“Οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, οι σοσιαλιστές, οι αριστεροί και οι πράσινοι, οφείλουμε να θέσουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπαρκτές διαφορές μας. Να συμφωνήσουμε σε ένα κοινό μίνιμουμ πλαίσιο αξόνων για τη διακυβέρνηση της Ε.Ε. την επόμενη πενταετία και να συγκροτήσουμε ενιαία πολιτική ομάδα, με συνομοσπονδιακούς όρους, στο επόμενο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο” τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στο κλείσιμο των εργασιών της Διεθνούς Διάσκεψης για την Ειρήνη και την Βιώσιμη Ανάπτυξη.
Οπως εξήγησε η υποχώρηση της πολιτικής έναντι της αντιπολιτικής, η υποχώρηση της αριστεράς έναντι της ακροδεξιάς οφείλεται και στην αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να εμπνεύσουν και να πείσουν για το πολιτικό τους σχέδιο. “Δεν υπάρχει στην εποχή μας η πολυτέλεια να αναβάλουμε τη δράση μας για την ειρήνη, τη συνεργασία, τη βιώσιμη ανάπτυξη” επεσήμανε.
“Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στη χώρα μας αποτελεί ένα σημείο καμπής – Οι πολίτες γύρισαν μαζικά τη πλάτη στο πολιτικό σύστημα” τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας υπογραμμίζοντας ότι “οι προοδευτικές δυνάμεις όμως, δεν μπορούν στις συνθήκες αυτές να μένουν απαθείς. Ούτε να εξουδετερώνουν η μια την άλλη με ανώφελους και άγονους εμφύλιους. Είναι πρωτίστως δικό τους καθήκον, κατά τη γνώμη μου, να αναλάβουν τολμηρές πρωτοβουλίες”.
Για αυτό κάλεσε “να δώσουν περισσότερο χώρο στο «μαζί», στην από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της κοινωνίας, δίνοντας ρεαλιστική υπόσταση στην προοπτική μιας νικηφόρας Προοδευτικής Συμμαχίας. Αυτό είναι σήμερα το αίτημα της κοινωνίας και των προοδευτικών πολιτών. Και όποιος το αγνοήσει, αργά ή γρήγορα θα δει να τον προσπερνούν η ζωή και οι εξελίξεις”.
Τόνισε ότι η απαξίωση της πολιτικής δεν ευνοεί τελικά την πλειοψηφία της κοινωνίας. “Όταν οι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική, τότε κερδίζει μια συγκεκριμένη πολιτική” ανέφερε επισημαίνοντας ότι είναι “εξαιρετικά επικίνδυνο, δίπλα σε μια δεξιά κυβέρνηση, να ενισχύονται ως δεύτερη αθροιστικά δύναμη, κόμματα που φλερτάρουν με το ρατσισμό, την ομοφοβία, τον ακραίο εθνικισμό, ακόμα και το φασισμό. Και την ίδια ώρα οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου να παραμένουν κατακερματισμένες και περιχαρακωμένες καθεμιά στην αυτάρκειά της.”
Τέλος αναφερόμενος στα “εκλογικά μαθηματικά” όπως είπε χαρακτηριστικά, “επιβάλλουν στα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, να μιλήσουν στον πληθυντικό αριθμό και όχι στον ενικό. Να μάθουνε πρόσθεση και πολλαπλασιασμό και να αφήσουν την αφαίρεση και τη διαίρεση.”
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα και δείτε το βίντεο από την Διεθνή Διάσκεψη για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους ομιλητές των τελευταίων δύο ημερών, για την ενεργή συμμετοχή τους και τις σημαντικές παρεμβάσεις τους στη Διεθνή μας Διάσκεψη.
Να ευχαριστήσω επίσης τους χιλιάδες πολίτες που παρακολούθησαν, συμμετείχαν, αγκάλιασαν αυτή τη πρωτοβουλία, αποδεικνύοντας ότι αναζητούν κάτι πέρα από τα συνθήματα και την επικοινωνία.
Την ουσία της πολιτικής.
Να ευχαριστήσω την Γιολάντα Ντίαζ από την Ισπανία και την Λι Άντερσον από την Φινλανδία η οποία έδωσε μία πολύ σημαντική μάχη για την Αριστερά, με μεγάλη επιτυχία στη χώρα της.
Και φυσικά να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον Πρόεδρο Ολάντ και τον Πρόεδρο του Κόμματος των Ευρωσοσιαλιστών και πρώην Πρωθυπουργό της Σουηδίας, Στέφαν Λοβέν για τη παρουσία τους μαζί μου και τις ομιλίες τους.
