Γιάννης Δραγασάκης: Οι αριστερές, προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να κάνουν το χρέος τους
Γιάννης Δραγασάκης: Οι αριστερές, προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να κάνουν το χρέος τους

Στο δυστοπικό τριπλό πρόβλημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η χώρα, αυτό της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης καθώς και του προβλήματος εκπροσώπησης, αναφέρθηκε ο Γιάννης Δραγασάκης, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης/ Υπουργός Οικονομίας 2015-2019, κατά την παρέμβασή του στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα με θέμα «Αντιμετώπιση της ακρίβειας, οι προκλήσεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».

Ο Γιάννης Δρασακάκης ανέλυσε το δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα όσον αφορά τις επενδύσεις που όπως είπε είναι «ο επιταχυντής της ανάπτυξης», επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έχει τόσο ποσοτικό όσο και ποιοτικό πρόβλημα.

«Το χειρότερο, αυτό που πρέπει να δημιουργήσει περισσότερο ανησυχία, είναι η δομή των επενδύσεων», ανέφερε, σημειώνοντας ότι στην Ελλάδα το 54% των επενδύσεων αφορά μόνο στην απόκτηση κατοικιών «τη στιγμή που χρειάζονται πολλές και ποιοτικές επενδύσεις που να έχουν ένα συγκεκριμένο αποτύπωμα αναπτυξιακό, τεχνολογικό, καινοτομίας».

Ο πρώην υπουργός Οικονομίας υπογράμμισε ότι η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα προοπτικής  καθώς η κυβέρνηση προβλέπει για το 2027 – 2028 ρυθμό ανάπτυξης 1,3% και 1,5%, ρυθμό ανάπτυξης που τον είχε η Ελλάδα το 2017 και 2018 με μνημόνια.

«Με αυτούς τους ρυθμούς δεν μπορεί να επιτευχθεί κανένας από τους στόχους. Ούτε σύγκλιση με Ευρώπη, ούτε εσωτερική σύγκλιση ούτε βιομηχανία, ούτε υποδομές, τίποτα», έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ο Γιάννης Δραγασάκης.

Όσον αφορά στην αλλαγή κατεύθυνσης που πρέπει να επιτευχθεί ο πρώην υπουργός Οικονομίας πρόταξε τρία προαπαιτούμενα.

Το πρώτο, ότι η χώρα χρειάζεται μία αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία «θα προσδιορίζει την παραγωγική ταυτότητα που θέλουμε να έχουμε σε 10, 15 ή 20 χρόνια».

Το δεύτερο, είναι οι πόροι καθώς όπως επεσήμανε ο Γιάννης Δραγασάκης  «εάν οι επενδύσεις μας στηρίζονται υπέρμετρα όπως γίνεται τώρα σε ξένες χρηματοδοτικές πηγές, τότε οι ξένες χρηματοδοτικές πηγές θα ορίζουν και το μοντέλο ανάπτυξης».

Το τρίτο προαπαιτούμενο είναι η χρηματοδότηση, οι φορείς χρηματοδότησης. Ο πρώην υπουργός Οικονομίας σημείωσε ότι  οι τράπεζες λειτουργούν με κριτήρια κέρδους, «με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που έχει εγκαθιδρυθεί εδώ και χρόνια, δεν υπάρχουν για να υπηρετούν την ανάπτυξη στην κοινωνία, υπάρχουν για να υπηρετούν τον μέτοχο».

Ο Γιάννης Δραγασάκης περιέγραψε με μελανά χρώματα τις προοπτικές της χώρας χαρακτηρίζοντάς τες ως «προκλητικές και απειλητικές» και επεσήμανε ότι «εάν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις δεν κάνουν το χρέος τους, μπορεί να υπάρξουν άλλες δυνάμεις να αξιοποιήσουν την ευκαιρία αυτή πηγαίνοντας τα πράγματα αλλού», σημειώνοντας, παράλληλα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαδικασία ανασυγκρότησης, χωρίς την κοινωνία.

