Ερευνα ΚΕΠΕ: Ο περιορισμός του πληθωρισμού είναι αναγκαίος αλλά δεν θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια
Ερευνα ΚΕΠΕ: Ο περιορισμός του πληθωρισμού είναι αναγκαίος αλλά δεν θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια

Τον μεγάλο κίνδυνο, να εδραιωθεί μια κατάσταση όπου τα φτωχότερα νοικοκυριά θα αντιμετωπίζουν έναν σταθερά υψηλότερο δείκτη τιμών καταναλωτή επισήμανε ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης ερευνητής του ΚΕΠΕ ( Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών) με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε στην Ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Αλέξης Τσίπρας για την «Αντιμετώπιση της ακρίβειας, τις προκλήσεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ειδικής έρευνας «Εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για τα νοικοκυριά βάσει του εισοδήματός τους»
-ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή παρουσιάζει τεράστια απόκλιση προς τα πάνω σήμερα απ’ ότι τα προηγούμε χρόνια (ειδικά όσο φτάνουμε προς το 2015).
– το κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει αυξηθεί δυσθεώρητα σε σχέση με το παρελθόν, τόσο όσον αφορά τα προϊόντα λιανικής όσο και τις υπηρεσίες. Μάλιστα, η αύξηση αυτή του κόστους είναι ακόμη μεγαλύτερη όσον αφορά το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών, με τελευταίο το πλουσιότερο 10% (εδώ φαίνεται πώς επηρεάζει την κάθε ομάδα). Η δε απόκλιση από τον Εθνικό μέσο όρο είναι πολύ μεγάλη για τα φτωχότερα νοικοκυριά, ενώ ακριβώς αντιδιαμετρικά ισχύει για τα πλουσιότερα.
– οι πολίτες έχουν μειώσει τις δαπάνες τους: από 48,4% που ήταν το ποσοστό των υπερβαλλουσών δαπανών το 2015 (διακοπές, υψηλό βιωτικό επίπεδο, ταξίδια, έξοδα για πολιτιστικά θεάματα, βιβλία, φαγητό κ.α.), στο 43% το 2019 και με την αλλαγή της κυβέρνησης απευθείας το 2020 έπεσε στο 35.9% έως έως το 2022 έφτασε το 41%, δίχως να έχουμε ακόμα στοιχεία για τα δύο τελευταία χρόνια.
Σημαντικά επίσης ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας όσον αφορά την κύρια πηγή προέλευσης εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών. Με βάση αυτά, διαπιστώνουμε ότι το 2022:
– το 78.7% (που είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό) των εσόδων προέρχεται από επιδόματα ή βοηθήματα ή από εισοδήματα από άλλες πηγές.
– το 72.5% από προϋπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία.
– το 58.8% από επιδόματα ανεργίας και αποζημίωση απόλυσης.
– το 48,5% από αυτοαπασχόληση.
– και μόλις το 44.1% από μισθούς, ημερομίσθια.
Στο κλείσιμο της παρουσίασης ο Γ. Ιωαννίδης τόνισε ότι ο περιορισμός του πληθωρισμού είναι αναγκαίος, αλλά δεν θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια και τέλος η ακρίβεια μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών.

 

 

Αναλυτικά η παρουσία της ερευνας του ΚΕΠΑ από τον Γ.Ιωαννίδη 

 

Καλησπέρα. Ευχαριστώ πολύ για την πρόκληση κατ’ αρχήν.  Το Ινστιτούτο Τσίπρα μας δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσουμε κάποιες δουλειές που μπορεί να στηρίζονται σε κάποιους υπολογισμούς ρουτίνας για τους οικονομολόγους αλλά ίσως βοηθήσουν στο να εμβαθύνουμε λίγο παραπέρα σε όψεις αυτού του φαινομένου του πληθωρισμού και της ακρίβειας.

Στην ουσί9α αυτό που θα παρουσιάσω είναι πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ πριν από ένα μήνα παρουσιάστηκε, η οποία είχε δύο βασικούς στόχους, ο πρώτος ήτανε να εκτιμήσει τον δείκτη τιμών καταναλωτή και τον πληθωρισμό για νοικοκυριά που ανήκουν σε διαφορετικές εισοδηματικές ομάδες, τα νοικοκυριά δεν έχουν όλα το ίδιο καταναλωτικό προφίλ, διαφοροποιείται αναλόγως του εισοδήματος τους επομένως και ο πληθωρισμός που αντιμετωπίζουν διαφοροποιείται.