Ο Φρανσουά μας αιφνιδίασε με την απόφασή του να κατέβει υποψήφιος στις εκλογές, κάτι που μας στέρησε τη φυσική του παρουσία, αλλά μας έδωσε τη χαρά και την ελπίδα που στέλνει πάντα το μήνυμα της πανστρατιάς και της ενότητας.
Την ελπίδα για τη νίκη του Λαϊκού μέτωπο της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών και των Οικολόγων στις επικείμενες κρίσιμες βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας.
Του ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία.
Τέλος ένα μεγάλο ευχαριστώ στον φίλο Ζόραν, με τον οποίο αποφασίσαμε πριν λίγους μήνες να συνδιοργανώσουμε τη Διεθνή Διάσκεψη, με αφορμή τα έξι χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Με τον Ζόραν παλέψαμε σε πολύ δύσκολες στιγμές για αυτό που θεωρούσαμε τότε και θεωρούμε και σήμερα αναγκαίο, όταν όλοι μας έλεγαν ότι δεν είναι εφικτό.
Για να προωθήσουμε την ειρήνη, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα εθνικά συμφέροντα των χωρών μας, την σταθερότητα και την συνανάπτυξη στην περιοχή.
Και δε διστάσαμε το αναγκαίο για τους λαούς μας, να το κάνουμε πράξη αψηφώντας το πολιτικό κόστος.
Διότι δεν υπάρχει στην εποχή μας η πολυτέλεια να αναβάλουμε τη δράση μας για την ειρήνη, τη συνεργασία, τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Για αυτό και η σημερινή Διάσκεψη, έξι χρόνια μετά τις Πρέσπες, έχει μια ξεχωριστή επικαιρότητα.
Δεν είναι επετειακή εκδήλωση, ούτε μια σύναξη μόνο για τη θεωρητική μελέτη των μεγάλων σύγχρονων προβλημάτων, υπό τον μανδύα μιας επίπλαστης ουδετερότητας.
Αλλά αποτελεί πολιτικό γεγονός με το βλέμμα στο σήμερα και στο αύριο.
Μια δύσκολη αλλά αναγκαία προσπάθεια για την επεξεργασία και ανάδειξη προοδευτικών πολιτικών, τεκμηριωμένων και πρακτικών προτάσεων και λύσεων, για το σήμερα και το αύριο των πολιτών.
Και σε αυτό το πλαίσιο αυτό το διήμερο διαμορφώθηκαν, πιστεύω, σημαντικές συγκλίσεις και κατατέθηκαν ουσιαστικές προτάσεις.
Για τα Βαλκάνια, για την ειρήνη, για το μέλλον της Ευρώπης.
Πρώτον, ως προς τα Βαλκάνια.
Επιβεβαιώθηκε σε όλα τα επίπεδα η σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την συνανάπτυξη στην περιοχή μας.
Τονίσθηκε ότι ο μόνος δρόμος όχι μόνο για το ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά για το μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας αυτό καθ’ αυτό, είναι ο σεβασμός της Συμφωνίας.
Και αυτό είναι ένα απολύτως σαφές μήνυμα προς την νέα πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της γειτονικής μας χώρας – για το τι σημαίνει παραβίαση της Συμφωνίας.
Αυτό, όμως, δεν αρκεί.
Η ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσει την σημασία που έχουν οι εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια και να ακολουθήσει ενεργητικές πολιτικές για την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής και για να ανακτηθεί η δυναμική που δημιουργήσαμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δεν πρέπει να επιστρέψουμε στην περίοδο πριν τις Πρέσπες όπου η ενταξιακή διαδικασία είχε παγώσει και ο ρόλος της ΕΕ γινόταν όλο και πιο αδύναμος προς όφελος τρίτων επικίνδυνων κρατικών και μη -κρατικών δυνάμεων.
Σε μία περίοδο που η αποσταθεροποίηση εντείνεται λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, της οικονομικής αντιπαράθεσης με την Κίνα και του πολέμου στη Γάζα, δεν πρέπει να αφήσουμε τα Βαλκάνια να γίνουν ένα ανεξέλεγκτο πεδίο ανταγωνισμού δυνάμεων, που – όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά – οδηγεί σε τραγωδίες.
Δεν πρέπει να αφήσουμε τον εθνικισμό να θεριέψει στην περιοχή ακόμα περισσότερο, διότι έχουμε δει πού οδήγησε αυτό με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και μάλιστα πρόσφατα- πριν 20 μόλις χρόνια.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πρότυπο επίλυσης διαφορών γιατί αποδεικνύει ότι υπάρχει δρόμος για αμοιβαία αποδεκτές λύσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου, με σκοπό την ειρηνική επίλυση χρόνιων προβλημάτων και διενέξεων.