Αναλυτικά η παρέμβαση του Γ.Δραγασάκη

 

Κος ΑΝΤΖΟΛΕΤΟΣ:

Να έρθομε τώρα στον κύριο Δραγασάκη. Έβαλε πολλά πολιτικά ζητήματα η κυρία Κατσέλη και θα τα συζητήσουμε στην πορεία και νομίζω πως αυτή η σύμπραξη των Ινστιτούτων θα συζητηθεί πάρα πολύ. Ναρθούμε λίγο πρώτα στο θέμα των επενδύσεων; Γιατί στην Ελλάδα υπολειπόμαστε σε σχέση με την Ευρώπη; Τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε καλά;

Κος ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ:

Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω και εγώ για την πρόσκληση. Χαίρομαι που υπάρχει το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα. Πάντα πίστευα στην σημασία θεσμών, εστιών γνώσης και προβληματισμού.  Ανεξάρτητα από τα κόμματα. Και νομίζω ειδικά η εποχή μας απαιτεί μία επανασύνδεση θα έλεγα της πολιτικής και με την κοινωνία αλλά και με τις επιστήμονες.

Στην αριστερά πάντα τονίζαμε την ανάγκη θεωρίας και πράξης, αλλά δυστυχώς διάφορες εξελίξεις αυτή η σχέση έχει ατονήσει και επομένως, και οι προτάσεις της κας Κατσέλη είναι σε πολύ θετική κατεύθυνση, βεβαίως πρέπει να τονίσω εδώ ότι ειδικά το Ινστιτούτο ΕΝΑ του οποίου είχα την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί, είναι ένα Ινστιτούτο που ασκεί εθελοντική προσφορά, όπως υποθέτω και το δικό σας κυρία Κατσέλη.

Επομένως ναι, τα όργανα του Ινστιτούτου θα δούνε τις προτάσεις αυτές, αλλά θα χρειαστεί και η βοήθεια ας το πω έτσι από επιστήμονες, οι οποίοι διαθέτοντας ίσως κάποιο χρόνο σε αυτή την υπόθεση, θα μπορούσε να παραχθεί ένα συλλογικό έργο.

Τώρα επενδύσεις.  Η σημασία τους είναι προφανής.  Αν δεν γίνουν επενδύσεις, δεν θα έχουμε απασχόληση. Εάν δεν γίνουν επενδύσεις, δεν θα έχουμε ο στόχος της σύγκλισης με την Ευρώπη ήδη είναι απόμακρος πάρα πολύ.  Τα είπε ο κος Χουλιαράκης στην αρχή. Επιταχυντής ανάπτυξης είναι οι επενδύσεις.

Εάν δεν γίνουν επενδύσεις και μάλιστα παραγωγικές με έρευνα, με γνώση, με τεχνολογία, οι επιστήμονές μας θα συνεχίσουν να φεύγουν στο εξωτερικό. Άρα συνδέεται με όλες τις πτυχές της ανάπτυξης και της προοπτικής της χώρας.

Πού είμαστε. Είχαμε αύξηση επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, αλλά η χώρα παραμένει μακράν η τελευταία στην Ευρώπη. Είμαστε κάτω και από την Βουλγαρία με ένα ποσοστό 14% του ΑΕΠ, η Βουλγαρία 17 τόσο και οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, 20 και πλέον.

Άρα είμαστε σε μία κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη. Με αυτή την εικόνα. Το χειρότερο όμως, θα έλεγα το πιο αυτό που πρέπει να δημιουργήσει περισσότερο ανησυχία, είναι η δομή των επενδύσεων.

Απ’ αυτά που είπα και απ’ αυτά που είπε και η κυρία Κατσέλη, φάνηκε ότι δεν μιλάμε γενικώς για επενδύσεις, πρέπει οι επενδύσεις να έχουν ένα συγκεκριμένο αποτύπωμα αναπτυξιακό, τεχνολογικό, καινοτομίας και λοιπά.