Και το 2ο ερώτημα ήτανε μία κατ’ αρχήν προσέγγιση και ανάλυση του πλήθους και των χαρακτηριστικών των νοικοκυριών που παρουσιάζουν μη αντικρυζόμενες δαπάνες, δηλαδή που με απλά λόγια σε μηνιαία ή σε ετήσια βάση δαπανούν περισσότερα χρήματα από το εισόδημά τους.

Επί της ουσίας αυτή η δουλειά έχει επικαιροποιηθεί λόγω των πρόσφατων στοιχείων της Eurostat, της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών του 2023, που επέτρεψε τη συμπερίληψη και του 23 στα αποτελέσματα που θα σας δείξω αλλά και μία εκτίμηση για το 2024.

Πριν μπούμε στα διαγράμματα θα ήθελα να κάνω 3 πολύ σύντομες παρατηρήσεις, αναφορικά με τα ζητήματα του πληθωρισμού και της ακρίβειας.  Η πρώτη είναι ότι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στην ευημερία των νοικοκυριών δεν περιορίζονται στην αύξηση των τιμών.  Όταν αλλάζουν οι τιμές τροποποιείται και η συμπεριφορά των νοικοκυριών, που μία αύξηση των τιμών μπορεί να τα οδηγήσει είτε σε μικρότερη κατανάλωση είτε σε μετακίνηση σε αγαθά χαμηλότερης ποιότητας.

Επομένως  σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν απώλεια της ευημερίας τους που προέρχεται και από τη ν αύξηση των τιμών αλλά και από την μείωση της ποσότητας και της ποιότητας των αγαθών που αγοράζουν.

Αυτή τη 2η απώλεια, δεν αποτυπώνεται στη μεταβολή του πληθωρισμού ή του δείκτη τιμών καταναλωτή.

Το 2ο στοιχείο είναι ότι πρέπει να διαφοροποιήσουμε μεταξύ του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Ο πληθωρισμός ή ο δείκτης τιμών καταναλωτή μας μετράει τις τιμές από έτος σε έτος, επομένως κοιτάει μόνο τις τιμές, η ακρίβεια είναι ένα σχετικό μέγεθος που είναι μία σύγκριση επί της ουσίας του ύψους των τιμών με το διαθέσιμο εισόδημα.

Επομένως η αντιμετώπιση του πληθωρισμού δεν σημαίνει αυτόματα και αντιμετώπιση της ακρίβειας. Μπορεί να έχουμε χαμηλό πληθωρισμό αλλά να υπάρχει να συνεχίσει να υπάρχει ακρίβεια ή επίσης να έχουμε έναν πληθωρισμό ο οποίος να τρέχει και να μην δημιουργεί την αίσθηση της ακρίβειας γιατί τα εισοδήματα ου πληθυσμού εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό.

Και το 3ο στοιχείο είναι ότι οι αιτίες οι οποίες βρίσκονται πίσω από την ώθηση του πληθωρισμού, έχουνε σημασία. Ας φανταστούμε δηλαδή 2 νοικοκυριά που το ένα καταναλώνει ψωμί και το άλλο καταναλώνει χαβιάρι.  Και οι τιμές του ψωμιού και στο χαβιάρι αυξηθούν και οι 2 πάρα πολύ. Στον μέσο όρο μπορεί αυτά τα 2 νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν τον ίδιο πληθωρισμό.  Ο ένας όμως δεν θα μπορεί να καλύψει βασικές βιοτικές ανάγκες και κάποιος άλλος θα διαμαρτύρεται γιατί το χαβιάρι έχει φτάσει στα ύψη.

Με βάση λοιπόν αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις, δεν θα τα εξηγήσω αυτά μην φοβάστε, πάμε εδώ, σε αυτό το διάγραμμα αποτυπώνεται ο πληθωρισμός, ο γενικός δείκτης του πληθωρισμού που είναι η γκρι μπάρα αλλά και ο πληθωρισμός για κάθε επιμέρους εισοδηματική ομάδα, δηλαδή για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών που είναι η κόκκινη μπάρα, για το πλουσιότερο 20% που είναι η ανοιχτόχρωμη πράσινη και για το πλουσιότερο 10% που είναι το σκούρο πράσινο.

