Γ.Χουλιαράκης: Ορατός ο κίνδυνος η ελληνική οικονμία να καταστεί συγκρίσιμη με τις φτωχότερες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης
Γ.Χουλιαράκης: Ορατός ο κίνδυνος η ελληνική οικονμία να καταστεί συγκρίσιμη με τις φτωχότερες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης

“Με τους ρυθμούς μεγέθυνσης που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο σχέδιο 2025-2028, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας δεν θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα πριν την αρχή της επόμενης 10ετίας, δικοί μου υπολογισμοί δείχνουν ότι θα επιστρέψει γύρω στο 2030 με 2032.” τόνισε ο Γιώργος Χουλιαράκης στην ομιλία του στην ημερίδα για την ακρίβεια και τις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας απου διοργάνωσε το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Οπως επισήμανε ο πρώην υπουργός Οικονμικών χωρίς υψηλούς ρυθμούς  ανάπτυξης  η πίεση στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς για τις επόμενες 10ετίες θα είναι μεγάλη με αποτέλεσμα  η χώρα να μην διαθέτει επαρκείς πόρους για τις πολλαπλές ανάγκες του μέλλοντος, την αναβάθμιση των υποδομών της, τη μείωση των ανισοτήτων και την συμπερίληψη, τη διαχείριση της κλιματικής κρίσης και την πράσινη μετάβαση, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι σε διεθνείς κρίσεις που πολλαπλασιάζονται εξαιτίας του κατακερματισμού του διεθνούς εμπορίου και των γεωοικονομικών ανακατατάξεων.

Στην συνέχεια ο Γιώργος Χουλιαράκης υπογράμμισε ότι το τέλος του 2023, το πραγματικό εισόδημα της χώρας ήταν ίδιο με 20 χρόνια πριν. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα το 2024 έκλεισε με 18% απώλειες σε σχέση με το 2007. Πρόκειται για μία απώλεια αντίστοιχη ενός μεγάλου πολέμου.  Μέσα σε αυτή την δύσκολη συνθήκη ο πληθωρισμός οξύνει  περαιτέρω τις κοινωνικές ανισότητες.

Τέλος σημείωσε ότι αν δεν μεγεθυνθεί η ελληνική οικονομία  ταχύτερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, κινδυνεύει να διολισθήσει ακόμα περισσότερο και να καταστεί συγκρίσιμη με τις φτωχότερες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, αν και αρκετές απ’ αυτές μας έχουν ήδη ξεπεράσει, η Τσεχία το 2023 είχε οριακά μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα.

 

Αναλυτικά η ομιλία του Γ.Χουλιαράκη

Καλησπέρα , είναι μεγάλη η χαρά και η τιμή για μένα να ανοίγω τις εργασίες του σημερινού συνεδρίου και η χαρά είναι ακόμα μεγαλύτερη καθώς στη γεμάτη αυτή αίθουσα βρίσκομαι ανάμεσα σε πολλούς φίλους και γνωστούς που έχω πολύ καιρό να συναντήσω.

Το σημερινό συνέδριο δεν θα ασχοληθεί μόνο με τα προβλήματα της καθημερινότητας όπως είπε ο κος Αντζολέτος πριν από 2 λεπτά. Αλλά έχει επίσης ως αντικείμενο τις προοπτικές, τους κινδύνους και τις προκλήσεις που θα κληθεί να διαχειριστεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Καθώς είμαι ο πρώτος ομιλητής του συνεδρίου, θα ήθελα να κάνω μερικές επισημάνσεις που θα θέσουν αν θέλετε το πλαίσιο της συζήτησης για τη συνέχεια.

Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η ελληνική οικονομία από το 2018 και μετά αλλά και μετά τα χρόνια της πανδημίας, το 2021, ανέκαμψε με γοργό ρυθμό και τα τελευταία τρία χρόνια συνεχίζει να καταγράφει πραγματικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό κορμό. Αναφέρομαι κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία, παρά την σημαντική αυστηροποίηση στη νομισματική πολιτική, μέχρι τουλάχιστον το καλοκαίρι του 24, αλλά και τον τερματισμό των μέτρων στήριξης της πανδημίας.

Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου όπως η Ισπανία, λιγότερο η Πορτογαλία αλλά και η Ιρλανδία, που δεν βρέθηκαν τόσο εκτεθειμένες στην ενεργειακή κρίση, όσο χώρες με βαριά βιομηχανία.  Η Γαλλία και η Γερμανία είναι τα 2 καλύτερα παραδείγματα αλλά και η Ιταλία μαζί με αυτές.