Οι επενδύσεις λοιπόν που γίνονται σήμερα, επικεντρώνονται στα ακίνητα, στον τουρισμό και σε κάποιους επιμέρους τομείς ας πούμε έτσι. Έτσι δεν δημιουργείται ένα νέο ανταγωνιστικό διεθνώς και βιώσιμο κοινωνικά και οικολογικά πρότυπα. Από τις επενδύσεις, από τις ξένες επενδύσεις που έγιναν φέτος στο 1ο εξάμηνο το 54% ήτανε απόκτηση ακινήτων, βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρα το πρόβλημα είναι διπλό. Θέλουμε πολλές επενδύσεις αλλά θέλουμε και ποιοτικές επενδύσεις με βάση κάποιο σχέδιο που πρέπει να έχουμε για το μέλλον.

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ότι έκανε ο κος Μητσοτάκης μόλις βγήκε πρωθυπουργός,  ήτανε να βάλει στο συρτάρι την αναπτυξιακή στρατηγική που είχε καταρτίσει η κυβέρνηση Σύριζα. Το πρώτο.

Μάλιστα για την ιστορία θα πω ότι προέβλεπε η απόφασή του, αφού γίνει αξιολόγηση της αναπτυξιακής στρατηγικής. Ε δεν έγινε καμία αξιολόγηση. Εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι ήτανε η τέλεια αναπτυξιακή στρατηγική, ήτανε όμως ένα κείμενο συγκροτημένο, έθετε στόχους, προσδιόριζε μέσα, δημιουργούσε ένα πλαίσιο και διάλογος να γίνει και λοιπά.

Άρα αυτή η κυβέρνηση εγκατέλειψε, έδειξε από την αρχή ότι δεν έχει καμία σχέση η αντίληψή της με την ανάπτυξη, για την ανάπτυξη, με τον σχεδιασμό, με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με κοινωνική ανταποδοτικότητα, αλλά έχει μία αντίληψη εντελώς κερδοσκοπική όπως βλέπουμε να γίνεται.

Άρα το 1ο είναι, ότι χρειαζόμαστε ορισμένα προαπαιτούμενα. Α! συγνώμη, όλη η συζήτηση περί επενδύσεων στην Ελλάδα, πολλά χρόνια τώρα, είναι με τη γραφειοκρατία, με τα εμπόδια, την βραδεία δικαιοσύνη, όλα αυτά είναι σωστά και πρέπει θα έλεγα με το μαχαίρι αυτά τα προβλήματα να λυθούν. Αλίμονο.

Αλλά πέρα απ’ αυτά, χρειάζονται και ορισμένα προαπαιτούμενα. Το πρώτο προαπαιτούμενο είναι αυτό που άρχισα να λέω, χρειαζόμαστε μία αναπτυξιακή στρατηγική ως χώρα, η οποία θα προσδιορίζει την παραγωγική ταυτότητα που θέλουμε να έχουμε σε 10, 15 ή 20 χρόνια.  Αυτός που θα κάνει μία επένδυση πρέπει να δει τι ενδιαφέρεσαι εσύ ως χώρα να αναπτύξεις.

Το τι αναπτύσσεις τώρα το ξέρει. Το τι στοιχεία υπάρχουν τώρα τα ξέρει.  Και δυστυχώς, αν κάποιος δει τα δεδομένα στην Ελλάδα θα διαπιστώσει ότι έχουμε σχετικά ακριβή ενέργεια, έχουμε σχετικά ακριβό χρήμα, έχουμε φθηνή εργατική δύναμη.

Άρα η πρώτη του επιλογή επένδυσης τι θα είναι; Μία επένδυση εντάσεως εργασίας.  Φθηνής εργασίας. Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του παραγωγικού μας μοντέλου. Για αυτό έχουμε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, για αυτό μιλάμε για την αλλαγή αυτού του μοντέλου τόσα χρόνια τώρα.

Επομένως το πρώτο είναι σχέδιο μεσομακροπροθεσμο, αναπτυξιακή στρατηγική, παραγωγική ταυτότητα, τι θέλουμε να παράγουμε ως χώρα και ως κοινωνία.  Θα μου πεις, το είπαμε, θα γίνει κιόλας;

Υπάρχει δέσμευση ότι αυτό θα το πετύχεις; Όχι.