Αυτό που διαπιστώνουμε λοιπόν είναι ότι από το 2021 και κυρίως το 2022 τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετώπισαν έναν πληθωρισμό υψηλότερο από τον μέσο όρο το 2022 πολύ υψηλότερο, ενώ το αντίθετο ισχύει για τα πλουσιότερα.

Θα μπορούσε κάποιος βλέποντας όμως το πως εξελίσσεται η ιστορία το 23 και το 24, να πει ότι ΟΚ, στη συνέχεια πέφτουν ο πληθωρισμός, οι διαφορές πλέον δεν είναι μεγάλες, επομένως ήτανε μία συγκυριακή αρνητική επίπτωση η οποία ξεπεράστηκε και δεν αφήνει κάποιο αποτύπωμα στο μέλλον.

Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι γιατί ο πληθωρισμός δεν έχει μνήμη, αυτό που έχει μνήμη και μπορούμε να δούμε τις σωρευτικές επιπτώσεις του είναι ο δείκτης τιμών καταναλωτή. Που είναι η εξέλιξή του σε αυτό το διάγραμμα.

Και πάλι κόκκινη γραμμή είναι τα φτωχότερα νοικοκυριά, το φτωχότερο 20%, η μαύρη γραμμή ο μέσος όρος και οι πράσινες αντιστοιχούν στα πλουσιότερα νοικοκυριά.

Δύο στοιχεία αξίζει να σημειωθούν στο συγκεκριμένο διάγραμμα, το 1ο αυτό που βλέπουμε όλοι ότι η κόκκινη γραμμή από τα μέσα του 21 και μετά κινείται σταθερά πάνω από τον μέσο όρο, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τους πλουσιότερους και το 2ο άμα κοιτάξουμε στο αριστερό σκέλος του διαγράμματος, ότι αυτή η πληθωριστική πίεση σοκ που ενεργοποιήθηκε στα μέσα του 21, φαίνεται να ανέστρεψε μία μακροχρόνια τάση η οποία υπήρχε από το 2015 μέχρι και εκείνη την στιγμή.

Καθόλη την περίοδο που είχε προηγηθεί ο δείκτης τιμών καταναλωτή των φτωχών νοικοκυριών κινούταν πολύ κοντά στον εθνικό μέσο όρο και λίγο ενίοτε χαμηλότερα. Δηλαδή οι επιπτώσεις να το πούμε έτσι του πληθωρισμού στις οικονομικές ανισότητες ήτανε ουδέτερες.  Ενώ αντιθέτως εδώ πέρα οι επιπτώσεις του πληθωρισμού είναι αρνητικές, δηλαδή τις ενισχύουν.

Ακόμα ίσως πιο ανησυχητικό δεν είναι το ύψος της διαφοράς αλλά το γεγονός ότι φαίνεται αυτή να παγιώνεται. Σε αυτό το διάγραμμα τι βλέπουμε; Βλέπουμε την απόκλιση του δείκτη τιμών καταναλωτή κάθε εισοδηματικής ομάδας που κοιτάμε από τον μέσο όρο, επομένως ο μέσος όρος είναι η μαύρη γραμμή που ισοδυναμεί με το μηδέν και αν είσαι από πάνω, πάει να πει ότι έχεις παραπάνω πληθωρισμό, υψηλότερες τιμές, από κάτω από την μαύρη γραμμή έχεις χαμηλότερες.

Βλέπουμε λοιπόν ότι από τα μέσα του 21 έχουμε μία αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή για τους φτωχότερους η οποία δεν υποχωρεί στη συνέχεια.  Η διαφορά σε σχέση με τα πλουσιότερα νοικοκυριά διατηρείται καθ’ όλο το 2022, το 23 και με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία και το 2024.

Επομένως αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος, ότι τα νοικοκυριά τα φτωχότερα είχαν μία απώλεια είναι δεδομένο, κατά τα προηγούμενα έτη, ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι μπορεί να εδραιωθεί έτσι ένας μηχανισμός όπου θα ευνοεί περαιτέρω τις οικονομικές ανισότητες.

Το 2ο στοιχείο έχει να κάνει με τις δαπάνες των νοικοκυριών και ιδίως με τις δαπάνες των νοικοκυριών που είναι πάνω από τα εισοδήματά τους.  Σ’ αυτό το διάγραμμα βλέπουμε πως εξελίσσεται το ποσοστό αυτό των νοικοκυριών, είναι ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα, παρατηρούμε όμως ότι σταδιακά από το 2015 και μετά, αποκλιμακώνεται μέχρι και το 2020, προφανώς ως συνέπεια της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών και της βελτίωσης των εισοδημάτων, αλλά το 2021 και το 2022 αυξάνεται σημαντικά.