Όπως άλλωστε παραδέχεται και η ίδια η Ευρωπαϊκή επιτροπή, οι χώρες του νότου, άλλοτε τα λεγόμενα PIGS αποτελούν τα τελευταία χρόνια το αντίβαρο στην οικονομική στασιμότητα της υπόλοιπης Ευρώπης. Με τη Γερμανία να βρίσκεται σε ύφεση το 2023, και να καταγράφει αρνητικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2ο τρίμηνο του 24.

Οι προβλέψεις των επομένων δύο ετών για την Ελλάδα αναφέρομαι, παραμένουν σχετικά θετικές με τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του 2025 να κινείται στην περιοχή του 2,3 τοις εκατό και του 2026 στην περιοχή του 2. Δεν θα σταθώ εδώ στον πληθωρισμό και τις αναδιανεμητικές συνέπειες που έχει, την αύξηση των ανισοτήτων που προκαλεί, θα είναι άλλωστε το αντικείμενο του 1ου πάνελ που θα ακολουθήσει την δική μου τοποθέτηση.

Μία προσεκτική όμως ματιά στις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού διαρθρωτικού σχεδίου 2025-2028, που κατατέθηκε πριν 2 εβδομάδες στην Ευρωπαϊκή επιτροπή από την ελληνική κυβέρνηση, δείχνει πως αυτό που κανείς θα έλεγε σχετικά εύρωστους ρυθμούς των τελευταίων χρόνων θα διαδεχτούν βραδύτεροι ρυθμοί που κινούνται στην περιοχή του 1,3 με 1,5 τοις εκατό και μεσοπρόθεσμο ρυθμό για το διάστημα 2025-2038, μιλάμε για μία περίοδο που ξεπερνάει την 10ετία, να μην ξεπερνάει το 1 τοις εκατό.

Θυμίζω πως ο μέσος ιστορικός ρυθμός μεγέθυνσης των χρόνων 1974-2007 δηλαδή της περιόδου της μεταπολίτευσης μέχρι την αρχή της κρίσης, δεν ξεπέρασε το 1,2 τοις εκατό. Και δικαίως θεωρείται ίσως μία από τις πιο προβληματικές όψεις της μεταπολίτευσης.

Για ποιο λόγο αυτό που λέμε μεσοπρόθεσμος, μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης έχει ιδιαίτερη σημασία και θα πρέπει να μας απασχολεί; Για να αξιολογήσουμε μαζί την σημασία που έχει, θα ήθελα εδώ να πάμε λίγο πίσω στο χρόνο και να δούμε την μεγάλη εικόνα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 20, 25 χρόνια από την αρχή της κρίσης.

Στη διάρκεια λοιπόν των χρόνων 2008-2016 στη διάρκεια δηλαδή των περίπου 30, 33 διαδοχικών τριμήνων ύφεσης, η Ελλάδα απώλεσε το 25% του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματός της.

Στο τέλος του 2023 πριν από τρία τρίμηνα, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας παρέμενε κατά 13% χαμηλότερο απ’ αυτό του 07, ο μέσος δηλαδή Έλληνας πολίτης ήτανε κατά 13% φτωχότερος σε σχέση με τον χρόνο πριν την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης.

Να το δούμε λίγο διαφορετικά; Στο τέλος του 2023, το πραγματικό μέσο εισόδημα της χώρας βρισκότανε στα επίπεδα του 2003, 20 χρόνια πριν και πριν την διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα.

Με τους ρυθμούς μεγέθυνσης που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο σχέδιο 2025-2028, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας δεν θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα πριν την αρχή της επόμενης 10ετίας, δικοί μου υπολογισμοί δείχνουν ότι θα επιστρέψει γύρω στο 2030 με 2032.

Ακόμα περισσότερο και συγχωρέστε με αν σας κουράζω με νούμερα και χρονολογίες, θα ήθελα να κάνουμε μία ιστορική άσκηση στη βάση ενός φανταστικού, συνθετικού σεναρίου. Θα ήθελα να υποθέσουμε πως ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας από το 2007, το χρόνο δηλαδή εκδήλωσης της χρήσης μέχρι σήμερα, ήτανε το 1,2. Χαμηλός ρυθμός. Ο ιστορικός ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στην μεταπολίτευση.

Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι η ελληνική οικονομία από το 2007 και μετά μεγεθύνεται με αυτό το ρυθμό, το 2023 κάθε Έλληνας ή αν θέλετε ο μέσος πολίτης, θα ήτανε κατά 7.350 ευρώ πλουσιότερος, θα είχε 7.350 ευρώ υψηλότερο εισόδημα διαθέσιμο, είτε για ιδιωτική κατανάλωση είτε για συλλογική κατανάλωση, με την ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας, της παιδείας μας, της κοινωνικής προστασίας.