Θα δημιουργήσεις όμως και μηχανισμούς αξιολόγησης, επιδιόρθωσης σε μία επικοινωνία αυτού που εσύ θέλεις με αυτό που και η οικονομία, οι αγορές, η διεθνής συγκυρία μπορεί να σου προσφέρει.

Το 2ο προαπαιτούμενο είναι οι πόροι.  Άκουγα προ ημερών τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας να λέει ότι έχουμε ένα προβληματάκι με το ισοζύγιο πληρωμών αλλά είναι προβληματάκι διότι μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε με εισροές ξένων  κεφαλαίων.

Τι θα πει αυτό; Εάν οι επενδύσεις μας στηρίζονται υπέρμετρα όπως γίνεται τώρα σε ξένες χρηματοδοτικές πηγές, τότε οι ξένες χρηματοδοτικές πηγές θα ορίζουν και το μοντέλο ανάπτυξης που θα έχουν.

Αυτός που χρηματοδοτεί επιλέγει πού θα επενδύσει. Αυτός λοιπόν ο οποίος έκανε τους λογαριασμούς και είδε ότι η Ελλάδα προσφέρεται για επενδύσεις εντάσεως εργασίας, θα κάνει την επένδυσή του στον τουρισμό, σε ακίνητα, εκεί που γίνεται σήμερα.

Εάν θέλουμε κάτι άλλο πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τις πηγές χρηματοδότησης. Που σημαίνει πρέπει να ενισχύσουμε την εγχώρια αποταμίευση. Η εγχώρια αποταμίευση για να ενισχυθεί χρειάζεται μία σύνθετη πολιτική, αλλά σίγουρα, ένα στοιχείο αυτής της πολιτικής πρέπει να είναι η μείωση των ανισοτήτων.

Δεν ξέρω αν προσέξατε σε μία διαφάνεια που μας έδειξαν στο 1ο μέρος, πόσο ποσοστό των Ελλήνων αποταμιεύει. 15%.  Πού οφείλεται αυτό; στο ότι τα εισοδήματα δεν επιτρέπουν αποταμίευση.

Αν θέλουμε λοιπόν να υπάρξει ισχυρότερη συμμετοχή της εσωτερικής συσσώρευσης στη διαδικασία της ανάπτυξης και των επενδύσεων πρέπει να θέσουμε κεντρικό στόχο την ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης, που σημαίνει πρέπει να δούμε το θέμα των ανισοτήτων και απ’ αυτή τη σκοπιά.

Από το 2019 μέχρι σήμερα, που δεν είναι πολλά χρόνια, το μερίδιο των κερδών στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος αυξήθηκε 5 μονάδες. Από 40% αν θυμάμαι τους αριθμούς καλά πήγε 45.  Χρειάζεται μία αντίστροφη αναδιανομή ούτως ώστε με αυτό τον τρόπο να ενισχυθεί και η αποταμίευση.

Το τρίτο προαπαιτούμενο είναι η χρηματοδότηση. Οι φορείς χρηματοδότησης.  Οι Τράπεζες λειτουργούν με κριτήρια κέρδους, είναι στο χρηματιστήριο, πρέπει να δείξουν ότι η μετοχή και λοιπά, πρέπει να πάει ψηλά. Έχουν τα δικά τους κριτήρια.

Οι τράπεζες, δεν υπάρχουν, με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που έχει εγκαθιδρυθεί εδώ και χρόνια, δεν υπάρχουν για να υπηρετούν την ανάπτυξη στην κοινωνία, υπάρχουν για να υπηρετούν τον μέτοχο. Έτσι το λένε οι ίδιοι, δεν το λέω εγώ.

Αυτό σημαίνει ότι το τι θα χρηματοδοτήσει η τράπεζα, θα εξαρτηθεί από πού κρίνει ότι θα αντλήσει περισσότερα κέρδη. Και θυμάστε πριν το 2010, πόσα χρήματα δινότανε σε καταναλωτικά δάνεια.