Τι είναι αυτό το 41% των νοικοκυριών που έχουνε υπερβάλλουσες δαπάνες;  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι 3 κατηγορίες. Μία η μεγαλύτερη, είναι πραγματικά νοικοκυριά τα οποία έχουνε πραγματικό πρόβλημα, δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

Ένα δεύτερο τμήμα μικρότερο είναι νοικοκυριά που μπορεί κατά το έτος που γινότανε η έρευνα να προχώρησαν σε αγορές, κυρίως διαρκών καταναλωτικών αγαθών, πχ κάποιος μετακόμισε ας πούμε και πήρε μία νέα οικοσκευή ή αγόρασε ένα σπίτι.

Οπότε κατά το έτος εκείνο, εμφανίζει μία δαπάνη υψηλότερη του ετήσιου εισοδήματός τους και μία 3η διάσταση είναι ότι έχουμε νοικοκυριά που απαντάνε έτσι, γιατί είναι κατά δήλωση των νοικοκυριών αυτών από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών, για λόγους απόκρυψης εισοδημάτων.

Εδώ λοιπόν έχουμε έναν πίνακα όπου στις γραμμές έχουμε τα δεκατημόρια εισοδήματος πάνω πάνω είναι οι πιο φτωχοί, ΄κάτω κάτω είναι οι πιο πλούσιοι και στις στήλες είναι η κύρια πηγή προέλευσης εισοδήματος.

Όπως βλέπετε υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η φοροδιαφυγή, η απόκρυψη εισοδήματος είναι ακόμα σε υψηλά επίπεδα, περίπου ένας στους τέσσερεις από τα νοικοκυριά που ανήκουν στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού, δηλώνει ότι δαπανούν επί μόνιμης βάσης περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που εισπράττουν, άμα δεν δούμε νοικοκυριά που δηλώνουν εισόδημα από περιουσία, ενοίκια κοινώς,  το 72% δηλώνει ότι δαπανούν περισσότερα, ένας στους δύο δε απ’ αυτά τα νοικοκυριά που ανήκουν στο πλουσιότερο 10% δηλώνει ότι δαπανά σε μηνιαία βάση περισσότερα απ’ ό,τι βγάζει.

Παρά ταύτα όμως, επομένως παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για το στοιχείο της απόκρυψης εισοδημάτων η μελέτη των άλλων κοινωνικών χαρακτηριστικών μας υποδεικνύει ότι μολονότι υπαρκτή αυτή η διάσταση, δεν είναι η κυρίαρχη.

Εδώ βλέπουμε έναν πίνακα τον οποίον έχει να κάνει με το ποσοστό υπέρβασης των δαπανών. Βλέπουμε ότι στην χειρότερη θέση βρίσκονται οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες δαπανούν 79% περισσότερα χρήματα από το μηνιαίο εισόδημά τους, καθώς όσοι βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και τα νοικοκυριά τα οποία έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα επιδόματα ανεργίας ή από άλλα επιδόματα.

Δηλαδή εκείνα τα νοικοκυριά που βρίσκονται στην πιο ασθενή θέση και δεν μπορούν να αναπροσαρμόσουν τα εισοδήματά τους με βάση τον πληθωρισμό.

Καταλήγουμε στο ότι υπάρχει η σωρευτική αύξηση των τιμών, υπήρξε μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά πάνω από τον μέσο όρο, τον εθνικό μέσο όρο και αρκετά χαμηλότερη για τα πλουσιότερα.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε είναι να εδραιωθεί αυτή η κατάσταση. Επομένως οι παρεμβάσεις στο πεδίο των τιμών είναι ακόμα επίκαιρες. Σε κάποια στιγμή έκτακτα μέτρα τα οποία θα αποσυρθούν, αλλά ακριβώς επειδή η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλά φαινόμενα συγκέντρωσης της επιχειρηματικής ισχύος, είναι πάρα πολύ πιθανό, μετά την απόσυρση των μέτρων να ζήσουμε ένα 2ο κύμα, όχι τόσο έντονο, πιο σταδιακό, αυξήσεων.