Ότι υπάρχει ο δρόμος μιας ουσιαστικής ευρωπαϊκής προοπτικής απέναντι στα εθνικιστικά αδιέξοδα και την οπισθοδρόμηση.
Αρκεί να υπάρχουν ηγεσίες με βούληση να αναλάβουν το πολιτικό κόστος προς όφελος της ειρήνης και της σταθερότητας και προς όφελος των λαών τους.
Αρκεί να υπάρχουν ηγεσίες που αναγνωρίζουν την σημασία που έχει ο σεβασμός του κράτους δικαίου, των μειονοτικών δικαιωμάτων και των σχέσεων καλής γειτονίας για το μέλλον του τόπου τους.
Ώστε να μην έχουμε απαράδεκτα περιστατικά όπως αυτά που είδαμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές στην Αλβανία εις βάρος της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, ή στις αυτοδιοικητικές εκλογές στο Κόσοβο εις βάρος της Σερβικής μειονότητας ή τις εγκληματικές επιθέσεις που είδαμε από ένοπλες Σερβικές ομάδες στο Κόσοβο ή την ρητορική περί Μεγάλης Αλβανίας και Μεγάλης Σερβίας που ακούμε όλο και περισσότερο.
Και η ΕΕ πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσει ότι αν αποδειχθεί αναξιόπιστη ως προς την υπόσχεσή της στα Δυτικά Βαλκάνια – στη γειτονιά της – τότε δεν θα έχει καμία αξιοπιστία ως διεθνής γεωπολιτική δύναμη πέρα από αυτήν.
Πρέπει να γίνει σαφές από την ΕΕ σε όλες τις χώρες της περιοχής, ότι η ειρηνική επίλυση διαφορών έχει οφέλη για τους λαούς των Βαλκανίων.
Ότι οι θυσίες ανταμείβονται και δεν αγνοούνται κυνικά.
Δεύτερον, ως προς το αίτημα για ειρήνη.
Αναδείχθηκε ότι η ενεργητική διμερής και πολυμερής διπλωματία με στόχο την ειρηνική επίλυση διαφορών, είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ – πολύ πέρα από τα Βαλκάνια.
Και εδώ είναι σημαντικό η Ευρώπη να επανεξετάσει τη θέση της στο σημερινό παγκόσμιο γεωστρατηγικό χάρτη, καθώς και την Κοινή της Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας.
Η συζήτηση για ενίσχυση των κοινών αμυντικών της δυνατοτήτων είναι εύλογη.
Άλλωστε το κόστος του κατακερματισμού των αμυντικών αγορών στην Ευρώπη υπερβαίνει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Και όπως τόνισε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα, η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής και Τεχνολογικής Βάσης θα έχει πολλαπλά οφέλη.
Δεν μπορούμε, όμως, να μιλάμε για μια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, αν δεν καταλήξουμε πρώτα στους κοινούς μας στόχους και δεν απαντήσουμε στο κρίσιμο ερώτημα :
Ποιος πρέπει να είναι σήμερα ο γεωστρατηγικός ρόλος της ΕΕ;
Θα αποτελεί η ΕΕ παρακολούθημα των στρατηγικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ;
Θεατής των εξελίξεων, δίκην Πόντιου Πιλάτου;
Ή στρατηγικά αυτόνομη, μεγάλη και ενεργή δύναμη ειρήνης και προόδου, με βάση τις ευρωπαϊκές αξίες, τον διαφωτισμό και τα μαθήματα της Ιστορίας;
Ο Διατλαντικός διάλογος – ο διάλογος ΗΠΑ-Ευρώπης– εντός και εκτός του ΝΑΤΟ, πρέπει να βασίζεται στην ειλικρίνεια.
Στην αναγνώριση των πολλών πεδίων όπου τα συμφέροντά μας και οι προσεγγίσεις μας συγκλίνουν, αλλά και σε εκείνων όπου τα συμφέροντά μας αποκλίνουν.
Και ειδικά ως προς το Παλαιστινιακό και το Ουκρανικό, η ΕΕ πρέπει να δράσει αποφασιστικά, πρώτα από όλα για τους αυτονόητους ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και επειδή η συνέχεια αυτών των συγκρούσεων θα έχει ακόμα χειρότερες επιπτώσεις για το μέλλον της.
Η κρίση ακρίβειας θα επιδεινωθεί, όλο και περισσότερα κονδύλια θα πρέπει να προσανατολιστούν στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, ενώ ο αντισημιτισμός, ο αντιισλαμισμός, η ανασφάλεια και ο εθνικισμός θα ενταθούν στις κοινωνίες μας, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ενίσχυση της Ακροδεξιάς, που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα και αδιέξοδα.