Παρόλο που είχαμε και τότε ανάγκη για παραγωγικές επενδύσεις, αλλά βεβαίως πρέπει να βρούμε τρόπο να αξιοποιηθεί το τραπεζικό σύστημα, υπέρ της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος, με όποιον τρόπο μπορούμε, αλλά πρέπει να έχουμε και παράλληλους συμπληρωματικού θεσμούς.

Ευτυχώς η κυβέρνηση δεν διέλυσε την αναπτυξιακή τράπεζα που δημιουργήσαμε.  Εμείς ακριβώς, βεβαίως αυτό που κάναμε εμείς ήτανε το 1ο βήμα. Η αναπτυξιακή τράπεζα πρέπει να ολοκληρωθεί, να φτάσει στο σημείο να μπορεί να αντλεί πόρους η ίδια από τις χρηματαγορές και να αποκτήσει και τη δυνατότητα η ίδια να αξιολογεί έργα επενδυτικά και να τα χρηματοδοτεί. Μαζί ή μόνη της ή μαζί με άλλες τράπεζες.

Επίσης είχαμε ένα ολοκληρωμένο θα έλεγα έτσι οικοσύστημα εργαλείων, Αναπτυξιακή Τράπεζα, μικροπιστώσεις, ειδικά αναπτυξιακά εργαλεία, ούτως ώστε η κυβέρνηση που θέλει να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο να έχει και κάποια εργαλεία να διοχετεύει πόρους προς τις κατευθύνσεις τις οποίες θεωρεί συμβατές με το δικό της σχέδιο.

Ποιος θα τα συντονίζει όλα αυτά. Ποιος θα είναι το κέντρο συντονισμού αξιολόγησης και λοιπά. Το κράτος. Δεν μπορεί αυτό  να γίνει χωρίς ένα ενεργητικό ρόλο του κράτους. Όλες οι χώρες του κόσμου και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν είναι κράτος φυσικά, ορίζει αυτά που ας είπα, ισχύουν και εκεί.

Έχει ορίσει 7 αλυσίδες αξίας τις οποίες θέλει να επενδύσει και να προωθηθούν. Έχει ορίσει στρατηγικές, μελλοντικές και λοιπά, άρα πολλές χώρες το κάνουν αυτό. Δεν είναι, η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου είναι ένα σύνθετο και μακροχρόνια έργο αλλά δεν είμαστε οι πρώτοι που αντιμετωπίζουμε τέτοιο πρόβλημα, πολλές φορές το έχουν αντιμετωπίσει και το έχουν επιλύσει με τον τρόπο τους.

Άρα αυτά όσον αφορά τις επενδύσεις, υποθέτω θα έχουμε την ευκαιρία να θέσουμε και το ερώτημα και να το συζητήσουμε ποιος θα τα κάνει όλα αυτά.

 

Νομίζω και απόψε, απ’ αυτά που ελέχθησαν προκύπτει ότι έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα προοπτικής ως χώρα. Η κυβέρνηση αυτή, προβλέπει για το 2027 – 2028 ρυθμό ανάπτυξης 1,3 τα εκατό και 1,5 τα εκατό. Αυτό τον ρυθμό τον είχαμε το 2017 και 2018 με μνημόνια.

Με αυτούς τους ρυθμούς δεν μπορεί να επιτευχθεί κανένας από τους στόχους που είπαμε. Ούτε σύγκλιση με Ευρώπη, ούτε εσωτερική σύγκλιση ούτε βιομηχανία, ούτε υποδομές, τίποτα.

Άρα παράλληλα έχουμε και το πρόβλημα που συζητήθηκε με την ακρίβεια.  Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια είναι μία μορφή διάβρωσης της πραγματικής αξίας των μισθών που όταν γίνεται και με τον ρυθμό που γίνεται και ο κόσμος ακριβώς δεν καταλαβαίνει από την αρχή τι συμβαίνει, η οικονομική ιστορία και η πολιτική ιστορία μας λέει, ότι συνήθως αυτό το κύμα, αυτή η διάβρωση των μισθών και η φτωχοποίηση, ξεσπάει πολιτικά με εκρήξεις και των ιών.