Αυτή η τεράστια απώλεια εθνικού εισοδήματος των τελευταίων 15 χρόνων είναι ορατή απ’ όλους.  Καθρεπτίζεται στις χαμηλές αμοιβές, καθρεφτίζεται στην υποβάθμιση των εθνικών υποδομών, καθρεφτίζεται στο εθνικό σύστημα υγείας και πάνω απ’ όλα, καθρεφτίζεται στην οικονομική θέση της Ελλάδας σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο μειώθηκε από το 79% του 2007, το 2007 το δικό μας μέσο εισόδημα ήτανε το 79% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27. Το 2023 ήταν το 61. 18% κάτω.

Πρόκειται προφανώς για τις συνέπειες της καταστροφής μεγάλου μέρους του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, του brain drain, της κατάρρευσης των επενδύσεων στα χρόνια της κρίσης.

Αν θέλετε πρόκειται για απώλεια αντίστοιχη ενός μεγάλου πολέμου, που πρέπει να αναπληρωθεί. Και πώς αναπληρώνεται μία τόσο μεγάλη απώλεια; Αν η ελληνική οικονομία μεγεθυνότανε από εδώ και πέρα κατά 1,5% γρηγορότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, δεν θα επιστρέφαμε εκεί που ήμασταν το 2007 πριν τις αρχές του 2040. Μιλάμε για μία περίοδο 35 χρόνων, για μία ολόκληρη χαμένη γενιά.

Θα έπαιρνε δηλαδή συνολικά πάνω από 30 χρόνια για να επιστρέψει η χώρα στη σχετική θέση που είχε πριν από την κρίση.

Αντίθετα, αν δεν μεγεθυνθεί ταχύτερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, κινδυνεύει να διολισθήσει ακόμα περισσότερο και να καταστεί συγκρίσιμη με τις φτωχότερες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, αν και αρκετές απ’ αυτές μας έχουν ήδη ξεπεράσει, η Τσεχία το 2023 είχε οριακά μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα.  Κινδυνεύει δηλαδή να βαλκανοποιηθεί.

Το κρίσιμο οικονομικό μέγεθος εδώ, το μέγεθος δηλαδή που θα κρίνει την πορεία της χώρας την επόμενη 10ετία κα παραπέρα, είναι προφανώς η ανάπτυξη πιο συγκεκριμένα αυτό που οι οικονομολόγοι λένε μακροχρόνια ανάπτυξη ή δυνητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.

Και κρίσιμοι παράμετροι για τον προσδιορισμό αυτού του μεγέθους θυμίζω το μεσοπρόθεσμο προβλέπει μόλις 1%.  Είναι η δημογραφία και το δημογραφικό πρόβλημα, είναι οι επενδύσεις, ειδικά οι επενδύσεις στις υποδομές, οι επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό και οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς, στη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη.

Χωρίς υψηλότερο ρυθμό του 1% η πίεση στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς μιλάμε τώρα για τις επόμενες 10ετίες, όχι μόνο, τα επόμενα 5, 10 χρόνια  και προφανώς τις επόμενες 10ετίες θα είναι μεγάλη.

Και η χώρα δεν θα διαθέτει επαρκείς πόρους για τις πολλαπλές ανάγκες του μέλλοντος, την αναβάθμιση των υποδομών της, τη μείωση των ανισοτήτων και την συμπερίληψη, τη διαχείριση της κλιματικής κρίσης και την πράσινη μετάβαση, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι σε διεθνείς κρίσεις που πολλαπλασιάζονται εξαιτίας του κατακερματισμού του διεθνούς εμπορίου και των γεωοικονομικών ανακατατάξεων και προφανώς αν και σήμερα το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο και έχει ίσως τα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, το καλύτερο προφίλ από τις περισσότερες χώρες στον κόσμο με εξαίρεση ίσως το Βατικανό.

Μην ξεχνάμε ότι σε βάθος χρόνου, σε βάθος 15ετίας το δημόσιο χρέος θα πάψει να διακρατείται από τον επίσημο τομέα, θα περάσει στα χέρια των ιδιωτών και κατά συνέπεια θα ακριβύνει.

Υψηλότερος ρυθμός λοιπόν του 1% είναι απαραίτητος και προϋποθέτει αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.  Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο του σημερινού συνεδρίου, αυτό ακριβώς θα συζητηθεί στη διάρκεια της ημέρας.

Νομίζω λοιπόν ότι είναι ώρα να περάσουμε στο 1ο πάνελ που θα ασχοληθεί πιο συγκεκριμένα με το θέμα της ακρίβειας, μία όψη δηλαδή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία σήμερα για να συνεχίσουμε μετά, με το πάνελ των υπουργών. Ευχαριστώ.