Στη Γάζα το ευρωπαϊκό μήνυμα για άμεση κατάπαυση πυρός πρέπει να είναι απόλυτα σαφές και να μην εκφράζεται μόνο με δηλώσεις και ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Η απόλυτη καταδίκη των τρομοκρατικών επιθέσεων της Χαμάς από όλους μας, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποτελεί λευκή επιταγή για τον θάνατο χιλιάδων παλαιστίνιων αμάχων και μια πρωτοφανή ανθρωπιστική καταστροφή.
Και όσο η ΕΕ δεν δρα πιο δυναμικά στη Γάζα, τόσο θα ενισχύεται -και δικαίως- η κατηγορία του Παγκόσμιου Νότου και των απανταχού δημοκρατικών πολιτών για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η ΕΕ πρέπει να συμμετάσχει ενεργά στις συνομιλίες για κατάπαυση πυρός.
Να υποστηρίξει την επιβολή κυρώσεων στο Ισραήλ, αν δεν τερματιστούν οι επιχειρήσεις.
Και, επιτέλους, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να βάλει στο τραπέζι έναν οδικό χάρτη για την συντονισμένη αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους από τα κράτη-μέλη του.
Ως προς την Ουκρανία, η αλληλεγγύη μας στον Ουκρανικό λαό απέναντι στην παράνομη και αιματηρή Ρωσική εισβολή είναι σαφής.
Το μήνυμα απέναντι σε οποιαδήποτε λογική παραβίασης της εδαφικής ακεραιότητας και αναθεωρητισμού πρέπει να είναι ξεκάθαρο.
Και κάθε χώρα έχει δικαίωμα να εκφράζει την αλληλεγγύη αυτή με τον τρόπο που θα επιλέξει, στο πλαίσιο των αξιών της και της γεωστρατηγικής της θέσης.
Από εκεί και πέρα όμως, είναι ακατανόητο η ΕΕ να μην επενδύει στον διπλωματικό, μεσολαβητικό της ρόλο για ειρήνη στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Ασφαλώς αποτελεί θετικό βήμα η πρωτοβουλία στην Ελβετία, αλλά δεν αρκεί. Είναι αναγκαία μια μόνιμη κατάπαυση πυρός που θα τερματίζει αυτήν την ανείπωτη αιματοχυσία, χωρίς να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα της εισβολής.
Και θα δίνει μια Ευρωπαϊκή προοπτική στον Ουκρανικό λαό, αποκλείοντας όμως ρητώς την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Και το ίδιο έντονα και πιο αποτελεσματικά πρέπει να παλέψουμε για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ.
Σήμερα, 50 ακριβώς χρόνια μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, -50 χρόνια παράνομης στρατιωτικής κατοχής- η ΕΕ πρέπει να αναλάβει έναν πιο δυναμικό και ουσιαστικό ρόλο για την επανεκκίνηση των συνομιλιών από το σημείο που διεκόπησαν στο Κρανς Μοντανά το 2017, όταν επιχειρήσαμε να λύσουμε το μείζον αυτό διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό ζήτημα.
Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δυσμενείς εξελίξεις στην Κύπρο θα επηρεάσουν αρνητικά όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές αλλά και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενώ η πρόοδος στο Κυπριακό, είναι η μόνη εξέλιξη που θα τις αναβαθμίσει.
Τρίτον, ως προς την ευρωπαϊκή οικονομία και ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Τόσο ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομίας κ. Τζεντιλόνι, όσο και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής για το Κλίμα κ Σέφκοβιτς, ανάδειξαν ότι έχουμε στη διάθεσή μας δύο πάρα πολύ σημαντικά ευρωπαϊκά εργαλεία : Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που βασίζεται για πρώτη φορά και στην δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού χρέους και την Πράσινη Ατζέντα.
Ωστόσο οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι παρά τα θετικά αυτά βήματα οι δομικές ανισορροπίες της Ένωσης παραμένουν και ενισχύονται.
Είναι το αδιανόητο γεγονός πως σήμερα το πλουσιότερο 10% της Ευρώπης κατέχει το 67% του ευρωπαϊκού πλούτου.
Είναι θεμιτή και επιθυμητή η ανάπτυξη, μόνο που αυτή πρέπει να αφορά όλους, όχι λίγους. Αυτό σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη.
