέρα από τη de facto εδώ και 50 χρόνια και de juro, διχοτόμηση του νησιού. Η απάντηση που πρέπει να δώσουν οι λαοί είναι ένα “Όχι” σ’ αυτή την εκδοχή. Αλλά πιστεύω και αναμένω να υπάρξει απάντηση, η αναμενόμενη απάντηση και από τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Πρέπει, λοιπόν, η λύση να είναι προς όφελος του συνόλου του Κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα.
50 ακριβώς χρόνια μετά την Τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου ο ΟΗΕ, η ΕΕ και όλες οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα, πρέπει να κάνουμε το πάν για να σταθούμε απέναντι στα διχοτομικά σχέδια.
Πρέπει να υποστηρίξουμε ενεργά την επανεκκίνηση των συνομιλιών από το σημείο που διεκόπησαν στο Κρανς Μοντανά, το 2017.
Και το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι οι δυσμενείς εξελίξεις στην Κύπρο θα επηρεάσουν αρνητικά, όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά θα επηρεάσουν αρνητικά και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενώ, αντιθέτως, η πρόοδος στο Κυπριακό θα αναβαθμίσει τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο να πω και δυο λόγια θεωρώ για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να χαθεί η δυναμική που δημιουργήθηκε για την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Όπως είπαμε πρόσφατα με τον Ζόραν Ζάεφ, πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ο μόνος δρόμος όχι μόνο για το ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά για το μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας αυτό καθ’ αυτό, είναι ο σεβασμός της Συμφωνίας από την νέα πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας. Αυτό, όμως, δεν αρκεί.
Όπως θα έχω την ευκαιρία να τονίσω και από το Βελιγράδι όπου θα βρίσκομαι σε λίγες μέρες με την Επιτροπή Δυτικών Βαλκανίων του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε μία περίοδο που η αποσταθεροποίηση εντείνεται δεν πρέπει να αφήσουμε τα Βαλκάνια να γίνουν ένα ανεξέλεγκτο πεδίο ανταγωνισμού δυνάμεων. Δεν πρέπει να αφήσουμε τον εθνικισμό να θεριέψει σε μια περιοχή που είναι πολύπαθη, που έχει πολύ αρνητική ιστορία από τις εξάρσεις του εθνικισμού΄. Πρέπει να είμαστε εκεί για να δώσουμε, να επαναφέρουμε τη δυναμική της ευρωπαϊκής προοπτικής που δημιούργησε η Συμφωνία των Πρεσπών, ανασύροντας την περιοχή από το τέλμα στο οποίο βρισκόταν το 2018.
Μια Συμφωνία που, νομίζω μπορούμε να πούμε, αποτελεί πρότυπο επίλυσης διαφορών για τα Δυτικά Βαλκάνια, γιατί απέδειξε ότι υπάρχει δρόμος για αμοιβαία αποδεκτές λύσεις που προασπίζουν, όμως, τα εθνικά συμφέροντα και την ίδια στιγμή προωθούν την ειρήνη. Και ξέρετε αν η ΕΕ αποδειχθεί αναξιόπιστη ως προς την υπόσχεσή της στα Δυτικά Βαλκάνια – στη γειτονιά της δηλαδή – τότε πως θα μπορεί να καμώνεται ότι έχει αξιοπιστία ως διεθνής γεωπολιτική δύναμη πέρα και έξω από τη γειτονιά της. Άρα είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα και για την ίδια την ΕΕ.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον που προσπάθησα να περιγράψω, είναι νομίζω πιο απαραίτητο από ποτέ η Ελλάδα να επανέλθει σε μια εξωτερική πολιτική που εδραιώνει τη θέση της ως κύριο πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, αντί να διεκδικεί τον επικίνδυνο ρόλο του προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης.
Που πρωτοστατεί, μάλιστα, στην αποστολή όπλων και στις συμμαχίες «προθύμων».
Αυτό σημαίνει σεβασμός μεν στις δεσμεύσεις της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά και μια πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ανοίγει νέους δρόμους, νέους ορίζοντες για την Ελλάδα, ως χώρα γέφυρα και χώρα κόμβος σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Αυτό σημαίνει αποφασιστικότητα στην προάσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων απέναντι σε τουρκικές προκλήσεις. Με κόκκινες γραμμές και επί του πεδίου και στο τραπέζι των συνομιλιών. Σημαίνει αξιοποίηση της ΕΕ και των συμμαχιών μας. Αλλά σημαίνει και μια σαφή και γενναία στρατηγική για την προσφυγή στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Σημαίνει μια θετική ατζέντα προσέγγισης μεταξύ των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας και όχι απλά μια θετική ατζέντα συναντήσεων και διπλωματικών επαφών χωρίς μια στρατηγική που θα οδηγήσει κάπου.
Και ξέρω πάρα πολύ καλά τις σημαντικές προσπάθειες που κάνετε διαχρονικά ως ΠΑΔΟΠ σε αυτήν την κατεύθυνση, οι οποίες πρέπει να στηριχθούν από τις προοδευτικές δυνάμεις της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας διότι πολύ σωστά είπες ότι στο θέμα της ειρήνης δεν αρκεί να είμαστε πολλοί πρέπει να είμαστε όλοι.
Φίλες και φίλοι,
Όπως προείπα, οι αγώνες για ειρήνη της Νεσέ, του Γιώργου και του Πάνου, όπως και πολλών άλλων σε αυτήν την αίθουσα, είναι η μήτρα μας, είναι οι ρίζες μας.