Για αυτό το λόγο ένα στοιχείο της πολιτικής για τον έλεγχο των τιμών, πρέπει να είναι η ενίσχυση παρεμβάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, ειδικά σε κλάδους με υψηλή συγκέντρωση στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, δηλαδή επί της ουσίας μία πολιτική που θα ευνοήσει αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ως, θα ευνοήσει τον πλουραλισμό μεγέθους των επιχειρήσεων.

Ακόμα όμως και αν αντιμετωπισθεί  το πρόβλημα του πληθωρισμού, ακόμα και αν ο πληθωρισμός συγκρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα, αυτό δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει την ακρίβεια.  Μπορεί να πέσουν οι τιμές σε 150 προϊόντα αλλά μία οικονομία η οποία βρίσκεται σε μεγέθυνση κατά κανόνα χαρακτηρίζεται από θετικούς ρυθμούς πληθωρισμού, από πληθωρισμούς ταυτίζεται με ύφεση.

Επομένως το συνολικό επίπεδο των τιμών, δεν είναι αναμενόμενο να μειωθεί.  Για να μπορέσει να αντιμετωπισθεί άρα η ακρίβεια, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να ενισχυθεί το σχετικό εισόδημα των νοικοκυριών το οποίο στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από την αύξηση του ονομαστικού τους εισοδήματος.

Εδώ εκ των ων ουκ άνευ είναι ζητήματα που σχετίζονται με την τιμαριθμοποίηση των επιδομάτων, με την αύξηση των μισθών και προφανώς με την επέκταση της απασχόλησης η οποία δημιουργεί νέα εισοδήματα.

Κλείνω με αυτό, προκειμένου να προλάβω έναν προβληματισμό που συχνά είναι ένα δάνειο από μία παλιότερη δουλειά μας, στα πλαίσια του δημοσιονομικού συμβουλίου, τώρα επικαιροποιείται στα πλαίσια του ΚΕΠΕ. Υπάρχει ένα εύλογο ερώτημα, υπάρχει δυνατότητα αύξησης των μισθών;

Είναι προφανές ότι η αύξηση των μισθών επιδρά με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς κλάδους, σε διαφορετικές επιχειρήσεις, σε διαφορετικά συστήματα παραγωγής. Σε αυτό όμως το διάγραμμα βλέπουμε το μερίδιο, το σταθμισμένο μερίδιο της εργασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη. Τα στοιχεία είναι από την ΑΜΕΚΟ, δηλαδή από την μακροοικονομική βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Τι είναι αυτό; Είναι ένα … ΕΛΑΣΜΑ που στον αριθμητή έχουμε τα εισοδήματα των μισθωτών και ένα τμήμα του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων και στον παρανομαστή έχουμε το ΑΕΠ ή όποιο μέγεθος επιλέξουμε να βάλουμε.

Αυτό που βλέπουμε είναι ότι το 2023 και παρά τις αυξήσεις που έγιναν στον κατώτατο μισθό, η Ελλάδα έχει μειωθεί το μερίδιο της εργασίας στο 48 περίπου τοις εκατό, έναντι 55,7% που είναι στην ευρωζώνη.

Πότε μία χώρα μπορεί να έχει χαμηλό μερίδιο της εργασίας; Αν έχει τεχνολογίες έντασης κεφαλαίου. Προφανές δηλαδή ότι οι αμοιβές των εργαζομένων στα διυλιστήρια είναι μικρότερο ποσοστό του κύκλου εργασιών απ’ ό,τι οι αμοιβές των εργαζόμενων σε μία εμπορική επιχείρηση ας πούμε ή σε ένα εστιατόριο.

Αυτή όμως δεν είναι η περίπτωση της Ελλάδας.  Η Ελλάδα αντιθέτως είναι κοινή ομολογία όλων των οικονομολόγων, είναι ότι χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα και από παραγωγή σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας.

Έχουμε επομένως μία οικονομία που και παράγει είναι έντασης εργασίας κατά κύριο λόγο και ταυτόχρονα οι αμοιβές της εργασίας υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τις αμοιβές του κεφαλαίου. Άρα στο μακροοικονομικό, στο μεγαλύτερο επίπεδο αφαίρεσης, η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφώς καταφατική, ναι, υπάρχει δυνατότητα αύξησης των αμοιβών.  Αυτά. Ευχαριστώ πολύ.