Η πράσινη μετάβαση είναι επίσης αναγκαία και αυτονόητη, μόνο που πρέπει να γίνει με βιώσιμο και δίκαιο τρόπο, χωρίς να εντείνονται οι περιφερειακές ανισότητες και χωρίς οι πιο αδύναμοι πολίτες, κυρίως στον αγροτικό τομέα, να επωμίζονται το κόστος.
Τέλος, η απόκλιση μεταξύ των κρατών μελών, κάτι που αφορά ιδιαίτερα τη χώρα μας που έχασε πολύτιμο έδαφος με τη κρίση, καθώς και η διεύρυνση των ανισοτήτων εντός των κρατών μελών, είναι το μεγάλο πρόβλημα που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε.
Και ίσως η βασική αιτία της εφόδου της αντιπολιτικής και της ακροδεξιάς.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
Ως προς την Ευρώπη συνολικά, επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο κάποιες επιμέρους σκέψεις.
Το ερώτημα «πού βαδίζουμε» αποτελεί σήμερα κοινό τόπο στους προβληματισμούς που απασχολούν ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και ειδικά το προοδευτικό τμήμα του πολιτικού τόξου.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αποτελεί καμπάνα κινδύνου.
Η αντιπολιτική και η ακροδεξιά ενισχύονται.
Οι κατακερματισμένες προοδευτικές δυνάμεις αποδυναμώνονται και οι τάσεις στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα για στροφή στα δεξιά ενισχύονται ακόμα περισσότερο.
Οφείλουμε να αναστοχαστούμε.
Ποιος είναι ο λόγος που η Ευρώπη δεν συγκινεί;
Ποιος είναι ο λόγος που οι προοδευτικές δυνάμεις δε συγκινούν ;
Και κυρίως ποιος ο λόγος που η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος μεταξύ άλλων και σε λαϊκές δυνάμεις που παραδοσιακά έλκονταν από την Αριστερά;
Η πρώτη και εύκολη απάντηση είναι ότι φταίει η ανασφάλεια των αλλεπάλληλων κρίσεων.
Από την κρίση χρέους, στη προσφυγική και μετά στη πανδημική και αργότερα στους δύο πολέμους σε Ουκρανία και Γάζα και ενδιάμεσα η ενεργειακή και η πληθωριστική κρίση.
Και όλα αυτά στο ευρύτερο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης.
Όπως είναι γνωστό όλες αυτές οι κρίσεις γεννούν ανασφάλεια και φόβο.
Και ο φόβος ήταν πάντα ο καλύτερος σύμμαχος της συντήρησης.
Όσο αληθινές όμως είναι οι παραπάνω παραδοχές, τόσο επικίνδυνο είναι να αποδεχτούμε ότι η εποχή της πολυκρίσης θα είναι νομοτελειακά μια εποχή χαμηλών προσδοκιών για τους πολίτες.
Οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν τίποτα παραπάνω να περιμένουν από την πολιτική, παρά την εκλογή διαχειριστών κρίσεων, που συχνά δεν τις αντιμετωπίζουν και με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Έτσι στρώνεται τον δρόμο στον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Επίσης, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η υποχώρηση της πολιτικής έναντι της αντιπολιτικής, η υποχώρηση της αριστεράς έναντι της ακροδεξιάς, δεν οφείλεται μόνο σε αντικειμενικούς παράγοντες, αλλά και σε υποκειμενικούς.
Οφείλεται και στην αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να εμπνεύσουν και να πείσουν για το πολιτικό τους σχέδιο.
Οφείλεται στην υποχώρηση των οραμάτων και των ιδεών.
Στην αδυναμία να γίνουν διακριτές οι ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές των πολιτικών δυνάμεων – οι διαχωριστικές γραμμές.
Να είναι ξεκάθαρο στον πολίτη τι θα αλλάξει στη ζωή του αν εκλεγεί η αριστερά και τι θα αλλάξει αν εκλεγεί η δεξιά.
Απέναντι σε μια πολιτική του μέσου όρου, που χαράσσεται εντός του απολύτως οριοθετημένου πλαισίου της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ, αυτές οι διαφορές έχουν χάσει πια την ορατότητά τους.
Η έλλειψη σαφούς ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια των κρίσεων, οδηγεί μεγάλο μέρος των πολιτών στο καταφύγιο άλλων ισχυρών ταυτοτήτων.
Έτσι ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ή οι ξενοφοβικές λογικές γίνονται σημείο αναφοράς και έλξης λαϊκών στρωμάτων που παραδοσιακά υποστήριζαν την αριστερά.
Η Αριστερά, λοιπόν, με την πληθυντική της έννοια- οι ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις – οφείλουν να ξαναδώσουν με αυτοπεποίθηση τη μάχη των ιδεών και της επικράτησης προοδευτικών πολιτικών προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.