Άρα δεν είναι μόνο το οικονομικό πρόβλημα που συζητάμε. Υπάρχει και το κοινωνικό πρόβλημα το οποίο διογκώνεται και υπάρχει και η 3η παράμετρος, που αφού μιλάμε πολιτικά πρέπει να το θέσουμε, ότι ζούμε ως χώρα και μία κρίση εκπροσώπησης.

Επομένως, το τι θα κάνουν οι προοδευτικές δυνάμεις και οι αριστερές δυνάμεις δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να απαντηθεί κατά την άποψή μου τόσο απλά. Ούτε μπορεί η κάθε δύναμη να το απαντάει με το τι θα ήθελε, ποιος είναι ο σχεδιασμός της.

Η άποψη την οποία εγώ τουλάχιστον έχω, και δεν θέλω να τρομάξω κανέναν, εάν τα πράγματα είναι όπως τα περιγράφουμε, οι προοπτικές είναι τόσο προκλητικές και απειλητικές, τότε εάν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις δεν κάνουν το χρέος τους, μπορεί να υπάρξουν άλλες δυνάμεις να αξιοποιήσουν την ευκαιρία αυτή πηγαίνοντας τα πράγματα αλλού.

Άρα δεν συζητάμε σε ένα περιβάλλον ελεύθερων επιλογών. Συζητάμε σε ένα περιβάλλον εξαιρετικών καταναγκασμών όπου η κάθε επιλογή έχει τις συνέπειες της.

Εγώ τελειώνω λέγοντας το εξής, επειδή είχα την τύχη και ήτανε και από τις πιο έτσι θετικές προσωπικές μου πολιτικές εμπειρίες, να ζήσω και το εγχείρημα του Συνασπισμού το 89 και το εγχείρημα του Σύριζα.

Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει διαδικασία ανασυγκρότησης χωρίς την κοινωνία.  Πρέπει να βρεθεί τρόπος η ίδια η κοινωνία  να ενεργοποιηθεί, να συζητήσει αυτά τα οποία λέμε και εμείς, να διατυπώσει δικές της σκέψεις, διότι η αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου όπως και αν το ονομάσουμε, είναι και μία διαδικασία συγκρουσιακή.

Η ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού προτύπου συζητείται στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση. Γιατί δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο λοιπόν; Διότι υπάρχουν συμφέροντα κατεστημένα που ζουν, κερδίζουν απ’ αυτό το μοντέλο.

Άρα ακόμα και αν έχουμε μία ιδανική κυβέρνηση η οποία θα θέλει να κάνει όλες αυτές τις αλλαγές, να χτίσει βιομηχανία, να δημιουργήσει υποδομές, να στηρίξει τα λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινωνικό υποκείμενο ή κοινωνικά υποκείμενα τα οποία να στηρίξουν, να στηρίξουν αυτές τις αλλαγές και να αντιμετωπίσουν πιθανές αντιδράσεις.

Άρα το σχήμα που εγώ θα ήθελα να θέσω, είναι ότι πρέπει να υπάρξουν διαδικασίες, συμφωνώ ότι δεν πρέπει να γίνονται βιαστικά πράγματα για λόγους εντυπώσεων και λοιπά. Αλλά πρέπει να υπάρξουν διαδικασίες και από Ινστιτούτα και από κοινωνικούς φορείς, ούτως ώστε να συγκλίνουν.

Ας δημιουργηθούν διάφορα. Διάφορα. Δεν χρειάζεται να υπάρχει ομοιομορφία εξ’ αρχής. Ας δημιουργηθούν διάφορες εστίες σκέψης και δράσης, και απ’ αυτό μπορεί να προκύψει αυτή η δυναμική που ψάχνουμε. Εμείς παλιά το είπαμε, χώροι διαλόγου και κοινής δράσης αριστεράς.

Ας λεχθεί οτιδήποτε αλλά ας φύγουμε από μία λογική ανάθεσης.  Ας φύγουμε από μία λογική ότι θα αναθέσουμε σε κάποιον το πρόβλημα μας και αυτός θα είναι τόσο καλός, τόσο άξιος, τόσο ικανός να το λύσει.