Είναι αυτοί που μας ενέπνευσαν να ενταχθούμε στο κίνημα και να αγωνιστούμε για έναν καλύτερο κόσμο. Κι εγώ πρόλαβα διότι ως μαθητής το 1990 ήταν τότε το κίνημα απέναντι στην εισβολή στο Ιράκ.
Θεωρώ, όμως, ότι αυτούς τους αγώνες δεν είναι για να τους βάλουμε στα μουσεία. Θεω΄ρώ ότι ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το μήνυμα που μπορούν να εκπέμψουν στην εποχή μας και στα νέα παιδιά της εποχής μας. Γιατί βλέπω κι εγώ τους δυο μου γιους να είναι συνέχεια με το TikTok και στο κινητό, να βλέπουν εικόνες βομβαρδισμών και να εναλλάσσονται αυτές, όμως, με χαρούμενες εικόνες και πιστεύω ότι πρέπει να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το πως θα μιλήσουμε με αυτά τα παιδιά, πως θα απευθύνουμε, πως θα εκπέμψουμε αυτά τα μηνύματα που εμάς μας συνεπήραν και σήμερα μας συνεπαίρνουν, μας εμπνέουν, μας ενέπνευσαν και συνεχίζουν να μας εμπνέουν.
Γιατί πιστεύω ότι αυτά τα μηνύματα, αυτή η πορεία των ανθρώπων που κάθονται εδώ στην πρώτη σειρά της ΠΑΔΟΠ αλλά και του Γιώργου και της Νεσέ αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο ότι – Ναι λοιπόν!, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε κάτι πάνω και πέρα από τον εαυτό τους.
Που αγωνίζονται για αυτό που πιστεύουν και συνεχίζουν να αγωνίζονται και αφότου κλείσουν οι κάμερες και τα κινητά τηλέφωνα.
Υπάρχουν άνθρωποι που στέκονται απέναντι στον κυνισμό των χαμηλών προσδοκιών.
Της καθημερινότητας χωρίς όραμα, χωρίς μέλλον, χωρίς απαιτήσεις και διεκδικήσεις.
Και σήμερα αυτή η προσήλωση σε αρχές και αξίες πρέπει να αποτελεί παράδειγμα.
Διότι υπάρχουν γύρω μας χιλιάδες νέοι και νέες, που συναντάμε κάθε μέρα όλοι μας, οι οποίοι βιώνουν καθημερινά τον κόσμο των ανισοτήτων, της ανασφάλειας και των πολλαπλών κρίσεων.
Οργίζονται για το αίμα των αμάχων, οργίζονται για τα καρτέλ και την ακρίβεια, για τη διαπλοκή, για τους μισθούς της εκμετάλλευσης, για τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου από μια βαθιά διεφθαρμένη και αλαζονική κυβέρνηση.
Και μέσω των ψηφιακών τεχνολογιών, των social media, της Τεχνητής Νοημοσύνης. αναζητούν την ενημέρωση, την αλληλεγγύη, την επικοινωνία, την πρόοδο.
Αλλά αρνούνται- προσέξτε, αρνούνται- να ακολουθήσουν το κυρίαρχο αφήγημα, που τους καλεί να διαλέξουν τις αρχές και τις αξίες σκρολάροντας.
Εναλλάσσοντάς τες ανάλογα με τη μέρα και τη μόδα.
Όπως αρνούνται να εμπιστευθούν κάθε κήρυκα που θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί ανέξοδα και βροντερά την οργή τους, βυθίζοντας το δημόσιο διάλογο βαθύτερα στην τοξικότητα και το βούρκο.
Αναζητούν όραμα, αλλά και ρεαλισμό, σοβαρότητα, επιμονή, ειλικρίνεια, αποτελεσματικότητα.
Ουσία και όχι εικόνα.
Και δεν τους αρκεί η ιδεολογία που δηλώνει κάθε πολιτική δύναμη για να την εμπιστευτούν. Αυτή είναι η γενιά στην οποία εμείς έχουμε χρέος να απευθυνθούμε.
Όχι με φτηνούς εντυπωσιασμούς και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα. Ούτε με εχθροπάθεια και αφορισμούς, Ούτε, βέβαια, και με ιδεολογικά τσιτάτα και ηθικολογικό ελιτισμό. Αλλά με ειλικρίνεια, όραμα και πράξεις. Στη βάση των αρχών και των αξιών που ενέπνευσαν τους αγώνες του Γιώργου και τα ποιήματα της Νεσέ.
Και μιας και το όνομα της Νεσέ, σημαίνει Χαρά στα τουρκικά και ξέρω ότι είστε ραγισμένες καρδιές πολλοί από εσάς εδώ οπότε καλό είναι να σας μιλήσω για χαρά.
Θέλω να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε, όσοι βρισκόμαστε σε αυτήν την αίθουσα, ποιο ήταν και ποιο είναι το συναίσθημα που μας γεμίζει κάθε φορά που συμμετέχουμε σε μια διαδήλωση εναντια στον πόλεμο, για την παγκόσμια ειρήνη, κάθε φορά που με τις μικρές μας δυνάμεις αγωνιζόμαστε για τη δικαιοσύνη, για ένα καλύτερο αύριο. Ποιο είναι το συναίσθημα; Το όνομα της Νεσέ.
Ας ξαναβρούμε, λοιπόν, τη χαρά μιλώντας ξανά για τα ωραία και τα μεγάλα.
Ας ξαναβρούμε τη χαρά προσπαθώντας μαζί να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο.
Σας ευχαριστώ πολύ!