Να επαναπροσεγγίσουν τα οράματα και τις αξίες της πολιτικής.
Να δώσουν νόημα στην πολιτική ως μάχη για τη αλλαγή της ζωής των πολλών προς το καλύτερο και όχι ως εναλλαγή αποτυχημένων ιδεών και πολιτικών.
Να κάνουν αισθητές τις ιδεολογικές πολιτικές και αξιακές τους διαφορές από τη δεξιά.
Και κυρίως να αντιμετωπίσουν το κρίσιμο αίσθημα της ανασφάλειας και του φόβου, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της ασφάλειας.
Δεν μπορούμε να χαρίσουμε την έννοια της ασφάλειας στην δεξιά και την ακροδεξιά.
Ούτε να αγνοήσουμε τις μεγάλες προκλήσεις που πιθανότητα θα αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον.
Τη γενίκευση των συγκρούσεων στην Ουκρανία και την επικράτηση των δυνάμεων του Πούτιν.
Τη πιθανότητα νίκης του Τραμπ στις εκλογές των ΗΠΑ, το Νοέμβρη.
Και την όσο ποτέ άλλοτε πιθανή νίκη της Λεπέν στις επόμενες Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία.
Οφείλουμε να αντιληφθούμε όλοι ότι μια τέτοια αλληλουχία γεγονότων θα θέσει σε κίνδυνο τον πυρήνα των αξιών της Ευρωπαϊκής ενοποίησης – σε κίνδυνο υπαρξιακό την ίδια την Ε.Ε.
Και απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
Να μην υπνοβατούμε προς την άκρη του γκρεμού, όπως συνέβη τη περίοδο του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 30.
Οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να αναγνωρίσουν τόσο τον κίνδυνο της ανόδου της ακροδεξιάς όσο -και ακόμη περισσότερο- της νομιμοποίησής της Ακροδεξιάς ρητορικής αλλά και των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, από το ευρωπαϊκό συντηρητικό πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο.
Πρόβλημα δεν είναι μόνο που κέρδισε η Μελόνι στην Ιταλία.
Πρόβλημα είναι που σήμερα είναι πιθανό να πορευθεί χέρι χέρι, αν όχι αγκαλιά, με την Φον Ντερ Λάιεν.
Οι δυνάμεις της κεντροδεξιάς, μπροστά στο κίνδυνο να χάσουν ψήφους προς τα δεξιά τους, είτε υιοθετούν την ακροδεξιά ρητορική είτε νομιμοποιούν με εκλογικές συμμαχίες και πολιτικές συμφωνίες την ακροδεξιά.
Και αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό από ότι αυτή καθαυτή η άνοδος της ακροδεξιάς.
Το ερώτημα λοιπόν είναι : Απέναντι σε αυτή την εξέλιξη οι προοδευτικές δυνάμεις, πώς τοποθετούμαστε;
Απλά το παρακολουθούμε;
Συνεχίζουμε να σφυρίζουμε αδιάφορα ιεραρχώντας πρωτίστως τις δικές μας διαφορές;
Ή μήπως, ακόμη χειρότερα, το νομιμοποιούμε και με τη δική μας συμβολή σε μια ευρεία συμμαχία για τη μοιρασιά των κρίσιμων χαρτοφυλακίων της επόμενης πενταετίας.
Η άποψή μου εδώ είναι καθαρή.
Οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, οι σοσιαλιστές, οι αριστεροί και οι πράσινοι, οφείλουμε να θέσουμε σε δεύτερη μοίρα τις υπαρκτές διαφορές μας.
Να συμφωνήσουμε σε ένα κοινό μίνιμουμ πλαίσιο αξόνων για τη διακυβέρνηση της Ε.Ε. την επόμενη πενταετία και να συγκροτήσουμε ενιαία πολιτική ομάδα, με συνομοσπονδιακούς όρους, στο επόμενο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Μια ενιαία ομάδα που με βάση τους αριθμούς θα είναι η ισχυρότερη του ευρωκοινοβουλίου.
Θα είναι πρώτη δύναμη με διαφορά από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Έτσι ώστε στη διαπραγμάτευση με το Λαϊκό Κόμμα και τους φιλελευθέρους για τη διακυβέρνηση της Ένωσης την επόμενη πενταετία, για τις κρίσιμες θέσεις, η προοδευτική Συμμαχία, ως πρώτη δύναμη στο κοινοβούλιο, να μπορεί να θέσει τους δικούς της όρους από θέση ισχύος.
Να εξασφαλίσει προοδευτικό Πρόεδρο της επόμενης Κομισιόν.
Να διασφαλίσει τον αποκλεισμό της ακροδεξιάς από θέσεις ευθύνης.
Και να έχει μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση των πολιτικών της Ε.Ε.
Χρειαζόμαστε μια προοδευτική δύναμη που θα ξυπνήσει μια Ευρωπαϊκή ηγεσία που υπνοβατεί προς το χείλος του γκρεμού.
Και που περιμένει την επόμενη κρίση για να αναπτύξει τους θεσμούς που χρειαζόμασταν πριν από αυτή.
Χρειαζόμαστε μία δύναμη που θα αγωνιστεί :
Πρώτον, για τη δημιουργία ενός μόνιμου Ευρωπαϊκού εργαλείου βασισμένου και στην έκδοση κοινού χρέους, για τη στήριξη δημόσιων αγαθών όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η καινοτομία και η πολιτική προστασία απέναντι σε καταστροφές.
Δεύτερον, για τη δημιουργία ενός κοινού Ταμείου στήριξης απέναντι στην ανεργία και ενίσχυσης της απασχόλησης που θα αμβλύνει τις συνέπειες μελλοντικών κρίσεων στους ευάλωτους επιμερίζοντας το κόστος μεταξύ των κρατών μελών.
Τρίτον, για την αύξηση των ιδίων πόρων της ΕΕ, φορολογώντας αποτελεσματικά το πλούτο, τα υπερκέρδη και τα ολιγοπώλια και αντιμετωπίζοντας τη φοροδιαφυγή.
Το θέμα της φορολογίας του πλούτου είναι σήμερα στην ατζέντα των G20 χάρη στη Προεδρία της Βραζιλίας του Προέδρου Λούλα.
Τέταρτον, για μια ισχυρή βιομηχανική πολιτική όχι για να ωφελήσει τις ήδη προνομιούχες περιοχές της Ευρώπης, αλλά για ένα ισχυρό χρηματοδοτικό εργαλείο για την περιφερειακή βιομηχανική πολιτική, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες και να υπάρξει όντως δίκαιη μετάβαση στην πράσινη ατζέντα.
Πέμπτον, για τη προώθηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας που θα συμβάλλει αποφασιστικά στην εξασφάλιση της ειρήνης στην Γάζα και στην Ουκρανία και σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Αναγνωρίζοντας ότι μια Ευρώπη που ταυτίζεται με τις Αμερικανικές προτεραιότητες ακόμη κι όταν αυτές είναι σε βάρος των δικών της συμφερόντων, είναι μια Ευρώπη χωρίς μέλλον.
Και έκτον, για να στηρίξει μια δίκαιη και αποτελεσματική ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική η οποία θα βασίζεται στο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, στην προώθηση νόμιμων διόδων και στην επιστροφή των αιτούντων που δεν δικαιούνται άσυλο.
Τέλος επιτρέψτε μου λίγα λόγια για την Ελλάδα.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αποτελεί ένα σημείο καμπής.
Οι πολίτες γύρισαν μαζικά τη πλάτη στο πολιτικό σύστημα.
Τι φταίει;
Προφανώς δεν φταίει η πολιτική γενικά, όπως ακούγεται συχνά και όχι πάντα αθώα.
Φταίει μια συγκεκριμένη αντίληψη της πολιτικής, που έχει σε μεγάλο βαθμό επιβληθεί.
Η εξουδετέρωση της αλήθειας από την καταιγιστική επικράτηση της προπαγάνδας.
Η εξουδετέρωση της ουσίας από την επικοινωνία.
Η πεποίθηση που σιγά-σιγά έγινε κοινός τόπος, ότι άλλα κέντρα και όχι τα θεσμικά όργανα της Δημοκρατίας λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις.
Οι πολίτες αισθάνονται ότι αυτή η πολιτική δεν τους αφορά.
Δεν αφορά τη ζωή τους.
Για πολλούς μάλιστα είναι εχθρική.
Και πρέπει να δούμε την αλήθεια κατάματα: Οι ευθύνες για την εξέλιξη αυτή μας αφορούν όλους.
Όλο το πολιτικό σύστημα.
Με καθοριστικές ναι, αλλά όχι αποκλειστικές, τις ευθύνες της δεξιάς κυβέρνησης.
Το βέβαιο είναι, ότι η απαξίωση της πολιτικής δεν ευνοεί τελικά την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Όταν οι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική, τότε κερδίζει μια συγκεκριμένη πολιτική.
Η πολιτική που ευνοεί τις ελίτ σε βάρος των πολλών.
Η πολιτική που τρέφει ην ακραία αδικία και ευνοεί την άκρα Δεξιά.
Η πολιτική που περιφρονεί τη δημοκρατία και δεν διστάζει να υπονομεύει τους θεσμούς και να ταπεινώνει ακόμα και τη Δικαιοσύνη.
Η πολιτική που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Οι προοδευτικές δυνάμεις όμως, δεν μπορούν στις συνθήκες αυτές να μένουν απαθείς.
Ούτε να εξουδετερώνουν η μια την άλλη με ανώφελους και άγονους εμφύλιους.
Είναι πρωτίστως δικό τους καθήκον, κατά τη γνώμη μου, να αναλάβουν τολμηρές πρωτοβουλίες.
Για να αποκτήσει ξανά η προοδευτική παράταξη προοπτική διακυβέρνησης.
Αλλά και για να αποκτήσει εκ νέου το πολιτικό μας σύστημα πολιτική και κοινοβουλευτική ισορροπία.
Μια νέα δημοκρατική ισορροπία, που θα ενισχύει το κράτος δικαίου και τη λογοδοσία, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και τις θεσμικές δικλείδες ασφαλείας απέναντι σε μια ανεξέλεγκτη εκτελεστική εξουσία.
Αν αυτή η δημοκρατική ισορροπία δεν αποκατασταθεί, ο κίνδυνος να ενταθεί στην Ελλάδα η ώσμωση Δεξιάς και Ακροδεξιάς που παρακολουθούμε στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι παραπάνω από ορατός.
Γιατί είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, δίπλα σε μια δεξιά κυβέρνηση, να ενισχύονται ως δεύτερη αθροιστικά δύναμη, κόμματα που φλερτάρουν με το ρατσισμό, την ομοφοβία, τον ακραίο εθνικισμό, ακόμα και το φασισμό.
Και την ίδια ώρα οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου να παραμένουν κατακερματισμένες και περιχαρακωμένες καθεμιά στην αυτάρκειά της.
Η πραγματικότητα, τα εκλογικά μαθηματικά, οι πιεστικές ανάγκης της κοινωνίας, επιβάλλουν στα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, να μιλήσουν στον πληθυντικό αριθμό και όχι στον ενικό.
Να μάθουνε πρόσθεση και πολλαπλασιασμό και να αφήσουν την αφαίρεση και τη διαίρεση.
Να βάλουν μπροστά το εμείς και να αφήσουν το εγώ.
Να δώσουν περισσότερο χώρο στο «μαζί», στην από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της κοινωνίας, δίνοντας ρεαλιστική υπόσταση στην προοπτική μιας νικηφόρας Προοδευτικής Συμμαχίας.
Αυτό είναι σήμερα το αίτημα της κοινωνίας και των προοδευτικών πολιτών.
Και όποιος το αγνοήσει, αργά ή γρήγορα θα δει να τον προσπερνούν η ζωή και οι εξελίξεις.
Φίλες και φίλοι,
Στόχος της προσπάθειας που ξεκινάμε σήμερα με το Ινστιτούτο μας, είναι να συνεισφέρουμε σε αυτόν τον αναγκαίο δημόσιο διάλογο και στις προγραμματικές συγκλίσεις, που είναι το προαπαιτούμενο κάθε πολιτικής σύγκλισης.
Γιατί η κοινωνία δε πείθεται ούτε με εύκολες απαντήσεις ούτε με επικοινωνιακά τρυκ.
Θέλει σχέδιο, όραμα, βάθος πολιτικής ανάλυσης και συγκεκριμένες προτάσεις.
Που θα απαντάνε στα πραγματικά της προβλήματα και θα δίνουν προοπτική στις προσδοκίες των πολιτών.
Θέλει βήματα τολμηρά, αλλά ταυτοχρόνως και βήματα σταθερά.
Αυτή τη δύσκολη δουλειά περιεχομένου, φιλοδοξούμε να ξεκινήσουμε σήμερα.
Ανοίγοντας τολμηρά το διάλογο και διευρύνοντας το ακροατήριό του.
Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια αποκομίσαμε μια μακρά εμπειρία, ιδίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Πρέπει να αναδείξουμε όσα μας έκαναν και μας κάνουν περήφανους.
Και να αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας.
Όμως κυρίως πρέπει να δουλέψουμε όλοι, ο καθένας από το μετερίζι του, πάνω σε όσα μας ενώνουν.
Να δουλέψουμε χωρίς εγωισμούς για μια κοινωνία ειρήνης, δικαιοσύνης και βιώσιμης ανάπτυξης για όλες και για όλους.
Διαμορφώνοντας μαζί το Κοινό μας Μέλλον.